Παροιμίες της Στυμφαλίας και της Πελοποννήσου
«Αι παροιμίαι είναι πολλών και μακρών
παρατηρήσεων συμπεράσματα»
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ
«Παροιμίες είναι η σοφία του λαού
και η πείρα των αιώνων»
ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ
Στους παρακάτω συνδέσμους θα βρείτε τις παροιμίες ταξινομημένες. Κάντε κλίκ στον αντίστοιχο γράμμα.
Αα
- Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
- Άδουλος δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει.
- Αδύνατο ‘ναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι κι ο άσωτος ο άνθρωπος να βάνει νου και τάξη.
- Ακαμάτης και φαγάς: ψάλτης, διάκος ή παπάς.
- Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση.
- Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
- Αλήθεια δίχως ψέματα, φαΐ δίχως αλάτι.
- Αλί απ' τον Αλή που 'χασε τ' άλογο του και πιλαλεί.
- Άλλη να μην ειπείς δουλειά, ‘ξον από κείνη του σκαφτιά.
- Αλλά είν' τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Άλλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
- Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
- Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος έχει τη χάρη.
- Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
- Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν' οι κότες.
- Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
- Άμα χάσεις το πουγκί σου, όλοι οι φίλοι είν’ οχτροί σου.
- Αμπέλι, όσο μπορείς και σπίτι, όσο χωρείς.
- Αμπέλι του χεριού σου και ελιά απ’ τον παππού σου.
- Αν αρτυθείς να φας αρνί κι αν κλέψεις ναν’ ασήμι.
- Αν δεν αστράψει, δε βροντά.
- Αν δεν μαλώσουν δυο καιροί, βροχή δεν κατεβάζει.
- Αν έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
- Αν ήτανε καλή η δουλειά θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
- Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς.
- Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
- Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντα και μην σβουρίζεις.
- Αν έχεις νύχια ξύσου.
- Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
- Αν έχεις τα καλά παιδιά, τι τα θέλεις τα φλουριά.
- Αν βρέξει ο Απρίλης δυό νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σε κείνον το ζευγά πούχει πολλά σπαρμένα.
- Ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα.
- Άνθρωπος που χασμουριέται : για πεινά, για κατουριέται για νυστάζει, για βαριέται.
- Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουνε τ’ αηδόνια.
- Αν του τη δώσεις του φιδιού, δώστου τη στο κεφάλι.
- Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
- Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
- Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
- Από δεντρί που δεν ανθεί, μη φας και τον καρπό του, μην κοιμηθείς στον ίσκιο του και πάρεις τον καημό του.
- Από ‘να λιθάρι, αλεύρι δεν βγαίνει.
- Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο.
- Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
- Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σιεγκούνι.
- Από κει που πήδησε η γίδα θα περάσει και το κατσικάκι.
- Από το θέρο ‘σαμε τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
- Από το στόμα σου και στου θεού τα’ αυτί.
- Από 'ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
- Απ’ του διαόλου την αυλή, μητ’ ερίφι, μητ’ αρνί.
- Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
- Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
- Άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις.
- Άσχημη Λαμπρή όταν βρέχει κι ο φτωχός όταν δεν έχει.
- Άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα.
- Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
- Αύγουστος άβρεχος, μούστος άμετρος.
- Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
- Αχόρταγο κι αχάριστο να μην βοηθάς ποτέ σου.
Ββ
- Βαράει το σαμάρι για ν' ακούσει ο γάιδαρος.
- Βαρελάδες και γαϊδάροι ένα μήνα έχουν χάρη.
- Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρουδιά την έχει.
- Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
- Βγάλ’ από κεί που κρέμεται και βάλ’ εκεί που χάσκει.
- Βλέπε μάνα, πάρε κόρη.
- Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
- Βόϊδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα και νιός να μην εθέριζε, ποτέ του δεν θα εγέρνα.
- Βόλι ποτέ μη φοβηθείς, σαν του γονιού κατάρα.
- Βρέχει – βρέχει και χιονίζει κι ο οκνός πανηγυρίζει.
- Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Γγ
- Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
- Γέρικο άλογο καινούρια περπατησιά δεν βγάνει.
- Γερό το στρώμα δε χωρεί κι άρρωστο το τραπέζι.
- Γερόντων έπαρε βουλή κι ανθρώπων μαθημένων οπού’ χουνε πολύ ψωμί κι αλάτι φαγωμένο.
- Γέρος είσαι δεν φελάς, μόνο το ψωμί χαλάς.
- Γέρος κι αν επαινεύτηκε, ο ανήφορος το δείχνει.
- Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
- Για να το φας το μύγδαλο, πρέπει και να το σπάσεις.
- Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη δυγατέρα.
- Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα μας φάει και το κουβέλι.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Γύρω- τριγύρω του Χριστού, είν’ η καρδιά του χειμωνιού.
- Γύφτος παπάς δεν γίνεται κι αν γίνει δεν βλογάει.
Δδ
- Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
- Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
- Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
- Δεν βλέπει ο τυφλός, αλλά βλέπει ο Θεός.
- Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω.
- Δεν έχει ο φτωχός, αλλά έχει ο Θεός.
- Δεν κάνει ούτε στο σακί ούτε στο σακούλι.
- Δεν ξέρει να μοιράσει δυό γαϊδουριών άχερο.
- Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
- Δεν πίν' η κατσούλα ξίδι.
- Δεν φταίει ο φονιάς, όσο φταίει ο φταίχτης.
- Δούλεψε μου εσύ φτωχέ, να μη γίνω σαν κι εσέ.
- Δούλεψε να φας και κλέψε νάχεις.
- Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
- Δύο καρπούζια κάτω από μία αμασκάλη δε χωράνε.
- Δυό τρελούς είχε η χώρα και τους έσμιξε η κακιά η ώρα.
- Δυστυχία σ’ όποιον πάθει κι απ’ το πάθημα δε μάθει.
- Δώδεκα η αλουπού, δεκατρία τ' αλουπόπλο.
- Δώθε πάν' οι άλλοι.
- Δώσε του φτωχού κι αρρώστου και μνημόσυνα μην κάνεις.
Εε
- Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
- Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά.
- Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
- Εγκρεμίσανε το σπίτι για να βρούνε το ποντίκι.
- Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
- Είναι για το γάιδαρο καβάλα.
- Είπ' ο ένας το 'να τ' άλλο κι ο παπάς το κύριε ελέησον.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
- Εις του θανάτου τις πληγές, βοτάνια δε χωρούνε.
- Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι.
- Εκεί πού βρέχει φαίνεται κι όπου χιονίζει ασπρίζει.
- Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
- Έλα παππούλη να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.
- Έμαθα γδυτός και ντρέπουμαι ντυμένος.
- Έμαθ’ η γριά στο μέλι, σώνει και καλά το θέλει.
- Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
- Ένα το 'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί.
- Ένας εχθρός είναι πολύ και χίλιοι φίλοι λίγοι.
- Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη.
- Ένας λόγος φτιάνει κόσμο κι ένας λόγος τον χαλάει.
- Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
- Εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, χίλια καντάρια σίδερο, πόσες βελόνες βγάζει;
- Ευχή γονιού αγόρασε και στο βουνό ανέβα.
- Εφτού που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ' ρθεις.
- Έχασε τ' αυγά με τα καλάθια.
- Έχε τα πόδια σου ζεστά την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ γιατρού δεν έχεις χρεία.
- Έχει ο σάκος άλευρα; Χρίστος Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
- Έχω γιό έχω χαρά που θα γίνω πεθερά, έχω κόρη έχω πίκρες που θα μου γυρεύουν προίκες.Έχω ράμματα για τη γούνα σου.
Ζζ
- Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
- Ζουρλός παπάς σε βάφτισε κι αλαφιασμένος διάκος.
- Ζωντανούς Αγίους, μήτε να τους πιστεύεις, μήτε να τους προσκυνάς.
Hη
- Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη, θέλει λαγού περπατησιά, πουλιού γρηγοροσύνη.
- Η αλουπού εκρυβότανε κι η ουρά της εφαινότανε.
- Η γκρίνια σπίτια καταλεί κι αντρόγυνα χωρίζει.
- Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
- Η γυναίκα χτίζει σπίτι κι η γυναίκα το γκρεμίζει.
- Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
- Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο.
- Η καμήλα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
- Η Μάνα που γεννά, το θάνατο νικά.
- Η μασιά στο παραγώνι, χειμωνόκαιρος ζυγώνει.
- Η μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
- Η νύχτα βγάζει Επίσκοπο κι η αυγή Μητροπολίτη.
- Η σκύλα από τη χαρά της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της.
- Ήρθε το καλοκαιράκι, στρίβει ο γέρος το μουστάκι.
- Η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει.
- Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν.
- Η ψευτιά και η κλεψιά είναι θεία μ’ ανηψιά.
- Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
- Η αλεπού είχ' εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε.
- Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
- Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
- Η κότα σγκαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
- Η νύφη όντας θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
- Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Θθ
- Θα το βρει η στραβή τ' αρνί της.
- Θα το βρει η τάβλα το καρφί της.
- Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
- Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
- Θέλω ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
- Θεός να σε φυλάει από καινούριο άρχοντα κι από παλιό διακονιάρη.
- Θέρος- τρύγος- πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.
- Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
- Θυμήσου τα δικά σου και συχώρα τα παιδιά σου.
Ιι
Κκ
- Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται
- Κάθε θαύμα τρείς ημέρες, το μεγάλο τέσσερες.
- Κάθε εμπόδιο για καλό.
- Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιωργιού.
- Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
- Καθένας με το μέτρο του, μετράει το χασέ του.
- Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
- Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
- Και μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
- Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
- Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια.
- Και τα σκυλάκια περγελούν, τον λύκο σαν γεράσει.
- Και το ξερό όποιος πεινά, το βλέπει παντεσπάνι.
- Και το σκύλο χορτάτο και την πίττα ολόκληρη.
- Κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει.
- Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
- Κάλιο άδειο το πουγκί, παρά άδεια η κεφαλή.
- Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
- Κάλιο γνώση δίχως γρόσι, παρά γρόσι δίχως γνώση.
- Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
- Κάλιο μικρό τ’ αλώνι σου και ναν’ όλο δικό σου.
- Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
- Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
- Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει.
- Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος.
- Καλύτερα να σε ζηλεύουν, παρά να σε λυπούνται.
- Κάναν το γύφτο βασιλιά κι αυτός ζητούσε αμόνι.
- Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
- Κάνει την τρίχα τριχιά.
- Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
- Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
- Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.
- Κάνε φίλο ξένο σκύλο, αλλά κράτει κι ένα ξύλο.
- Κάποιου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον τήραγε στα δόντια.
- Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
- Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιό και δυχατέρα.
- Κατά τα ρούχα ο Θεός, μοιράζει και το κρύο.
- Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
- Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
- Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο.
- Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες.
- Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
- Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
- Κότα πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
- Κουφού καμπάνα κι αν βαράς, νεκρό κι αν θυμιατίζεις και μεθυσμένο αν κερνάς, τα κόπια σου σκορπίζεις.
- Κουτσός στον κάμπο έτρεχε, να πιάσει καβαλλάρη κι ένας μουγκός του έλεγε: -Που πάς βρε παλικάρι.
- Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.
- Κράτα το λαγό, να κατουρήσει η σκύλα.
- Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Λλ
- Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
- Λέγε- λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
- Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
- Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή ;
- Λόγο και πέτρα αν έριξες, δε θα τα ξαναπιάσεις.
Μμ
- Μάζευε όταν μπορείς, για να ‘χεις όταν πρέπει.
- Μαζί με τα ξερά, καίγουνται και τα χλωρά.
- Μάθε τέχνη κι άστηνα και άμα πεινάσεις πιάστηνα.
- Μαθημένα το βουνά απ’ τα χιόνια.
- Μακάρι σαν τον Αύγουστο, να ‘ταν οι μήνες όλοι.
- Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
- Μάρτης έβρεχε κι ο θεριστής χαιρότανε.
- Μάρτη τα ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια.
- Μάτια που δε βλέπουνται, γρήγορα λησμονιούνται.
- Μεγάλα τα παιδάκια μου, μεγάλα τα φαρμάκια μου.
- Μεγάλη μπουκιά να φάς, μεγάλο λόγο να μην πείς.
- Με γιαούρτι να αλειφτούμε, ασπροπρόσωποι να βγούμε.
- Μερεμέτα και σκαπέτα.
- Με στραβό σαν κοιμηθείς το πρωί θα γκαλαϊδίζεις.
- Με το ζουρλό κουβέντιαζε και βάστα το ραβδί σου.
- Με τον δικό σου φάε και πιές κι αλισβερίσι μην έχεις.
- Με το στόμα μάρα μάρα με τα χέρια κουλαμάρα.
- Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
- Με το νου πλουταίν' η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
- Μην απελπίσεις άνθρωπο με τη δική σου γνώση, γιατί δεν ξέρεις ο Θεός τι έχει να σου δώσει.
- Μην επαινέσεις την αρχή, προτού να ιδείς το τέλος.
- Μην κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου.
- Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
- Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι.
- Μήνας που δεν έχει ρο, το κρασί θέλει νερό.
- Μία στο καρφί και μία στο πέταλο.
- Μικρός- μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.
- Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
- Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
- Μπάτε σκύλοι αλέστε.
- Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
- Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.
Νν
- Να κοιμάσαι με τις κότες, να ξυπνάς με τους κοκκόρους.
- Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
- Να μην αλησμονάς ποτέ, το πρώτο σκαλοπάτι.
- Νάμουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτος το Γενάρη.
- Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει.
- Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
- Νυφούλα μου όχι όπως τα ’ξερες αλλά καθώς τα βρήκες.
- Ντράπου η κόρη, ευρέθη γκαστρωμένη.
Ξξ
- Ξένος πόνος, ξένα δάκρυα.
- Ξέρω να σφυρώ, μα που δεν έχω γίδια.
- Ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά.
Oo
- Ο αδειανός ο τενεκές κάνει το μεγάλο σαματά.
- Ο άνθρωπος ότι μπορεί κι ο Θεός ότι θέλει.
- Ο ανύπαντρος ο άνθρωπος, είναι μισό ψαλίδι.
- Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
- Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
- Ο διακονιάρης τα μπροστινά σακούλια βλέπει.
- Ο θάνατος φίλους κι οχτρούς, σ’ ένα τραπέζι σμίγει.
- Ο κάβουρας στην τρύπα του, μεγάλος άρχος νιώθει.
- Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
- Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.
- Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρουνται.
- Όλα ‘ρχουνται με τον καιρό σαν ξέρεις να προσμένεις.
- Όλα τα’ χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
- Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
- Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
- Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
- Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
- Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
- Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
- Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
- Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
- Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
- Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
- Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς στον νοικοκύρη μένει.
- Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
- Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φάτο.
- Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
- Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
- Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
- Οι γύφτοι τα μαλώματα, τα’ χουνε πανηγύρια.
- Οι φίλοι γίνονται φίδια.
- Οι τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.
- Όλ’ ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη.
- Όλα τα γουρούνια την ίδια μύτη έχουνε.
- Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
- Όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
- Όλα τα πουλιά πάν' κι έρχονται κι ο σπουργίτης αναμένει.
- Ο λόγος είναι άλογο, που μέρα νύχτα τρέχει.
- Όλοι αντάμα κι οψωριάρης χώρια.
- Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
- Όλοι ξέρουν δώδεκα κι ο γέρος δεκατρία.
- Όλο τον κόσμο ρώτα, μα τον εαυτό σου πρώτα.
- Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του.
- Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
- Όμορφο είναι τ’ όμορφο, πέντε φορές και δέκα κι απ’ όλα ομορφότερο, η γνωστικιά γυναίκα.
- Όποια έχει ρόκα και παιδί, στη γειτονιά να μην εβγεί.
- Όποιος αγάλια περπατεί, πολύ μακριά πηγαίνει.
- Όποιος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαυμάζει.
- Όποιος δεν επερπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι και την αυγούλα με δροσιά, τον κόσμο δεν εχάρη.
- Όποιος δεν έχει πούθε να πιαστεί, πιάνεται κι από γυμνό σπαθί.
- Όποιος αέρα κυνηγά, αέρας τον’ επαίρνει.
- Όποιος θέλει να παινιέται, μόνος του κατηγοριέται.
- Όποιος μιλάει σπέρνει, κι όποιος ακούει θερίζει.
- Οποίος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
- Οποίος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
- Οποίος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.
- Οποίος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στ' αλάτι.
- Οποίος απηδάει πολλά παλούκια κάποιο θα του μπει στον κώλο.
- Οποίος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.
- Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
- Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
- Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
- Όποιος κρύβει την αρρώστια του, πάει με δαύτη.
- Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες.
- Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
- Όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον μαζώνει πίσω.
- Όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτές του δεν πεθαίνει.
- Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει.
- Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
- Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι.
- Όπου λαλούν οι κόρακες, σωπαίνουνε τ’ αηδόνια.
- Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
- Όπως μου βαράνε χορεύω.
- Όσα δεν φτάνει η αλουπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
- Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
- Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
- Όση ώρα μίλαγες πατέρα, ξέρεις πόσες μύγες έχαψε ο σκύλος;
- Όσο έχεις το πουγκί σου, όλοι οι φίλοι είν’ μαζί σου.
- Όσοι πιο πολλοί οι νόμοι, άλλοι τόσοι κι αστυνόμοι.
- Όταν το δεντρί θα πέσει, ο καθένας κόφτει ξύλα. (αρχαία παροιμία: δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται )
- Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
- Ότι έσπειρες θα θερίσεις.
- Ότι μικρομάθαινες, δεν τα γεροντάφηνες.
- Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
- Ούτε κότες έχω ούτε με την αλουπού μαλώνω.
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μεσ’ στο χιόνι θα μας χώσει.
- Ο φρόνιμος τη γλώσσα του, την έχει στην καρδιά του.
- Ο χορτάτος λέει ψωμί κι ο νηστικός ψωμάκι.
- Ο ψεύτης και ο κλέφτης, τον πρώτο χρόνο χαίρουνται.
Π,π
- Πάν' τα σύννεφα την Πάτρα, πάν τα ρέματα γιομάτα.
- Παιδί παπά διαόλου εγκόνι.
- Πάντα δείχνε όσος είσαι και κομμάτι παρακάτου.
- Παπάς εγίνεις Κώστα; Το 'φερ' η κατάρα.
- Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο.
- Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
- Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
- Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μέσ' την πίτα.
- Πέντε δράμια υπομονή, αξίζουν μιαν οκά μυαλό.
- Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
- Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
- Περισσότερα βλέπουν τα τέσσερα, από τα δυό τα μάτια.
- Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.
- Πέσε πίτα να σε φάω.
- Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
- Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφτο.
- Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
- Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
- Ποιος πλούσιο επέθανε και πήρε τα μαζί του, μόνο δυό πήχες σάβανο τυλίξαν στο κορμί του.
- Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
- Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
- Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια.
- Πουτάνα με τα κλάηματα και κλέφτης με τους όρκους.
- Πως πάνε οι στραβοί στον Άδη; ένας κοντά στον άλλονε.
- Πως πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Ρρ
- Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.
- Ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη.
- Ρώτα τον παθό κι όχι το γιατρό.
- Ρωτώντας, πας στην πόλη.
Σσ
- Σάββατο να’ ναι μάστορα κι ας είν’ και χίλιες ώρες.
- Σαν ακούς μεγάλο τρύγο, κράτα και μικρό καλάθι.
- Σαν ήμουν νύφη, δεν είχα καλή πεθερά και τώρα που ‘γινα πεθερά, δεν έχω καλή νύφη.
- Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.
- Σαν πεινάς και δεν νυστάζεις, όσο θέλεις κουκουλώσου.
- Σε Οβραίο να μην τρώς, σε Τούρκο μην κοιμάσαι.
- Σε ξένο κρασί, νερό μη βάνεις.
- Σ' εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
- Σαν το χιόνι στον κόρφο του.
- Σαν τις κακές συννυφάδες.
- Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
- Σαν της Λαμπρής τ' αυγά.
- Σε σάπιο σανίδι μην πατάς.
- Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
- Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά.
- Σκυλάκι και παιδάκι, όπως μάθει από μικράκι.
- Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
- Σόι πάει το βασίλειο.
- Σπίτι που δεν έχει Γιάννη, προκοπή ποτέ δεν κάνει.
- Στάλα τη στάλα το νερό, τρουπάει και το λιθάρι.
- Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
- Στην αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι.
- Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
- Στη χώρα ο νόμος βασιλιάς και στο χωριό η συνήθεια.
- Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι.
- Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
- Στο μπόι σου βρίσκεις, στην γνώμη σου δε βρίσκεις.
- Στολίστη η νύφη κι απόμεινε.
- Στο σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.
- Στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό.
- Στον άδη δεν είν’ όμορφα, γιατί δεν ξημερώνει, γιατί δεν κράζει ο πετεινός και δεν λαλεί τ’ αηδόνι.
- Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος. Στον ήλιο λάσπη δεν κολλά.
- Στου διαόλου το χωριό, ούλοι κάνουν το γιατρό.
- Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.
- Στου σκύλου το προσκέφαλο, κρέας δεν ξημερώνει.
- Στου τεμπέλη το τσαντήρι, στήνει ο διάολος εργαστήρι.
- Στου χάρου τις λαβωματιές, βοτάνια δεν χωράνε.
- Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
- Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στον αχυρώνα, κι ένας κουφός τ’ απάντησε: - Το άκουσα που εβρόντα.
- Στραβός στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυό το βράχο.
- Συμπέθεροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
- Σφάλμα του γιατρού, θέλημα του Θεού.
- Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω.
Ττ
- Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας.
- Τ’ Αϊ –Λιά μπαίνει το λάδι στην ελιά.
- Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη.
- Τ’ άσπρα (χρήματα) για τις μαύρες μέρες μάσ’ τα
- Τ’ Αυγούστου και του Γεναριού, τα δυό καλά φεγγάρια.
- Τα δόντια τα ‘δωσε ο Θεός, για να κρατούν τη γλώσσα.
- Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
- Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
- Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
- Τα λόγια γυρίζουν το ποτάμι.
- Τα ξένα χέρια κοσκινούν, μα πίττα δεν σου πλάθουν.
- Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχια.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
- Τα στερνά τιμούν τα πρώτα
- Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μην λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις.
- Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρόγα σκάρισε.
- Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
- Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει.
- Της όμορφης το μάγουλο, όταν γελάει, βουλώνει.
- Της πέρδικας, απ’ τη λαλιά της, πάν’ και βρίσκουν τη φωλιά της.
- Την αγαπώ, μη την κοιτάς με τα δικά σου μάτια με τα δικά μου αν τη δείς, θε να γενείς κομμάτια.
- Της αλουπούς ο θάνατος, είν’ η χαρά της κότας.
- Της καλομοίρας το παιδί, το πρώτο είν’ κορίτσι.
- Τι είν' ο κάβουρας τι είν' το ζουμί του.
- Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
- Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
- Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
- Το αίμα νερό δε γίνεται μα κι αν γενεί δεν πίνεται.
- Το δέντρο πόχει τον καρπό, αυτό πετροβολιέται.
- Το δώρο δεν δωρίζεται κι αν δωριστεί γνωρίζεται.
- Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
- Το μουλάρι κι αν παινιέται, από γάιδαρο κρατιέται.
- Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
- Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια.
- Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει.
- Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα.
- Το ραβδί έχει δύο άκρες.
- Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
- Τον χορεύει στο ταψί.
- Το μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά.
- Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
- Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
- Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
- Το αίμα νερό δε γίνεται, κι αν γίνεται δεν πίνεται.
- Το φαϊ και το ξύσιμο ώσπου ν' αρχίσουν θέλει.
- Το κατσίκι έφαγε χορτάρι, λύκος να φάει τη μάννα του.
- Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
- Το μάτι σπάει την πέτρα.
- Το ινάτι βγάζει μάτι.
- Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
- Το πολύ νταμάχι τρώει το στομάχι.
- Το πολύ το «κυρ- ελέησον» το βαριέται κι ο Θεός.
- Το πρώτο λάθος μάθημα και δάσκαλος για τ’ άλλα.
- Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
- Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
- Το χαμπηλό το γάιδαρο, όλοι τον καβαλάνε.
- Τον αδερφό σου αγάπαγε κι όχι το μερτικό του.
- Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυό το πρόσωπο.
- Τον τρυγητή τ’ αμπελουργού, χαλάλι πάν’ οι κόποι.
- Το ξένο μάτι είναι σπαθί, το ξένο αυτί ντουφέκι.
- Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
- Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
- Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια το γερνάει.
- Τον έφτυσε στο στόμα. (αν κάποιο παιδί έμοιαζε πολύ στο γονιό του)
- Του ήλιου κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας.
- Του κακού αν κάνεις χάρη, σε κακό θε να το πάρει.
- Του κλέφτη και του δανειστή, ο καθένας του χρωστεί.
- Του κόρακα τ’ αυγό δεν βγάνει περιστέρι.
- Του Μάρτ’ οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια.
- Του νηστικού μιλάς και σε κοιτάει στα χέρια.
- Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυό φορές παιδί μου.
- Του τσαγκάρη τα παπούτσια, πάντα ξηλωμένα είναι.
- Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο.
- Του σχοινιού και του παλουκιού.
- Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι, θέλει να φάει θέλει και να πάρει.
- Τού ταξε λαγούς με πετραχήλια.
- Τούρκο φίλευε και τον κώλο φύλαγε.
- Τους ζωντανούς αγάπαγε και τα μνημόσυν’ άστα.
- Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
- Τρέμει σαν το φύλλο.
- Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ' το ρέχτι.
- Τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρα.
- Τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πεντέξι.
- Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
Υυ
- Υπαπαντούλα χιονισμένη, η κοφινούλα γιομισμένη.
- Υπομονή κι επιμονή πρέπει καθένας νάχει και να υπομονεύεται σε ότι κι αν του λάχει.
Φυ
- Φαει κουμπάρε ελιές, καλό είν' και το χαβιάρι.
- Φασούλι το φασούλι, γιομίζει το σακούλι.
- Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
- Φειδωλός εις τ’ αναγκαία και στα περιττά περίσσιος.
- Φοβάτ’ ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
- Φοβού το βρέφος σα γρυπνά, το γέρο σαν κοιμάται.
- Φούρνος να μην καπνίσει.
- Φτώχηνε το μοναστήρι, χαθήκαν και οι καλογήροι.
- Φτωχό τ' αρνί πλατιά ουρά.
- Φύλαγε τα ρούχα σου, για να ‘χεις τα μισά.
- Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Χχ
- Χαίρου τον καλό καιρό, γιατί ο κακός δε λείπει.
- Χαρά στο νιό που νοιάζεται, στο γέρο που γελάει.
- Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
- Χειμωνιάτικο παιδί, της άνοιξης καμάρι.
- Χιόνι το Φλεβάρη, στάρι στο κελάρι.
- Χόρευαν τα σιδερικά, χόρευε κι η βελόνα.
- Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
Ψψ
- Ψάλε δεσπότη, με πονεί το δάχτυλό μου.
- Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.
- Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύεις.
- Ψωμί δεν είχαμε τυρί γυρεύαμε.
Ωω
- Ωσάν το σκλάβο δούλευε κι ωσάν τον άρχο τρώγε.
- Ώσπου να κρίνει ο Θεός, πεθαίνει ο φτωχός.
- Ώσπου να μάθει ο γάιδαρος να μην τρώει, ψόφησε.
- Ως τα τριάντα μπόι κι ως τα σαράντα γνώση.
- Ως του χρόνου, χίλια χρόνια