Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
4/4/2014

"Παλιοχώρι" - Σε αυτά τα μέρη ζήσαν οι προγονοί μας και οι σκιές τους περιφέρονται εκεί

Από τους συγχωριανούς μας που ασχολούνται πάντα με ιδιαίτερο ζήλο και ενδιαφέρον για την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας είναι βέβαια ο απόστρατος Αξιωματικός του Πολεμικού μας Ναυτικού Δημήτρης Μιλτ. Παπαδημητρίου. Κατά καιρούς πολλά άρθρα του που ουσιαστικά διασώζουν το ιστορικό παρελθόν του χωριού μας κοσμούν την ιστοσελίδα μας και εκφράζουμε για το λόγο αυτό – με την ευκαιρία- τις θερμότερες ευχαριστίες μας στο Δημήτρη, για την τιμή που μας κάνει!

Σήμερα κάνοντας την ευχάριστη έκπληξη ο Δημήτρης θυμάται τις παλιές αφηγήσεις του αείμνηστου πατέρα του, του αγαπητού σε όλους μας Μπαρμπα-Μέλτου και γράφει για το παλιό μας χωριό το «παλιοχώρι» όπως το ξέρουμε όλοι και νομίζουμε ότι η γλαφυρή αφήγησή του, μας οδηγεί  σε κείνα τα παλιά χρόνια που το χωριουδάκι μας ήταν λίγο ψηλότερα…

Ας απολαύσουμε την αφήγηση, εκφράζοντας παράλληλα την ευχή ο Δημήτρης να έχει να μας πει στο μέλλον κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα για τον τόπο μας !

   

Παλιοχώρι,  παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι.

Σε αυτά τα μέρη ζήσαν οι προγονοί μας και οι σκιές τους περιφέρονται εκεί.

Παλιά το Ψάρι ήταν στα δυτικά του σημερινού χωριού στη θέση Παλιοχώρι όπως και τo τοπωνύμιο μας μαρτυρά, ακριβώς κάτω από την πλευρά της κορφής του Μπρέκου. Εκεί λέγαν για την ύπαρξη μια βρύσης με δώδεκα κανάλια στο χωράφι του Δημήτρη Βασ. Παπαγεωργίου. Τα ίχνη της βρύσης χάθηκαν πιθανόν από την καταστροφή που επέφερε στο τότε χωριό η οργή του Νουρή Μπέη, Τούρκου πασά πατέρα του Κιαμήλ Μπέη της Κορίνθου, για την κοροϊδία των κατοίκων τoυ Ψαρίου σχετικά με την αρπαγή των προβάτων από το κοπάδι του, που το είχε στο Γαβριά, στο τσουρούμ του Αλή,(άλλοι λένε πως η μάντρα με το κοπάδι ήταν κοντά στην Κόρινθο). Η ονομασία βέβαια του τοπωνυμίου έμεινε από τότε μέχρι τις μέρες μας.

                                     

Ο Νουρή Μπέης της Κορίνθου, κατέστρεψε το χωριό δεν έμεινε τίποτε όρθιο τα γκρέμισε όλα, οι κάτοικοι όμως είχαν διαφύγει πριν φτάσουν οι στρατιώτες του, σκορπισμένοι κάποιοι εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Γορτυνίας σε ορεινό μέρος έφτιαξαν νέα σπίτια στο συνώνυμο εκεί χωριό Ψάρι. Αυτή ήταν η πρώτη καταστροφή του Χωριού μας, η δεύτερη έγινε από τους Γερμανούς το 1944, (160 χρόνια μετά).
 
Αυτά έγιναν μετά το 1784 που γεννήθηκε ο Κιαμήλ Μπέης. Στην Κόρινθο, ο πατέρας του, Νουρή Μπέης από τη χαρά της γέννησης του παιδιού του, έδωσε εντολή να του πάνε πεσκέσι πέντε πρόβατα από τις περιοχές που διαφέντευε, (όλη η περιοχή της Στυμφαλίας κάμπος και χωριά ως γνωστόν ήταν δικά του), έτσι οι Ψαραίοι αρνούμενοι να υπακούσουν, έκλεψαν από το δικό του κοπάδι πέντε πρόβατα και του τα πήγαν, αλλά στάθηκαν άτυχοι γιατί τους κατάλαβαν και η καταστροφή ήταν το  επακόλουθο αυτής της ενέργειας.

Αυτά μας λέγαν οι παππούδες μας, και οι γιαγιές μας, από γενιά σε γενιά, κάποιοιι Ψαραίοι ξαναγύρισαν με το που καταλάγιασε η οργή του Μπέη, αυτοί ήσαν οι λιγότερο εκτεθειμένοι στην οργή του και συνέχισαν την παράδοση του χωρίου μας, σε άλλο σημείο τώρα στο κέντρο του σημερινού χωριού μέχρι τη σημερινή εκκλησία της Παναγίας όπου ήταν και το νέο Νεκροταφείο του χωριού.  Ο λόγος της κατασκευής του χωριού εδώ που βρίσκεται σήμερα, ήταν η πηγές νερού οι οποίες ήσαν κοντύτερα στα νέα τους σπίτια. Και πιθανόν ονόμασαν το νέο τους χωριό Ψάρι- Ανατολή και για να θυμούνται το παλιό τους  χωριό. Ονόμασαν δε Παλιοχώρι το χώρο που βρισκόταν το χωριό πρίν, έτσι και εμείς ξέρουμε την τοποθεσία του Χωρίου που γεννήθηκε και έφτασε μέχρι τα δώδεκα του χρόνια ο Άγιος Νικόλαος.

 Την ύπαρξη του χωριού εκεί την μαρτυρούν τα αναρίθμητα κεραμικά που σε κάθε όργωμα για τη σπορά ανασύρονταν από το έδαφος καθότι την τοποθεσία αυτή την σπέρναμε παλαιότερα σιτάρι, στο χωράφι που ανήκει στον Δημήτρη Παπαγεωργίου του Βασιλείου.  Οι πατεράδες μας λέγαν για έναν λαμνό σιτάρι χλωρό στο μέρος που ήταν η μεγάλη βρύση με τα 12 κανάλια, ενώ όλα τα υπόλοιπα χωράφια ήταν έτοιμα για θέρο. Αυτό μαρτυρά την ύπαρξη νερού σ’εκείνον τον τόπο, το νερό αυτό με την καταστροφή του χωρίου φαίνεται πως γκρέμισαν και τη βρύση κι έτσι  το νερό σκόρπισε και μοιράστηκε από τότε σε ποιο χαμηλά σημεία εντός του χωριού όπου

υπάρχουν σήμερα οι πηγές πάνω βρύση που και αυτή με τη σειρά της αποτραβήχτηκε χαμηλότερα, τη κάτω βρύση,στου Αλεξόπουλου το περιβόλι.

                                                _._._

Έρχομαι πάλι σε μια ακόμα παράδοση που λέγαν οι παππούδες και οι γιαγιές μας, κάποτε λέγαν πώς στο χωριό γινόταν γάμος και ότι ήσαν όλοι αφοσιωμένοι στην τελετή του γάμου και μετά στη χαρά και στο γλέντι, μαζεμένοι στην αυλή των γονιών του ζευγαριού που παντρευόταν. Στο χωριό είχαν από μέρες κατασκηνώσει γύφτοι με τα ζώα τους, οι άνδρες κάνοντας τις δουλειές που ήξεραν, εξηκονομώντας τα προς το ζην,(φτιάχναν κοφήνια, καλάθια, αγάνωναν τα μπακιρένια-σκεύη,κλπ), οι γύφτισες γύριζαν τα σπίτια ζητιανεύοντας και κλέβοντας ή παρατηρούσαν που αποθήκευαν οι νοικοκυραίοι τα υπάρχοντα τους. Έτσι έχοντας μάθει τα κατατόπια βρήκαν την ευκαιρία της απουσίας τον χωριανών από τα σπίτια τους, έπεσαν με λύσσα απάνω στα υπάρχοντα κάθε σπιτιού και παίρνοντας ότι τους βόλευε ξέστησαν γρήγορα τα τσαντίρια τους φόρτωσαν ότι μπόρεσαν και έφυγαν βιαστικά. Όταν έγινε αντιληπτή η κλοπή από τους συγχωριανούς, τους πήραν στο κατόπιν και φτάνοντας τους έγινε μάχη, τους αφαίρεσαν όσα είχαν κλέψει και τους κατέστρεψαν τα υπόλοιπα σκηνές και εργαλεία για τιμωρία και τους απείλησαν πως θα έχουν άσχημα μπλεξίματα αν ξανά-πατήσουν στο χωριό τους.  

                                            
Από αυτό τον καιρό και μετά – κατά μια παράξενη συγκυρία- στο χωριό, όσοι νέοι  παντρευόντουσαν σε ηλικία 30 το πολύ 40 ετών πέθαιναν. Και οι γυναίκες μόνες τους πλέον  έκαναν όλες της δoυλειές με τα παιδιά τους. Αυτό το κακό δεν μπορούσαν να το αντέξουν, είχαν πεθάνει όλοι οι άνδρες νέοι αφήνοντας γυναίκες παιδιά και γέρους απροστάτευτους. Μη μπορώντας να βρούν τα αίτια αυτής της διακριτικής απώλειας μόνο των νέων ανδρών, κάλεσαν μια τσιγγάνα μάγισσα να τους «λύσει τα μάγια» γιατί έτσι πίστευαν πως ήταν κάτι μαγικό.  Η «μάγισσα» αφού τους ρώτησε διάφορα πράγματα, τους πρότεινε πως πρέπει να ζέψουν ένα ζευγάρι βόδια νέα και με αυτά να κάνουν ένα γύρο στο χωριό δηλαδή να ζώσουν το χωριό με μια αυλακιά με το αλέτρι, ξεκινώντας από σταυροδρόμι και μετά καταλήγοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησαν.  Να έχουν όμως από πριν στο σημείο εκκίνησης ανοίξει ένα μεγάλο λάκκο και μόλις ολοκληρωθεί  η αυλακιά που έκανε το γύρο στο χωριό, εκεί να θάψουν το ζευγάρι τα βόδια μαζί με τα εξαρτήματα και το άροτρο.

Αυτό έκαναν και –ω του θαύματος- πράγματι σταμάτησε το κακό. Αγνωστο ποια χρονιά έγιναν αυτά.  Το σημείο πάντως της έναρξης, κατάληξης και ταφής του ζευγαριού των βοδιών, είναι στο διάσελο εκεί που διασταυρώνονται οι δρόμοι . Στο μέρος αυτό πιθανόν να υπήρχε και το νεκροταφείο του Παλαιοχωρίου με μικρή εκκλησία και εκεί να βρίσκονται, οι τάφοι των γονιών του Αγίου Νικολάου του εξ ΙΧΘΥΟΣ, και των προγόνων μας  και παλαιών κατοίκων (ΙΧΘΥΑΙΩΝ-ΨΑΡΑΙΩΝ).

                                  

Κιαμίλ Μπέης της Κορίνθου

Ο Κιαμίλη Μπέης ήταν ο επιφανέστατος Τούρκος της Πελοποννήσου και διάσημος για την καταγωγή του, την υψηλή περιωπή του, τα αμύθητα πλούτη και τα έξοχα προτερήματά του. Η οικογένειά του κυριάρχησε στην Κόρινθο από το 1717, για εκατό και πλέον χρόνια. Χαλίλ μπέης λεγόταν ο γενάρχης της, ο οποίος και αναφέρεται ως πλουσιότατος δυνάστης της Κορίνθου κατά το 1778. Γιος και διάδοχός του ήταν ο Νουρή μπέης, ο οποίος πέθανε το 1815, αφήνοντας τον γιο του Κιαμίλ μπέη να τον διαδεχθεί στη δυναστεία της Κορίνθου. Υπήρξε ο τελευταίος Τούρκος διοικητής και δυνάστης της Κορίνθου. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1784. Είχε σπάνια σωματικά και ψυχικά προτερήματα και είχε τη φήμη του πολύ όμορφου άνδρα, ήταν ευφυέστατος, δίκαιος, φιλάνθρωπος και άριστος σε όλα. Είχε όμορφη, όσο και αυτός, σύζυγο, μητέρα, αδελφή και τρεις γιους, εκτός των υπαλλήλων και των ακολούθων του και ζούσε σε μυθική αφθονία και χλιδή. Ως δυνάστης της Κορίνθου, ο Κιαμίλ μπέης υπήρξε διαπρεπέστατος, κατάφερε να προάγει και να δοξάσει τη χώρα, την οποία κυβέρνησε ως πατέρας, την οικογένειά του και όλους τους προγόνους του και αύξησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλούτη και τη δύναμή του. Τον χαρακτήριζαν μάλιστα ως τον καλύτερο όλων των Τούρκων της Πελοποννήσου. Δυνάστης της Κορίνθου και της Σικυώνας και μεγάλος φεουδάρχης της γης της Μεγαρίδος, πλούτιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη φορολογία των χωρών αυτών και των εσόδων της τεράστιας περιουσίας του, η οποία βρισκόταν σε αυτές και μέχρι τη Λιβαδειά, έως και τη Στυμφαλία, τη Νεμέα, την Αργολίδα και την Αρκαδία. Απολάμβανε δε την εκτίμηση του σουλτάνου, ο οποίος του είχε παραχωρήσει το προνόμιο να κατοικεί όπου επιθυμούσε απεριόριστα. Γι' αυτό τον λόγο κατείχε σε πολλές πόλεις μεγαλόπρεπα κτίρια, που έφθαναν σε αριθμό τα σαράντα, όπως λέγεται. Αλλά το πιο λαμπρό από όλα, αριστούργημα καλαισθησίας και ανατολίτικης τέχνης βρισκόταν στην Κόρινθο, την έδρα της διοίκησής του, στην παλαιά Ακροκόρινθο και περιβαλλόταν από το μαγευτικό τοπίο των Νερών της Αφροδίτης και από θαυμαστά άνθη και κήπους. Τον αποκαλούσαν «Ενδοξομεγαλοπρεπέστατο Κιαμήλ μπέη, εφέντη, Νουρή εφέντη μπέη, ζαδέ, βοεβόντα και ζαπίτη της Κορίνθου, σαλαχώρα της κραταιάς βασιλείας και Αγιάννη του Μωριά».
Ο τρισευτυχισμένος μπέης έζησε ευτυχισμένα χρόνια μέχρι την άλωση της Τρίπολης, στην οποία βρισκόταν και αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες. Η αιχμαλωσία του ήταν πολύτιμη για τον αγώνα λόγο της μεγάλης διασημότητάς του και του απέραντου πλούτου του. Έτσι ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για την φύλαξή του με υπεύθυνο το στρατηγό Π. Γιατράκο ο οποίος τον κράτησε επί πέντε μήνες παρέχοντάς του κάθε δυνατή περιποίηση στην Τρίπολη, το Άργος, τη Νεμέα και στα Εξαμίλια της Κορίνθου, όπου τον μετέφεραν, έως της 19 Φεβρουαρίου 1822, που τον παρέδωσε στην Διοίκηση η οποία τον φυλάκισε στην Ακροκόρινθο. Από τότε υπέστη πολλά δεινοπαθήματα μέχρι την 7η Ιουλίου 1822, οπότε και έχασε τα πάντα και τη ζωή του.

Πηγή: Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, «Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.                

 

 

 

Επιστροφή