Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
20/1/2013

Κορινθιακή Σταφίδα - Το Ελληνικό μαύρο χρυσάφι

Κορινθιακή Σταφίδα - Το Ελληνικό μαύρο χρυσάφι
                        

Στο παρελθόν – στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα- την ονόμασαν «Ελληνικό Μαύρο χρυσό», ή «Κορινθιακό χρυσάφι» αναγνωρίζοντας πως η Κορινθιακή σταφίδα  στάθηκε για τη χώρα μας, τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό  ως μια τεράστια «φλέβα χρυσού» ικανή να την κρατά σε μια ικανοποιητική οικονομική κατάσταση, δεδομένου ότι στήριζε τον προϋπολογισμό του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους κατά 40% - 70% από τις εισροές των εξαγωγών της. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι τα μεγάλα έργα της εποχής (διώρυγα Κορίνθου, σιδηροδρομικό δίκτυο) έγιναν πραγματικότητα χάρις στην ύπαρξη και της εξαγωγές της Κορινθιακής σταφίδας.    

Επομένως μόνο ως υπερβολή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτό που είχε πει κάποτε ο Ξ. Ζολώτας, ότι η σταφίδα για την Ελλάδα ήταν «ότι και ο καφές για τη Βραζιλία»!

Η σταφίδα ήταν το μοναδικό προϊόν που προσεκόμιζε τότε τόσα κέρδη, δημιουργώντας ταυτόχρονα στην Ελλάδα μια νέα εύρωστη εμπορική αστική τάξη με σπουδαίες επιπτώσεις πάνω στο σύνολο της οικονομικής αλλά και της κοινωνικής ζωής της χώρας.

Γύρω από το εμπόριο της σταφίδας, πλέχτηκε σιγά-σιγά ένα νέο δίκτυο δραστηριοτήτων καθώς  η σταφίδα απαιτούσε ένα ολόκληρο φάσμα απασχολήσεων. Από τον μικρό σταφιδοπαραγωγό μέχρι τον μεγάλο, από τον μικρέμπορο του χωριού ως τον έμπορο της ενδιάμεσης πόλης και τον μεγαλέμπορο, τους εκτελωνιστές και τους τελώνες, τους τραπεζίτες, τους μεσίτες, τους παραγγελιοδόχους, τους ασφαλιστές και τους δικηγόρους, αλλά και τους φορτωτές, τους μαουνιέρηδες ως και τους εργάτες κατασκευής κιβωτίων.
                

            

Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που έγραψε για τη σταφίδα ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου (1850-1889), ο εκδότης της εφημερίδας Ραμπαγάς:

Απ’ το τσαμπί σου κρέμεται, γλυκιά μου μαυρομάτα,
το έθνος… Σένα θρέφουμε μονάκριβη ελπίδα,
χλωρή, όσο ξεραίνεσαι, συ κάνεις την πατρίδα,
είν’ από σένα τάλαρο τ’ αλώνια μας γεμάτα,
μικρή, γλυκο-μελάχροινη, κοπέλα μου σταφίδα! 

Ονομάστηκε «Κορινθιακή» όμως καλλιεργήθηκε σε πολύ ευρύτερη ζώνη, σε όλη σχεδόν τη δυτική και βορειοδυτική Πελοπόννησο και στα Επτάνησα, όπου οι αγρότες επέκτειναν δυσανάλογα τις σταφιδοφυτείες σε βάρος των ελαιώνων και των άλλων καλλιεργειών. Πολλές οικογένειες που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σχηματίστηκαν με άξονα τις λωρίδες Κόρινθο-Πάτρα και Πύργο-Καλαμάτα και συνδέθηκαν με το εμπόριο της σταφίδας.
                      

Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής σταφίδας εξαγόταν. Ο μεγάλος πελάτης αρχικά ήταν η αγγλική αγορά. Η σταφίδα αποτέλεσε την υλική απόδειξη της ευημερίας της αστικής και μεσοαστικής αγγλικής οικογένειας του 19ου αιώνα, μιας και ήταν το κύριο συστατικό στοιχείο της πουτίγκας και κατείχε εξόχως σημαίνουσα θέση στο καθημερινό τραπέζι αλλά και στο γιορτινό, όπως αναφέρει στην έξοχη νουβέλα του A Christmas Carol  ο Κάρολος Ντίκενς.

Η σταφίδα χρησιμοποιόταν στην παρασκευή της πουτίγκας που ήταν βασικό είδος διατροφής των λαϊκών στρωμάτων. Καθώς η τιμή της σταφίδας ανεβοκατέβαινε, οι σταφιδοπαραγωγοί, που ήταν μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ευημερούσαν ή πεινούσαν (οι έμποροι βέβαια πάντοτε θησαύριζαν). Μετά το 1880 όμως άρχισε να φθίνει η ζήτηση σταφίδας από την Αγγλία και να πέφτει η τιμή της, αλλά ένα τυχαίο γεγονός έδωσε μια δεκαετή παράταση: τα γαλλικά αμπέλια καταστράφηκαν από επιδημία φυλλοξήρας και οι Γάλλοι οινοπαραγωγοί στράφηκαν στην ελληνική σταφίδα και έκαναν μαζικές εισαγωγές που υπεραναπλήρωσαν τη μείωση της αγγλικής ζήτησης. Αποτέλεσμα ήταν να εκτοξευθεί στα ύψη η τιμή της σταφίδας και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις. Έτσι, ενώ το 1860 καλλιεργούνταν 220.000 στρέμματα που πάραγαν 50.000 τόνους σταφίδας (όλοι σχεδόν εξάγονταν), το 1891 η καλλιέργεια είχε φτάσει στα 670.000 στρέμματα και η παραγωγή στους 165.000 τόνους.

Κάθε τι ωραίο όμως, τελειώνει κάποτε… και μάλιστα απότομα. Από το 1889 οι γαλλικές αμπελοφυτείες άρχισαν να αναρρώνουν, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές να πέσουν κατακόρυφα, από 69.500 βαρέλια το 1889 σε 21.700 το 1892 και σε μόλις 3.100 το 1893. Εξίσου δραματική και η πτώση της τιμής: από 625 φράγκα ο τόνος το 1890, έπεσε σε 92 το 1893! Το Ελληνικό κράτος παρενέβη δυστυχώς με τρόπο που ικανοποιούσε τους σταφιδεμπόρους και όχι τους σταφιδοπαραγωγούς. Αγόραζε ποσότητες σταφίδας από τους παραγωγούς, που τις χρησιμοποιούσε για οινοπνευματοποίηση, ώστε να μην πέσει πολύ η τιμή του προϊόντος.

Η κρίση της σταφίδας ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για το περιβόητο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» που ελέχθη από τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1893. Ήταν επίσης υπεύθυνη για  τα πρώτα κοινωνικά κινήματα, αρχικά μεταξύ των σταφιδοπαραγωγών. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι σοσιαλιστές και αναρχικοί εμφανίστηκαν όχι στην Αθήνα αλλά στην Πάτρα και τον Πύργο. Η σταφιδική κρίση ήταν αυτή που πυροδότησε άλλωστε τη μαζική μετανάστευση στην Αμερική, από την δεκαετία του 1890 και μετά, όταν μετανάστευσαν, κυρίως από την Πελοπόννησο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.
Υπό αυτήν την έννοια δικαίως νομίζουμε αποτυπώθηκε σε σχόλιο της εποχής ότι η χώρα έζησε το «Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο» (εφημ. «Άστυ» - 6.7.1895)

 

 «Προλάβετε οι αρμόδιοι τα περαιτέρω διότι το πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην, η δε λαϊκή παραφροσύνη εμφυλίους πολέμους...» γράφει η «Ακρόπολις» στις 17 Σεπτεμβρίου του 1893, αναφερόμενη στο κύμα των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών που σαρώνει τις σταφιδοπαραγωγούς περιοχές της Πελοποννήσου μέσα στην ατμόσφαιρα της σοβαρής οικονομικής κρίσης που έχει ξεσπάσει από τις αρχές του έτους.

 

Ο Γ. Σουρής απογοητευμένος τότε, έγραψε για τη σταφιδική κρίση:

Κι αν λείψει κάθε φόρος της, κι ας βάλουν πιο μεγάλο
εγώ ποτέ στο στόμα μου σταφίδα δεν θα βάλω
και ούτε θέλω να την δω ποτέ μου σε τραπέζι
κι ας κάνουν μόνο με αυτήν πουτίγκες οι Εγγλέζοι.

Η σταφίδα ποτέ μέχρι σήμερα δεν ξαναβρήκε εκείνη τη δόξα του 1880 και ποτέ δεν ξεπέρασε τη χρόνια κρίση της. Όμως – για να είμαστε δίκαιοι απέναντί της- στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής  κατοχής και μετά, έσωσε και έθρεψε πολύ κόσμο, δίνοντας και πάλι νόημα στη λέξη «χρυσό» που της είχαν «προσάψει» ήδη από τον 19ο αιώνα…

Τον Αύγουστο του 1925 ιδρύεται ο Αυτόνομο Σταφιδικός Οργανισμός (Α.Σ.Ο) για την προστασία της καλλιέργειας και εμπορίας της Κορινθιακής Σταφίδας και παίζει κυρίαρχο ρόλο στη σταφίδα. Το Κράτος επιχειρεί να βρει λύσεις στο σταφιδικό πρόβλημα μέσω της ελληνικής αγοράς και της βιομηχανικής μετατροπής της σταφίδας. Ιδρύονται σταφιδεργοστάσια, οινοποιεία, ποτοποιεία, οινοπνευματοποιεία που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να σημαδεύουν το τοπίο και να θυμίζουν τα χρόνια της σταφίδας, που σφράγισαν την ιστορία της ευρύτερης περιοχής της Πελοποννήσου και των ανθρώπων της,  για πάνω από εκατό έτη.

Στις μέρες μας η καλλιέργεια της Κορινθιακής σταφίδας έχει περιορισθεί στα ημιορεινά και ορεινά μέρη σαν τα δικά μας, ενώ στα πεδινά επικράτησαν οι καλλιέργειες των εσπεριδοειδών που χρειάζονται πιο γλυκό κλίμα.

 

                                                    

 

Στην Αρχαία Ελλάδα  συναντούμε τις σταφίδες με τις ονομασίες «ασταφίδες», «σταφιλίδες» και «οσταφίδες» η οποία όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης (Ε, 4) είναι και η παλαιότερη ονομασία τους.  Οι ονομασίες αυτές πιθανότατα προήλθαν από

το γεγονός ότι η ρίζα της αμπέλου είναι οστεώδης, με την έννοια του ξηρού και του

σκληρού. Έτσι η πιθανότερη εκδοχή είναι πως με αυτόν τον τρόπο πήρε την ονομασία της η σταφίδα, λόγω της ιδιότητας της να είναι ξηρή. Ίσως  η πρωτότυπη λέξη στην οποία βασίστηκαν τα παραπάνω παράγωγα να ήταν η λέξη «οστέϊνη» την οποία οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να προσδιορίσουν κάτι σκληρό.

Η Κορινθιακή σταφιδάμπελος αποτελεί ένα από τα πρώτα από άποψη αρχαιότητας εθνικό προϊόν. Η χρονολογική περίοδος  πρωτο-εμφάνισής της δεν είναι επαρκώς  διευκρινισμένη αναφέρεται όμως ήδη από τον Ιπποκράτη ως ασταφίδα αλλά και σταφίδα στα έργα του «περί νούσων» και «περί γυναικείας φύσεως».
Ο Αριστοτέλης επίσης έχει καταγράψει ως ιστορική μαρτυρία στα «προβλήματα»
σχετικά με ην σταφίδα ότι πρόκειται για ατελή σταφύλια με μικρές ρόγες οι οποίες στερούνται πυρήνα (κουκούτσι).

Σύμφωνα με απόψεις του Στέφανου Ξένου και των νεότερων συγγραφέων Λαμπρινίδη και Ζωγράφου, το φυτό της σταφίδας  είναι αυτοφυές της Πελοποννήσου και  πιθανολογείται ότι η καταγωγή της προέρχεται από την Μικρά Ασία (στο Ικόνιο καλλιεργείτο από πολύ παλιά μια ποικιλία Κορινθιακής σταφίδας που ονομαζόταν Κισνίς )

 

Στην αρχαία Ελλάδα οι σταφίδες συνόδευαν το κρασί στα συμπόσια και χρησιμοποιούντο σε φαγητά και γλυκά. Στα βυζαντινά χρόνια συνεχίστηκε η χρήση τους στη μαγειρική, μεγάλες ποσότητες όμως καταναλώνονταν στη διάρκεια μεγάλων νηστειών της Χριστιανοσύνης. Την εντατικοποίηση όμως της σταφίδας την προκάλεσαν οι Ενετοί, αρχικά στην Πελοπόννησο και αργότερα στα Επτάνησα.


Στις αρχές του 14ο αιώνα, η ύπαρξη της Κορινθιακής σταφίδας επικυρώνεται από γραπτές μαρτυρίες, καθώς τότε αναφέρονται τα λιμάνια Κορίνθου και Κατάκωλου ως οι κύριοι εξαγωγικοί λιμένες του συγκεκριμένου προϊόντος.
Κατά τη διάρκεια του 14ου και του 15ου αιώνα όταν και παρατηρείται ραγδαία αύξηση στον τομέα του εμπορίου, η σταφίδα καθίσταται ως ένα από τα κυριότερα και πλέον αναγνωρισμένα εξαγόμενα Ελληνικά αγροτικά προϊόντα στην Ευρώπη.

Σταφίδα καλλιεργούσαν στην Πελοπόννησο ανέκαθεν, και η κορινθιακή σταφίδα, δηλαδή η μαύρη, έγινε τόσο ονομαστή ώστε ταυτίστηκε σχεδόν με τη σταφίδα και γλωσσικά.  Η λέξη currant, που σημαίνει στα αγγλικά την κορινθιακή μαύρη σταφίδα, έχει την αρχή της στην Κόρινθο. Από τα γαλλικά, raisins de Corinthe, ή μάλλον raisins de Corauntz όπως ήταν στα γαλλικά της εποχής, πέρασε τον 14ο αι. και στα αγγλικά, όπου σιγά-σιγά το raisins παραλείφθηκε· στα κείμενα της εποχής τη λέξη τη βρίσκει κανείς γραμμένη σε πάμπολλες παραλλαγές, corentes, corauntz, currents, currence, corans κτλ.

Η ονομασία της ποικιλίας Κορινθιακής σταφίδας που καλλιεργείται στην περιοχή μας και σε όλη την Κορινθία είναι GULF,  του Αιγίου VOSTIZZA, της δε υπόλοιπης Πελοποννήσου PROVINCIAL (Πάτρα, Ηλεία, Μεσσηνία).

Η Κορινθιακή σταφίδα ευδοκιμεί σε εδάφη ελαφρά τα οποία πρέπει να έχουν καλή αποστράγγιση πράγμα που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να είναι και ελαφρώς χαλικώδη. Είναι καλλιέργεια ευαίσθητη σε περονόσπορο, ωίδιο, ίσκα κτλ. Και γι’αυτό η καλλιέργειά της απαιτεί ιδιαίτερη σπουδή.

 

Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις  Κορινθιακής σταφίδας σήμερα είναι συνολικά περίπου 400.000 στρέμματα και η μέση ετήσια παραγωγή μαύρης σταφίδας ανέρχεται σε περίπου  35.000 τόνους από τους οποίους οι 25.000 εξάγονται στην Αγγλία.

Σύμφωνα με Αμερικανούς ειδικούς επιστήμονες  στην καλλιέργεια της Κορινθιακής σταφίδας, ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος Κορινθιακής σταφίδας συναντάται σήμερα,  στην περιφέρεια του χωριού Παναρίτι του νομού Κορινθίας.
                      

Μετά τον τρύγο η ξήρανση της σταφίδας γίνεται μέσω της επίδρασης του ήλιου, αφού το προϊόν «απλωθεί» επάνω σε σταφιδόχαρτο σε χωμάτινα αλώνια σκεπασμένα παλαιότερα με τα «πάνινα» πανιά και αργότερα μέχρι και σήμερα με τα νάϋλον. Αναλόγως της ηλιοφάνειας ο χρόνος ξήρανσης κυμαίνεται από 10- 25 ημέρες.

Αμέσως μετά την ξήρανση γίνεται από τους καλλιεργητές το καθάρισμα της  από τα ξερά κοτσάνια των σταφυλιών και στη συνέχεια το πέρασμα από την κοσκινίστρα προκειμένου να καθαριστεί όσο περισσότερο γίνεται.

Στη συνέχεια, καθαρισμένη πια μπαίνει σε τσουβάλια και αποθηκεύεται σε σκιερό και δροσερό μέρος μέχρι να διατεθεί από τους παραγωγούς στα εργοστάσια διάθεσής της.

Όπως είναι φυσικό, ένα τέτοιο ιστορικό προϊόν όπως η Κορινθιακή σταφίδα, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει ακόμα και τη γλώσσα μας, με την εισαγωγή σ’αυτήν κάποιων ιδιωματισμών. Υπάρχει π.χ. μια αρχαία παροιμία, «ανθρώπου γέροντος ασταφίς η κεφαλή»,  που μας θυμίζει το «σταφιδιασμένος» που λέμε εμείς σήμερα για κάποιον που έχει γεράσει και το δέρμα του έχει ζαρώσει κι είναι γεμάτο ρυτίδες. Επίσης όταν λέμε για κάποιον ότι «έγινε σταφίδα», εννοούμε  βέβαια ότι «έγινε λιάδα» ή « στουπί στο μεθύσι» δηλαδή  μέθυσε πολύ.

 

Επηρέασε επίσης τη λογοτεχνία  μέσω αναφορών σ’ αυτήν σε πολλά έργα. Ένας από τους «επηρεασμένους» ήταν και ο  Αντρέας Καρκαβίτσας, που καταγόταν  από μέρος που παρήγαγε Κορινθιακή σταφίδα ( Λεχαινά Ηλείας), ο οποίος περιέγραψε αριστοτεχνικά στο διήγημά του «Το σύγνεφο» την αγωνία των σταφιδοπαραγωγών που έχουν απλώσει τη σταφίδα να ξεραθεί, καθώς βλέπουν ένα απειλητικό σύννεφο να πλησιάζει… Σε όλους μας –νομίζω- έχουν μείνει ανεξίτηλες τέτοιες ή παρόμοιες σκηνές από την αγωνία όλης της οικογένειας μέχρι ο «Κορινθιακός Χρυσός» να παραδοθεί επιτέλους στον σταφιδέμπορο σώος …
Ποιος μπορεί άλλωστε να ξεχάσει τα αγωνιώδη τρεξίματα ακόμα και μεσ’ στη νύχτα προς τ’ αλώνια, μετά από μια ξαφνική καλοκαιρινή νεροποντή και την –κάποιες φορές- καταστροφή της σοδειάς αλλά και τις επακόλουθες «μαύρες» σκέψεις όλων για τη δύσκολη οικονομικά χρονιά που ερχόταν…

 

Επηρέασε βέβαια και το Δημοτικό τραγούδι του τόπου μας, τους χορούς και τα πανηγύρια μας που θέλησαν να καταγράψουν και να «αποθεώσουν» τη σταφίδα ως ένα άλλωστε συστατικό στοιχείο του τρόπου ζωής μας. Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να δείτε και να ακούσετε τον τρόπο που τραγούδησε η «δικιά μας» Φιλιώ Πυργάκη το πασίγνωστο σε όλη την Ελλάδα, «Μες΄στ’ αμπέλι στη σταφίδα».

      

 Παρ’ όλες όμως τις δυσοίωνες προβλέψεις εξαιτίας της οικονομικής κρίσης – τη σύμπτωση και πάλι - τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια συνεχώς ανοδική τάση στην τιμή παραγωγού για την κορινθιακή σταφίδα. Φέτος το ΔΣ της ΣΚΟΣ αποφάσισε να δώσει 1,45 λεπτά το κιλό για τη μακιναρισμένη σταφίδα. Πέρυσι επίσης η αντίστοιχη τιμή ήταν 1,25 ευρώ το κιλό. Αξίζει μάλιστα εδώ να αναφέρουμε ότι προ 6 ετών η τιμή ήταν  μόλις 45 λεπτά το κιλό.  Η κορινθιακή σταφίδα επομένως, για έκτη συνεχή χρονιά, καταγράφει αύξηση τιμής, γεγονός μοναδικό για αγροτικό προϊόν, ιδιαίτερα αυτές τις δύσκολες εποχές, δίνοντας ελπίδα στους παραγωγούς για αξιοπρεπή διαβίωση.

 

Επιστροφή