Τα νέα του χωριού μας
Ημ/νία | Τίτλος |
12/7/2025 | «Τσαμπάσηδες» – Οι «ατσίδες» ζωέμποροι της παλιάς εποχής Δεκαετίες 1960 – 1970 … Εκεί στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη όλες τις ώρες της ημέρας αλλά ιδιαίτερα μετά τη δύση του ηλίου που η ζέστη γινόταν πιο υποφερτή, έβλεπες κάποια αλλόκοτα μπουλούκια αποτελούμενα ανάκατα από ανθρώπους και ζώα να διασχίζουν μέσα στο «μπουχό που σήκωναν με μεγάλο ντόρο, το χωριό μας. Μπροστάρης το καλύτερο άλογο του μπουλουκιού, στολισμένο με πλουμιστά χαϊμαλιά και πολύχρωμη κουρελού για σέλα. Απάνου του καβάλα καμαρωτός ο αρχηγός του μπουλουκιού που με την κοφτερή του ματιά έλεγχε τα πάντα γύρω του. Δεν υπήρχε νομίζω τότε κάποιο παιδί που ακούγοντας τα κουδούνια και την οχλαγωγία, δεν θα πεταγόταν έξω στο δρόμο για να απολαύσει τη μαγική πομπή. Αλαφιασμένοι άνθρωποι – κάμποσοι νοματαίοι- και πολλά ζώα περνούσαν σαν σε παρέλαση μπροστά σου και παρατηρούσες έκθαμβος τα ζωντανά αλλά και τους περατάρηδες μαυρισμένους από τον ήλιο ανθρώπους, - άλλους εποχούμενους κι άλλους πεζούς- ταλαιπωρημένους να αγωνίζονται να βάλουν τα ζώα στον ίσιο δρόμο.
Ο προορισμός των Τσαμπάσηδων, το πανηγύρι στα Κιόνια ή της Στυμφαλίας, που ήταν από τα σπουδαιότερα της χρονιάς. Μεγάλη εμποροπανήγυρις αλλά και ζωοπανήγυρις στα Κιόνια, ήταν εγγυημένο εισόδημα για τους γυρολόγους «Τσαμπάσηδες». Καθώς το μπουλούκι διέσχιζε κατά μήκος το χωριό μας, έβλεπες τότες ξάφνου από κάποια σπίτια να ξεπροβάλουν οι νοικοκυραίοι με κάποια ζωντανά που ήθελαν να «σπρώξουν» στους γυρολόγους Τσαμπάσηδες. Ήταν η ευκαιρία τους για κάμποσα μετρητά … Σπανιότερα γύρευαν να αγοράσουν. Γιατί γνώριζαν ότι «μεθαύριο» στο ζωοπανήγυρο θα είχαν από μεγαλύτερη γκάμα να διαλέξουν. Αλλά κι οι Τσαμπάσηδες, παιδιά της πιάτσας, προετοιμασμένοι, σε κάθε χωριό που περνούσαν είχαν και μια γνωριμία (συνήθως κουμπάρο, φίλο συμπέθερο, συγγενή) και έτσι γνώριζαν τα πάντα για τον κάθε ιδιοκτήτη ζώου, αν ήταν εύπορος ή φτωχός, αν είχε άμεση ανάγκη χρημάτων και για το ζώο αν είχε κουσούρια και την ηλικία του. Τοιουτοτρόπως γνώριζαν τα πάντα και ανάλογα διαπραγματεύονταν. Όταν αντιλαμβάνονταν ότι κάποιος από τους πωλητές είχε άμεση ανάγκη για χρήματα, του έπαιρναν το ζώο «μπίρ-παρά», δηλαδή σε πολύ χαμηλή τιμή, έναντι της πραγματικής του αξίας. Για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για μεταπώληση ζώα, οι τσαμπάσηδες, συνήθως προσέγγιζαν ανθρώπους, που δεν ήταν γνώστες των τιμών, επίσης και ανθρώπους της υπαίθρου που είχαν μειωμένη αντίληψη. Τις περισσότερες φορές, παζάρευαν και αγόραζαν υποζύγια και τα μεταπωλούσαν με απανωτίμι την ίδια ώρα ή ημέρα, ή κάποια από τις ημέρες που διαρκούσε η ζωοπανήγυρη, ή πραγματοποιούσαν τις γνωστές σε όλους μας τράμπες. Σύμφωνα με τον Λαογράφο – Συγγραφέα κ. Ηλία Τουτούνη που έχει εντρυφήσει ιδιαίτερα στο θέμα, «Τσαμπάσηδες» ή «Μεταπράτες» ήταν οι άνθρωποι που ως κύριο επάγγελμα, είχαν την αγοροπωλησία ζώντων ζώων κυρίως υποζυγίων. Αυτοί, αγόραζαν και πουλούσαν ζώα, ή πραγματοποιούσαν τις λεγόμενες τράμπες, δηλαδή ανταλλαγές ζώων, πάντοτε με επιδίωξη το κέρδος. Όλο τον χρόνο σχεδόν, γυρολόγοι περιφέρονταν στα χωριά, αγόραζαν ή πούλαγαν, αλλά εκεί που ήταν ο παράδεισός τους και το επίκεντρο των αγοροπωλησιών τους, ήταν τα ζωοπανηγύρια. Καιρό προετοιμάζονταν για τα μεγάλα ζωοπανήγυρα όπως της Στυμφαλίας κι αφού είχαν ολοκληρώσει τις αγορές ζώων στην πορεία τους, όταν έφταναν στον προορισμό τους στα Κιόνια ξεκίναγε το αλισβερίσι. Τότε ήταν χάρμα ιδέσθαι και απόλαυση να παρατηρείς τα διαδραματιζόμενα… Οι τσαμπάσηδες λαλίστατοι, καταφερτζήδες και ατσίδες στα παζάρια, έκοβαν βόλτες πάνω κάτω μ’ αρχοντικό ύφος και με διακριτικό κυρίως ένα γαρύφαλλο στο αριστερό τους αυτί, ντυμένοι με τα γκρι ντρίλινα ριγωτά παντελόνια με τις μακριές ριχτές τσέπες, γιομάτες χιλιάρικα, με τα γυαλιστερά τους μαύρα και γκρι γιλέκα, την κομψή τραγιάσκα τους και τα καμτσίκια και τους βούρδουλες, περασμένα στις ζώνες τους, ή παραμάσχαλα, ερευνούσαν την αγορά, έβλεπαν, παζάρευαν, προσέφεραν υπηρεσίες, έκλειναν τις συμφωνίες τους, όπου αγόραζαν, πωλούσαν, έκαναν τράμπες, ή καπάρωναν τα ζώα που ήταν κατάλληλα και της αρεσκείας των. Όταν κάποιος είχε κάποιο υποζύγιο που ήθελε να το πουλήσει, τότε έπρεπε να βάλει πάνω στο κεφάλι του ένα χλωρό κλαδί, ως ένδειξη της διάθεσής του για πώληση του ζώου. Οι διάλογοι την ώρα του νταραβεριού ή παζαριού μεταξύ των τσαμπάσηδων, και των αγοραστών ή πωλητών, θύμιζαν προξενητάδες εν ώρα προξενιού, που ανάλογα με ή την πώληση ή την αγορά διόγκωναν ή συρρίκνωναν ή απέκρυπταν τα ελαττώματα και ταυτόχρονα επισύναπταν και αρκετά ψέματα, τόσα ώστε να γίνει πιστευτός και να κλείσει το προξενιό, (εδώ η αγοροπωλησία). Όταν γινόταν η αγοροπωλησία και ο πωλητής λάμβανε τα χρήματα στο χέρι, δεν μπορούσε να υπάρχει αναίρεση των συμφωνηθέντων, ακόμη και όταν ο αγοραστής εκ των υστέρων, ανακάλυπτε κάποιο ελάττωμα του ζώου. Αυτού του είδους οι συναλλαγές, υπάγονταν στους άγραφους νόμους του υπαίθριου εμπορίου, όπου έλειπαν οι συναισθηματικές προϋποθέσεις, συνεπικουρούμενου πάντοτε με τη λαϊκή ρήση:
Πέρα από τα παινέματα, τις χάρες, τα ελαττώματα και τα προτερήματα κάθε ζώου, συζητιόταν η προέλευση, ο προορισμός και γίνονταν αναφορές για τις διασταυρώσεις, τα γενεαλογικά τους δένδρα, τις αποδόσεις, τις ασθένειες κ.λπ. Παροιμιώδεις ήταν οι φράσεις, που ακούγονταν κατά την διεξαγωγή των αγοροπωλησιών : - Μου πήρες το καλύτερο ζωντανό. - Σ’ έστειλε ο Θεός να μου πάρεις το καλύτερο ζωντανό! - Τέτοιο ζωντανό δεν θα σου ξανά πέσει στα χέρια! -Άμα πάλε δε σ’ αρέσει εγώ εδώ είμαι. -Καλορίζικο, πάρτο να με θυμάσαι, να συχωρνάς τ’ αποθαμένα μου. -Τράμπα και χαΐρι! (προκοπή) -Τράμπα κι απανωτίμι! -Τυχερός που το βρήκες πρώτος! - Χαίρουμαι που το ζωντανό μου πέφτει σε καλά και άξια χέρια! -Ευχαριστήθηκα που πουλήθηκε στον τόπο μου και θα το βλέπω! Για να πείσουν τους αγοραστές ή πωλητές οι Τσαμπάσηδες είχαν επιστρατεύσει και τους αβανταδόρους, ανθρώπους δικούς τους διασκορπισμένους στη ζωοπανήγυρη. Όταν γινόταν κάποιο νταραβέρι, οι αβανταδόροι πλησίαζαν και έδιναν περισσότερα χρήματα στην πώληση και λιγότερα στην αγορά ώστε να παραπλανήσουν τον υποψήφιο αγοραστή ή τον κάτοχο του ζώου να πεισθεί για τις τιμές που πρότεινε ο τσαμπάσης. Πολλές φορές, οι τσαμπάσηδες αγόραζαν αδύνατα και καχεκτικά υποζύγια και τα έκλειναν στον στάβλο τους. Εκεί τα περιποιούνταν με μεγάλη επιμέλεια, τα τάιζαν εντατικά μέρα- νύχτα βρώμη, κριθάρι με αρκετό αλάτι και σανό, για να πίνουν πολύ νερό, μέχρι να παχύνουν και να «γυαλίσει η τρίχα τους». Ταυτόχρονα άρχιζε και ο ευπρεπισμός του εκάστοτε ζώου. Έπαιρναν την ξύστρα και το χτένιζαν για να έχει στρωτό τρίχωμα, του κούρευαν την χαίτη και τέλος του ψαλίδιζαν ομοιόμορφα την ουρά και την έφτιαχναν τριπλοπλεξούδα. Συνήθως το στόλιζαν με χαϊμαλιά και διάφορα άλλα πλουμίδια, όπως καινούργια πλουμιστή καπιστράνα, χανάκα με χάντρες για να παραπλανήσουν τον αγοραστή και έτσι σε λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στο επόμενο ζωοπανήγυρο, το ζώο ήταν έτοιμο για πούλημα. Η τιμή, ήταν πλέον κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που το είχαν αγοράσει, αφού είχαν συνυπολογίσει τα έξοδα, την εργασία τους και το αναμενόμενο εμπορικό κέρδος της μεταπώλησης του ζώου. Μετά την βιομηχανοποίηση και την αλματώδη εξέλιξη της επιστήμης και την επικράτηση του σημερινού τρόπου ζωής, αρκετά επαγγέλματα – όπως των τσαμπάσηδων - χάθηκαν και αφέθηκαν στην λήθη του παρελθόντος. Η παρακμή των ζωοπανηγύρεων, η αντικατάσταση των υποζυγίων από τα αυτοκίνητα, η μαζική παραγωγή κρέατος και διαφόρων υποπροϊόντων του, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που συντέλεσαν ώστε να εκλείψουν τα ζωοπανήγυρα. Έτσι η πανάρχαια τέχνη των τσαμπάσηδων άρχισε σιγά- σιγά να σβήνει και στα τελευταία της, την κληρονόμησαν οι τσιγγάνοι, οι οποίοι αποπειράθηκαν να την διατηρήσουν προς όφελός τους. Αγόραζαν κυρίως καχεκτικά τραυματισμένα και υπερήλικα υποζύγια, τα μετέφεραν στα λιμάνια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα προωθούσαν, έναντι χαμηλής αμοιβής, για τροφή σαρκοβόρων ζώων των τσίρκων και των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση οι Τσαμπάσηδες έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία της Ελληνικής επαρχίας μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1970 τον περασμένο αιώνα. Τώρα στο πέρασμα των χρόνων που οι εικόνες εκείνων των ανθρώπων επανέρχονται στη σκέψη μας, τα κουδούνια από τον «Ντορή» λειτουργούν σε όσους ζήσαμε και αναπολούμε εκείνη την εποχή, σαν μια αφύπνιση για να θυμηθούμε την τότε άμεση ανθρώπινη επικοινωνία, ενεργητικότητα και αλληλεπίδραση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και η σύγκριση με το σημερινό απρόσωπο αλισβερίσι του πληκτρολογίου είναι αναπόφευκτη... και εν τέλει μοιραία …
- Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από σχετικό άρθρο του λαογράφου-συγγραφέα κ. Ηλία Τουτούνη που είχε αναρτηθεί παλαιότερα στην ιστοσελίδα www.antroni.gr του αείμνηστου φίλου Κώστα Παπαντωνόπουλου, καθώς επίσης και από το https://gortuniakoslogos.blogspot.com/ |