Τα νέα του χωριού μας
Ημ/νία | Τίτλος |
28/9/2024 | Εκδρομή (στη Στυμφαλία), επί...φρέζας οχούμενοι! - Από τον γιατρό κ. Χαρ. Τούντα Από τις διηγήσεις του γιατρού κ. Χαράλαμπου Τούντα, ο οποίος διετέλεσε αγροτικός γιατρός στο χωριό μας το χρονικό διάστημα 1965 – 1967. Γεγονότα και ιστορίες που δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο τον τρόπο ζωής στο χωριό μας εξήντα σχεδόν χρόνια πριν. Ευχαριστούμε και πάλι τον κ. Χαρ. Τούντα για τη διάθεση των κειμένων στην ιστοσελίδα του χωριού μας.
Εκδρομή(στη Στυμφαλία), επί...φρέζας οχούμενοι!
«… Η πρόταση του Ματούλα, ως κεραυνός εν αιθρία : - Τι λές δάσκαλε, την Κυριακή, μετά την εκκλησία, δεν πάμε εκδρομή στην λίμνη; - Και πώς θα πάμε βρε μπανταβέ, με τα πόδια; η αντίδραση της Κατίνας, της δασκάλας. - Και τη φρέζα γιατί την έχω. Σας βάζω στην καρότσα και φτάσαμε στο πιτς φυτίλι... Εδώ πήγα την άλλη νύχτα στη Νεμέα να ξεγεννήσει, σε σας θα κωλώσω; - Δεν είναι άσχημη ιδέα, τί λέτε οι φιλοξενούμενοι; απευθύνθηκε στον πατέρα. - Η παρέα αποφασίζει, η απάντησή του. Ακολούθησε σύντομη συζήτηση και με συνοπτικές διαδικασίες ερρίφθη ο κύβος. Εκδρομή στη Στυμφαλία... - Θα συνεννοηθώ και με τον μπάρμπα Παναή, που ξέρει τα κατατόπια, να έρθει στην παρέα μας, συμπλήρωσε την πρότασή του ο Βασίλης. Τσουγκρίσαμε το τελευταίο ποτηράκι, ήταν κοντά έντεκα η ώρα, κι αποχωρήσαμε. Ο Μορφέας μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες...
Την Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, κατά τις δέκα η σύναξη των επτά εκδρομέων, στην πλατεία, όπου μας καρτερούσαν, ο Ματούλας και ο μπάρμπα Παναής, οι... ξεναγοί μας. Η αγορά πλήθουσα, παρόντες οι άρρενες που εκκλησιάστηκαν. Ήρθαν, μασουλώντας ακόμη το αντίδωρο, για καφέ. Οι εκδρομείς πρόσκαιρο αξιοθέατο εξαιτίας του...αλλόκοτου μεταφορικού μέσου. Πλατφόρμα συρόμενη από τη φρέζα! Μετεξέλιξη του αραμπά ή του κάρου που τα έσερναν παλιά βόδια τον πρώτο, γαϊδούρια, μουλάρια και σπανιότερα άλογα το δεύτερο. Τα τελευταία, ένα ή και περισσότερα, έσερναν τις άμαξες των ευγενών. Το δικό μας όχημα το κινούσαν, αόρατοι, δεκαπέντε ίπποι εγκλωβισμένοι σε μηχανή εσωτερικής καύσης. Η επιβίβαση χαλαρά, σε ιλαρή ατμόσφαιρα, που την συντηρούσαν με τα...καλοπροαίρετα σκωπτικά τους σχόλια οι παρακολουθούντες. Έβαλε μπροστά τη φρέζα ο Βασίλης, μάρσαρε, αφήσαμε πίσω την πλατεία.
Βγήκαμε στη δημοσιά. Δρόμος χρόνια χωρίς ή με ελλιπέστατη συντήρηση. Όταν μπήκαμε στο δασικό κομμάτι της διαδρομής, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Λακκούβες, νεροφαγώματα, ανηφοριές και κατηφόρες, κλειστές στροφές. Από τη μία η ανασφάλεια του μεταφορικού μέσου και από την άλλη συχνά ευρισκόμενοι στον αέρα από τα τραντάγματα, κι άντε να βρεις από κάπου να πιαστείς, τα συναισθήματα...ακορντεόν! Ανησυχία - φόβος, λαχτάρα - αγωνία. Μέχρι να εξοικειωθούμε με το vivere pericoloza-mente, η ψυχή μας πηγαινοερχόταν στην Κούλουρη. Επιζήσαμε τελικά του τολμήματος, Άλλωστε audakes fortuna youvat και κατά τις έντεκα και κάτι σκονισμένο μα ανακουφισμένοι, φτάσαμε στον προορισμό. Κατάφυτη η πλαγιά. Φυσικό μπαλκόνι με θέα τη λίμνη και φόντο τη Ζήρεια. Το πρωϊνό πούσι που συνήθως σκεπάζει τη λίμνη σαν αραχνοΰφαντο τούλι, δεν υπήρχε. Το πήρε και το σήκωσε ο ήλιος. Η ορατότητα απεριόριστη. Στα πόδια μας η λίμνη. Στα νερά της καθρεφτιζόταν ο όγκος του βουνού. Την επιφάνεια της ρυτίδωνε η αύρα που κατηφόριζε από τις πλαγιές του. Ο ήλιος είχε δρόμο ακόμη να μεσουρανήσει. Οι ακτίνες του έπεφταν λοξά στο νερό, σκόνταφταν στις κορυφές των μικροκυμάτων και δημιουργούσαν ποικιλόμορφους ιριδισμούς, χάρμα των οφθαλμών. Ο Ματούλας σταμάτησε τη φρέζα σε ισιάδα που την κάλυπτε η σκιά πυκνής συστάδας πεύκων. Ξεπεζέψαμε από τις ράχες των...αόρατων ίππων. Πρώτος, με ζηλευτή σβελτάδα, ο ενενηντάχρονος μπάρμπα Παναής. Αποτραβήχτηκε παράμερα με την κλαδευτήρα στα χέρια, μια θηλιά σκοινί περασμένη στον αριστερό του ώμο. Ο λόγος του ακούστηκε απολογητικός... - Η αφεντιά σας να συμπαθάει, του λόγου μου έχω μια δουλίτσα εδώ παραπανούλια. Θα πεταχτώ μια στιγμή να φέρω καμπόσες κλάρες έλατο και δυο-τρία χερόβολα φτέρη. Χρεια-ζούμενες...να τις στρώσουμε κάτω από τα χράμια για μαλακωσιά... - Δεν είναι ανάγκη μπάρμπα Παναή, μην κοπιάζεις, έχουμε φέρει τόσα στρωσίδια, προσπάθησε, του κάκου, να τον μεταπείσει ο δάσκαλος. - Δεν είναι κόπος Γιάννη μου, αποκρίθηκε...θα τις έχω κομμένες μέχρι να συγυριστείτε. Ώσπου να πεις κίμινο θα είμαι πίσω, Στράφηκε βόρεια και με γρήγορο βηματισμό ανηφόριζε μέχρι που η σιλουέτα του χάθηκε πίσω από τα σύδεντρα. Λίγα μέτρα πιο πέρα από το σύδεντρο ανάβλυζε πηγή, Συμμάζεψαν το νερό, έχτισαν με πέτρα τοίχο, τη διαμόρφωσαν σε βρύση χωρίς την παραδοσιακή καμάρα. Στο λιθόκτιστο σφηνωμένος ανοξείδωτος σωλήνας, με δυνατή ακτίνα πηγαίου γέμιζε τη λαξευμένη σε πωρόλιθο τεράστια γούρνα. Τα νερά της σχημάτιζαν ρυάκι και λίγο πιο κάτω σχημάτιζαν, σε φυσικό βαθούλωμα, ρηχή λιμνούλα. Κι απ’ αυτήν κελαρύζοντας, κατηφόριζαν με προορισμό τη Στυμφαλία. Περπατώντας για να φτάσουμε στη βρύση, μας περίμενε έκπληξη. Πλησιάζοντάς την διαπιστώσαμε ότι είχε ζωή! Στα νερά της, τόσο μακριά από τη μεγάλη, ευημερούσε παροικία βατράχων. Η παρουσία μας τα τρόμαξε, σάλταραν, έπεσαν στο νερό και κρύφτηκαν στη λάσπη. Τα δυο παιδιά του δάσκαλου, βρήκαν απασχόληση κι άφησαν την Κατίνα και την Γεωργία στην ησυχία τους
Στο μεταξύ ο Γιάννης Αλεξόπουλος, ο δάσκαλος, μας κατατόπιζε για την τοπογραφία της περιοχής. «Λίγο ψηλότερα αναβλύζει νερομάνα. Τα νερά της σχηματίζουν μικρό καταρράκτη (φωτο παρακάτω), κι από την κοίτη της διπλανής ρεματιάς καταλήγουν στη λίμνη. Μια φλέβα νερού έσκασε εδώ κάτω. Το συμμάζεψαν κι έχτισαν τη βρύση οι τσοπάνηδες και οι ξωμάχοι, που δουλεύουν στα μικροκτήματά τους ένα γύρω, για να ξεδιψάνε εκείνοι και τα ζωντανά τους». Ο Ματούλας ανέλαβε ν’ ανάψει τη φωτιά και να ετοιμάσει την απαραίτητη για το ψήσιμο θράκα, Είχε πάρει μαζί του κάρβουνα. Έσκαψε λάκκο, τον γέμισε ξερόκλαδα κι έβαλε φόκο. Σαν έπεσε η πρώτη θράκα την ενίσχυσε με τα κάρβουνα. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το ελαφρό αεράκι. Σε λίγο, τα διάπυρα κάρβουνα δέχτηκαν τις δύο σκάρες με τα κοψίδια και η τσίκνα πλημμύρισε την ατμόσφαιρα και όχι μόνο. Αποκοντά και αποκοντά απρόσκλητοι επισκέπτες. Δυο τσοπανόσκυλα έκαναν την εμφάνισή τους και διακριτικά περιφέρονταν σε απόσταση ασφαλείας. Από το νοτιά ανέβαιναν αργά, βόσκοντας καμιά διακοσαριά πρόβατα. Σαν έφτασαν σε κοντινή απόσταση, ο τσοπάνης με τον παραγιό τα γύρισαν δυτικά κα τ΄ άφησαν να κατηφορίσουν προς τις καλαμιές. Συνέχισαν να περπατούν προς το μέρος μας και δεν άργησαν να φτάσουν κοντά μας. Ο βοσκός, ψηλός, κορμί γεροδεμένο, κοντά στα εξήντα. Τραχιά η όψη, ηλιοκαμένη, με γένια τριών ημερών, αρειμάνιο μουστάκι. Φρύδια σμιχτά, σκέπαζαν τα μάτια του δυο βαθυπράσινα σμαράγδια. Η ματιά σάρωνε όπως του γερακιού που ψάχνει το θήραμα. Η κόμη του πλούσια καστανή χαίτη διάστικτη από ασημένιες πινελιές. Τον ακολουθούσε ψηλόλιγνος νεαρός κοντά ή λίγο παραπάνω από τα είκοσι. Ήταν μαθητής του δάσκαλου, και μόλις τέλειωσε το δημοτικό, ρογιάστηκε στο τσελιγκάτο. Σπάνια κατέβαινε στο χωριό, Σε κανα πανηγύρι και τότε για μερικές ώρες. - Καλώς ήρθατε στο βοσκοτόπι μας. Από τα ψες το ξέραμε, μας το είπε ο μπάρμπα Παναής. Έφερα και καμπόσο τυρί σπιτικό να σας φιλέψουμε για καλωσόρισμα κι ένα καρβέλι ψωμί. Ζεστό ακόμα, πολυώρα το ‘βγαλε από το φούρνο η κυρά μου. Τα έβγαλε, τυλιγμένα σε ασπροκόκκινη πετσέτα, από το ταγάρι που ξεκρέμασε από τον ώμο του και τ’ απόθεσε πάνω στο στρωμένο χράμι, τα πρώτα του λόγια. - Καλώς ήρθατε, καθίστε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, η αντιφώνηση από το δάσκαλο. - Στα χωριά της Φλώρινας, υπηρέτησα σ’ ένα από αυτά προπολεμικά, ως νέος δάσκαλος, το βοσκοτόπι λένε μιτάτο, επειδή έχει μικρό τυροκομείο. - Έτσι είναι, απάντησε ο τσοπάνης. Και στα ορεινά της Θεσσαλία πιο πολύ και λιγότερο στην Κρήτη το ονοματίζουν μιτάτο. Κι εγώ καμιά φορά το λέω. Έχω μικρό τυροκομιό με παλαιϊκά εργαλεία, κληρονομιά πάππου προς πάππου. Σοδιάζω καμιά τριανταριά βαρέλια τυρί, καμιά διακοσαριά μυτζήθρες και καμπόσα κιλά βούτυρο γάλακτος τη χρονιά από δαύτο. Κάτι τις ‘κονομάω, ψιλοπράματα όμως, κι από τ’ αρνόκουρα. Έτσι αργόσυρτα κυλούσε η κουβέντα. Ο λόγος, σαν τη σαΐτα του αργαλειού, πηγαινοερχόταν από τον ένα στον άλλο και ύφαινε ευχάριστη συζήτηση. Ο τσοπάνης, μολονότι είχε με το ζόρι φτάσει μέχρι την Πέμπτη του δημοτικού, ήταν καλός συζητητής. Ο λόγος του λαγαρός, χωρίς χασμωδίες και κομπιάσματα. Με αρκετές λέξεις από τη ντοπιολαλιά, έκφραζε με σαφήνεια τη σκέψη, καθώς εξιστορούσε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. - Το βιός μου καμιά διακοσαριά ζωντανά, τα πιο πολλά γαλάρια και πεντ’ έξι γκεσέμια. Μου δίνουν κάπου εκατόν πενήντα αρνιά τη χρονιά. Κρατάω τριάντα αρνάδες για τα μη γερνάει το κοπάδι. Δίνω τ’ άλλα το Πάσχα κι όλο το χρόνο διώχνω στο χασάπη τα γερασμένα. Ίσα υφάδι, ίσα στιμόνι. Έτσι πορεύομαι όλα τα χρόνια. Δεν μένει δεκάρα τσακιστή στην άκρη, Από τη μία οι κακοπληρωτές έμποροι, που προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι. Από την άλλη τα έξοδα για τις ζωοτροφές του χειμώνα, εδώ ‘σιαπάνω στα κορφοβούνια είναι βαρύς κι ατέλειωτος. Κι άσε που έχω να παλεύω με τις δόσεις για τα δάνεια που παίρνω από την Αγροτική για να τα βγάζω πέρα. Μια ζωή χρεωμένος. Κι άμα δεν τη δώκω την ώρα που πρέπει, μου φορτώνουν πανωτόκια για την καθυστέρηση. Η Αγροτική, δεν είναι παίξε γέλασε. Δανειστής είναι χειρότερος κι από τον πιο τσιγκούνη τοκογλύφο. - Δε λογάριασες τις ζωοκλοπές, τον τσίγκλησε ο Γιάννης. - Λίγα πράματα. Έπαψε να είναι επάγγελμα, όπως παλιά. Σταμάτησε το κακό κυρ Γιάννη, από τον καιρό που τ’ αντάρτικο στην κατοχή έπαιρνε το κεφάλι του κατσικοκλέφτη. - Δεν κόπηκε μαχαίρι, έγινε πλιάτσικο από τους συναγωνιστές, αντέδρασε ο δάσκαλος Η παρέμβαση του γέρο Παναή, άμεση, πυροσβεστική θα την έλεγα. Πρόλαβε να σταματήσει την κουβέντα, προτού γίνει πολιτική αντιπαράθεση. - Για ακούστε, εδώ ήρθαμε να πιούμε ένα κρασί και να περάσουμε καλά. Άμα αρχίσετε να σκαλίζετε τα παλιά και να έχει ο καθένας το χαβά του, θα χαλάσετε το κέφι, όχι το δικό σας, μα και της παρέας. Τα χνώτα σας, και τους δύο σας γνωρίζω από μικρά παιδιά, δεν ταιριάζουνε. Αφήστε τα πολιτικά στην άκρη και πιάστε κανα τραγούδι. Και η αφεντιά σου Κωσταντή, έχεις αφημένα τα πράματα αφύλαχτα. Πιές το κρασάκι σου και στερνά τράβα στη δουλειά σου. - Έχεις το δίκιο με το μέρος σου μπάρμπα Παναή, ήπια και λιγουλάκι παραπάνω, ξεχάστηκα με την κουβέντα, απολογήθηκε ο Κωσταντής κι έκανε κίνηση να σηκωθεί. - Κάτσε αφεντικό, δεν έχουμε κανα ζόρι, ο παραγιός. Τα πράματα σταλίζουν. Τα γκεσέμια τα μάζωξαν. Δεν τα βλέπεις ‘σια κάτω; Άμα χρειαστεί θα πεταχτώ εγώ, μη γνοιάζεσαι. Ο Αλεξόπουλος συμμορφώθηκε κι άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Στράφηκε προς τον παραγιό και τον ρώτησε τι κάνει. Εκείνος απάντησε πρόσχαρα. «Κύριε, τον άλλο μήνα θα παρουσιαστώ στο Τεχνικό για τη θητεία μου. Θα πάω στη Σπάρτη, στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών. Αφήνω γεια στις όμορφες ραχούλες και στα πράσινα λιβάδια. Θα περάσω δυο χρονάκια ‘’ζάχαρη’’,». Και συνέχισε «δε λένε ότι στο στρατό, ‘’βρέχει-χιονίζει η καραβάνα γεμίζει’’ Θα μάθω τέχνη στο τεχνικό, δεν ξαναγυρνάω να δουλέψω στο τσελιγκάτο», απόσωσε το λόγο γελώντας. «Με το νου πλουταίνει η κόρη», ειρωνεία από το αφεντικό. - Παιδί μου πριχού να μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό. Η καραβάνα θα γεμίζει, μα η τσέπη; ξάφνιασε ο λόγος του σιωπηλού μέχρι τότε μπάρμπα Παναή. - Και τί έχει να κάνει η τσέπη με την καραβάνα μπάρμπα Πανάγο; χαζογέλασε ο μικρός. - Έχει και παραέχει. Τώρα έχεις πέντε δεκάρες, από το ρόγιασμα. Στο στρατό θα σου λείψουν. Η τσέπη σου θα χάσκει αδειανή σαν την σκούφια του διακονιάρη, που καρτερεί στη γωνία, να τη γεμίσει με δεκάρες από τους περαστικούς. - Θα παίρνω πενήντα δύο δραχμές το μήνα, θα έχω και το κομπόδεμα. Πως θα είναι αδειανή , θα την περνάω μπέϊκα, καυχήθηκε. - Το κομπόδεμα παιδάκι μου γλήγορα θα γίνει καπνός και τότε τι θα πρωτοκάνεις με τις πενήντα δύο δραχμές; Θα θυμηθείς τα λόγια μου σαν έρθει η ώρα. - Άαα...ρε μαύρε, ο...πολύπειρος Ματούλας. Καλά στα λέει ο μπάρμπα Παναής. Οι πενήντα δύο δραχμές δεν θα φθάνουν για τσιγάρα και ξυραφάκια για ξύρισμα. Άσε που όταν θα πηγαίνεις στο Κ.Ψ.Μ. (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδας), θα βλέπεις τα κοκ και τους μπακλαβάδες και θα τρέχουν τα σάλια σου, γιατί δε θάχεις το δίφραγκο να τα δοικιμάσεις. - Ν’ ακούς τον Βασίλη, είναι...μπαρουτοκαπνισμένος, κεντιά του δάσκαλου. - Μπα… πότε έγινε μπαρουτοκαπνισμένος, κάγχασε ο μικρός. - Στου Μπαρούτη το καφενείο, σοβαρά ο δάσκαλος. Γελάσαμε όλοι, διαλύθηκε να το συννεφάκι που φάνηκε να σκάει μύτη, με τον υπαινιγμό για τη ζωοκλοπή. Η κουβέντα συνεχίστηκε χαλαρά για κάμποσο διάστημα ακόμη. Ξάφνου, σα να τον κέντρισε σκορπιός, πετάχτηκε όρθιος ο Κωσταντής. - Η νύφη φτερνίστηκε, σχόλασε ο γάμος! γέλασε Άϊντε να παγαίνουμε κι εμείς. Καιρός να γνοιαστούμε και για τα ζωντανά μας. Καλά περάσαμε, καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε κι ευχαριστούμε για όλα τούτα που μας φιλέψατε. Να ξαναρθείτε, αλλά την άλλη φορά στο κονάκι μας καλεσμένοι. Έχουμε ανάγκη κι απ’ άλλα χέρια, γέλασε καλόκαρδα. Έσκυψε, μάζεψε και πήρε στα χέρια την γκλίτσα του και με μεγάλες δρασκελιές κατηφόρισε για το κοπάδι, που ήταν ακόμη μαζεμένο και στάλιζε στο σύδεντρο.. Τον ακολούθησαν τα χορτάτα σκυλιά κι παραγιός με το κεφάλι «κουδούνι» μετά απ’ όσα άκουσε. Σαν απομείναμε μόνοι, ο Γιάννης θυμήθηκε ότι είχε μαζί του και το αεριοβόλο. Πρότεινε Εξάσκηση στην σκοποβολή. Πρώτη στη δοκιμασία, ύστερα από συνοπτική ενημέρωση στο χειρισμό του όπλου, η Γεωργία. Ο στόχος κουτάκι coca cola στα πενήντα μέτρα. Διάνα στην δεύτερη προσπάθεια κι ακόμη μία στις κατοπινές δύο. Πήραμε όλοι κατά σειρά το όπλο στα χέρια και αποπειραθήκαμε να επιδείξουμε τη σκοπευτική μας δεινότητα. Φτωχό το αποτέλεσμα. Οι αστοχίες περισσότερες. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, η διασκέδαση καλά κρατούσε. Χωρίς να το καταλάβουμε πέρασε η ώρα. Ήταν πια πέντε παρά κάτι. - Να είχαμε κι ένα καφέ, τι καλά που ήτανε, η επιθυμία της δασκάλας - Αφού τον λιμπίστηκες, σ’ ένα τεταρτάκι θα τον έχουμε τον καφέ, αισιόδοξος ο Ματούλας. - Και που θα τον βρούμε βρε μπανταβέ εδώ στην ερημιά; η Κατίνα να αντικρύσαμε - Εύκολα, απέναντι στο Κεντράκι του Νότη, ο Βασίλης - Καλή ιδέα, επικρότησε ο δάσκαλος... Έεεε...τότε ας τα μαζεύουμε,... - Εμένα δάσκαλε να με συμπαθάτε δε θα ‘ρθω κοντά, θα τελέψω μια δουλίτσα που άφηκα στη μέση κι απέ θα πάω πίσω στο χωριό, είπε ο μπάρμπα Παναής. - Και ποια είναι η δουλίτσα που άφησες στη μέση, τον προκάλεσε ο Γιάννης - Έχω να συγυρίσω, ν΄ αφήκω τον τόπο όπως τον βρήκαμε. Άκαρπη η προσπάθεια να τον μεταπείσει. Πιονέρος ο μπάρμπα Παναής. Πριν καν κάνει τα πρώτα βήματα το σύγχρονο κίνημα της οικολογίας, εκείνος φανέρωνε, ενσυνείδητα, την έγνοια του για το περιβάλλον. Δεν έχασε χρόνο. Ανασκουμπώθηκε και ξεκίνησε την...εκκαθαριστική επιχείρηση με σβελτάδα που θα ζήλευε κάποιος νεότερός του. Τακτοποίησε τον περιβάλλοντα τη βρύση χώρο, μετέφερε και ντάνιασε σε όχθο τις φτέρες και τις ‘λατόκλαρες. Έστρωσε το χώμα πάνω από τις στάχτες, για να καλύψε τα ίχνη της φωτιάς. Ύστερα γύρισε κατά τη μεριά μας, «σας αφήνω γειά» χαιρέτησε κι ανηφόρησε στο δασικό μονοπάτι «για να κόψω δρόμο», όπως είπε. Εμείς κατηφορίσαμε. Στην ισάδα το μας περίμενε ο Βασίλης. Στη «Φωλιά της Αγάπης»... Για να φτάσουμε απέναντι έπρεπε να κάνουμε ένα μεγάλο γύρω περίπου οκτώ χιλιο-μέτρων. Τα δύο τρίτα της διαδρομής σε αγροτικό δρόμο δυσκολοδιάβατο. Μας πήρε κάτι παρα-πάνω από μισή ώρα, ώσπου να βγούμε στη δημοσιά. Βατός πια ο δρόμος απολαμβάναμε στ’ αριστερά μας το πανόραμα της Στυμφαλίας, από διαφορετική οπτική γωνία. Χρειάστηκε ακόμη ένα δεκάλεπτο μέχρι τα Κιόνια, όπου έγχρωμη πινακίδα, με κεφαλαία γράμματα, πάνω στο δρόμο ενημέρωνε: «Φωλιά της Αγάπης». Χειρόγραφη προσθήκη: Μαύρο βέλος έδειχνε την κατεύθυνση και ο αριθμός 200 την απόσταση. Σταμάτησε ο Βασίλης τη φρέζα λέγοντας, «κατεβείτε εδώ, να πάτε με τα πόδια, θα δείτε και το κεφαλάρι». Περπατώντας στο βαθύσκιωτο μονοπάτι αυτή την εικόνα (φωτο) αντικρύσαμε. Αριστερά μας με φρουρά τεράστια δασύφυλλα πλατάνια, το η νερομάνα. Από ρωγμή στα ριζά βράχου, «μπουμπουνίζοντας» ανάβρυζε, από τα έγκατα του βουνού, τεράστιος όγκος νερού. Το ορμητικό ρεύμα, έπεφτε από μικρό καταρράκτη και σχημάτιζε τεράστια γούρνα. Από τα ήρεμα νερά της, σε φυσική κοίτη ρεματιάς με κατάφυτες τις όχθες της από πλατάνια, ξεκινούσε ρεύμα. Φιδόσερνε στην κατηφοριά. Πότε ήταν ορατό και στιγμές αισθητό μόνο με την ακοή, γιατί το σκέπαζαν τα πυκνά φυλλώματα της χαμηλής βλάστησης και τα κλωνάρια από τις κλαίουσες ιτιές. Ύστερα από σύντομη διαδρομή κατέληγε στον πυκνό καλαμιώνα, που κάλυπτε το μικρό δέλτα της εκβολής της. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά πατούσαμε στον κατάσπαρτο από γλάστρες με λουλούδια αυλόγυρο του παλιού μύλου. Σκόρπια στην απλωσιά της αυλής τα τραπεζάκια. Καμιά δωδεκαριά συνολικά. Μερικά, δια-κριτικά κρυμμένα πίσω από τις φυλλωσιές. Τα πιο πολλά σε διάφορες γωνιές, κοινή θέα. Από πελατεία; Εκείνη την ώρα ήμαστε η μοναδική παρέα. Μας υποδέχτηκε πρόσχαρα ο Νότης αυτοπροσώπως! Την προσοχή μας τράβηξε ο μύλος του παππού. Πετρόχτιστος, στεκόταν παράμερα, σιωπηλός τώρα, με παραστάτη θεόρατο πλάτανο. Κληρονομιά από πατέρα, που η εξέλιξη έριξε σε ανυποληψία. Είχε την τύχη όλων, όσοι προσφέρουν στα κοινά. Μόλις σταματήσουν να είναι οι «ιερές αγελάδες», τους βάζουν στη γωνία. Ο τελευταίος εγγονός που τον πήρε στα χέρια του ως κληρονομιά, έδειξε σεβασμό στο απόκτημά του. Δεν τον κατεδάφισε, το αξιοποίησε . Αναπαλαίωσε το κτίσμα, μετέτρεψε ένα κομμάτι σε χώρο αναψυχής και εστίασης. Το άλλο, χωρίς την παραμικρή αλλαγή, το διατήρησε ως επισκέψιμο μουσειακό αξιοθέατο, που θυμίζει περασμένα μεγαλεία. Συνάμα επιχείρηση για την επιβίωσή του. Από τη μικρή λίμνη, που σχημάτιζαν τα νερά του καταρράκτη, ξεκινούσε και το μυλαύλακο. Έφερνε το νερό στο βαγένι, όπως λέγανε την ξύλινη, επτάμετρη, κωνική κατασκευή, που υποδεχόταν το νερό. Το στενό άκρο της το μετέτρεπε σε κινητήριο δύναμη, καθώς το διοχέτευε στη φτερωτή που κούρνιαζε στη χούρχουρη, όπως λέγανε την καμάρα κάτω από το δάπεδο, όπου ήταν τοποθετημένες πέτρες για την άλεση. Η περιστροφή της φτερωτής, έδινε κίνηση στην επάνω μυλόπετρα. Μυλωνάς ο παππούς, μυλωνάς κι ο πατέρας. Ο Νότης, ως φυσικός διάδοχος, δεν είχε άλλη επιλογή. Ο παππούς γέρασε, δεν μπορούσε πια να προσφέρει. Ο πατέρας χρειαζόταν χέρι βοήθειας. Μόλις τελείωσε την Τρίτη τάξη στο γυμνάσιο, «αρκετά γράμματα έμαθες, φτάνουν και περισσεύουν» αποφάνθηκε ο πατέρας. «Κανένας τώρα δεν θα σε γελάει στους λογαριασμούς. Καιρός να ξεκινήσεις τη δουλειά στο μύλο».
Η εξομολόγηση του Νότη, καθώς μας ξεναγούσε στο μύλο και μας έδειχνε με καμάρι το έργο του. Με τέσσερες λέξεις κι ένα άρθρο, ο πολυλογάς «ξεναγός», έκφρασε τα συναισθήματά του. «Σεβάστηκα τον κόπο παππού πατέρα. Βγήκαμε στον αυλόγυρο, ενώσαμε δυο τραπεζάκια και στρωθήκαμε ολόγυρα περιμένοντας την παραγγελιά, που δεν άργησε να φτάσει. Απόθεσε τον κατάφορτο δίσκο ο Νότης, ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες μαζί του και μας άφησε ν’ απολαύσουμε τη Φύση και να ευφράνουμε τη γεύση. Την πρόσκαιρη ησυχία τάραξε αόριστο ερώτημα του πατέρα... - Παρατηρήσατε κάτι;... Ο ένας εκθείαζε το περιβάλλον, ο άλλος την ομορφιά του αναπαλαιωμένου μύλου, η δασκάλα τον σεβασμό του στους προγόνους κι ο Βασίλης το επιχειρηματικό πνεύμα του Νότη. - Καλά...κάναμε τόσο δρόμο τόσο δρόμο γι αυτόν κι όμως λησμονήσαμε να τον παραγγείλουμε, συνέχισε ο πατέρας σαν να είχε ακούσει τα σχόλια. Φώναξε το Νότη. Έφτασε αλαφιασμένος, με φανερή την απορία στην όψη του... - Στις διαταγές σας...ξέχασα κάτι; αναρωτήθηκε. - Όχι εσύ, ο πατέρας, εμείς που δεν παραγγείλαμε αυτό για το οποίο ήρθαμε... - Και τί ήταν αυτό που σας έφερε εδώ; - Τί άλλο από τον ερατεινό είπε και άφησε άφωνο το Νότη. Συνήλθε γρήγορα... - Δεν σας καταλαβαίνω κύριε, το γύρισε στον πληθυντικό απολογούμενος... - Έτσι οι παλαιότεροι λέγανε κάτι το πολύ αγαπητό κι εμείς οι νεότεροι με την ίδια λέξη τον καφέ... - Μπράβο...πές το ελληνικά χριστιανέ μου, ο ενικός της οικειότητας, να καταλάβω... δεν είπα τίποτα για καφέ, όταν δώσατε την παραγγελία, γιατί δεν μου ‘πεφτε λόγος, δικαιολογήθηκε - Δε σου ζητάμε τα ρέστα, να τον παραγγείλουμε σε κάλεσα - Σωστός! τι καφέ θέλετε, τον γρήγορο ή τον κανονικό στο μπρίκι... - Τούρκικο μέτριο, για μένα ο πατέρας, - Γλυκούτσικος ο δικός μου η δασκάλα - Πολλά βαρύς γλυκός με καϊμάκι, ο δάσκαλος - Εμένα από το γρήγορο με μπόλικη ζάχαρη και λίγο γάλα, ο Βασίλης - Για σταθείτερε ρε παιδιά, με ζαλίσατε με τα πολλά βαρύς και τα τοιαύτα. Δεν ήρθατε σε κανονικό καφενείο με ταμπή, ειδικό στο ψήσιμο του καφέ. Εξηγούμαι για να μην ακούσω παράπονα και γκρίνιες. Θα σας φτιάξω τους καφέδες όπως ξέρω. Κι αν δεν σας αρέσουν, μη τους... πληρώσετε, ’ντάξει;... Μέχρι να έλθουν οι καφέδες, απολαύσαμε το υποβρύχιο, μια κουταλιά βανίλιας βυθισμένη σ’ ένα ποτήρι με κρύο νερό, την πορτοκαλάδα ή το γλυκό κουταλιού κεράσι. Ερεθίσματα για τους γευστικούς κάλυκες. Η παραμένουσα επίγευση των επιδορπίων, γεμάτη αίσθηση, η καλή παρέα, το ειδυλιακό περιβάλλον, διατηρούσαν το επίπεδο της διάθεσης σε κλίμα εύκρατο και η κουβέντα κυλούσε χαλαρά. Ο ήλιος, από ώρα είχα βάλει ρότα για να δύση, τώρα κόντευε πια στην κορυφή της Ζήρειας. Καιρός να σκεφτούμε την αναχώρηση, προτού μας προφτάσει το σούρουπο μεσοστρατίς. Κάλεσε ο πατέρας μου το Νότη, του ζήτησε τον λογαριασμό. Εκείνος, μονολογώντας... - Τι να πάρω από εσάς...με φρέζα ήρθατε,...συμβουλεύτηκε το δεφτέρι του, δώστε είκοσι τρεις δραχμές, κατέληξε αποφασιστικά. - Σίγουρα;... Έχω την εντύπωση ότι δεν τα λογάριασες σωστά, ο πατέρας. - Πως δηλαδή, σας φαίνονται παραπανήσια; αντέδρασε ήπια ο Νότης. - Όχι πολλά, το αντίθετο. Νομίζω κάτι ξέχασες, απ’ όσα παραγγείλαμε, να το βάλεις στο λογαριασμό. - Στους παρακατιανούς κάνω σκόντο. Αν είχατε κούρσα θα τσίμπαγα λιγουλάκι τις τιμές, θα σας χρέωνα κάτι τις παραπάνω, ομολόγησε με ειλικρίνεια ο Νότης. - Με τέτοια τακτική πως τα βγάζεις πέρα; η απορία του δάσκαλου. - Έχω διάφορο ολοχρονίς από τα γλέντια για βαφτίσια και γάμους. Ευτυχώς ο νέοι παντρεύονται και βαφτίζουν παιδιά. Έτσι τα βγάζω πέρα, Αν περίμενα από τους περαστικούς θα το είχα κλείσει από τον πρώτο μήνα. Τον άλλο καιρό έχω τους ερωτευμένους. Εκείνοι πληρώνουν τη νύφη, γέλασε και συνέχισε την... ενημέρωση. Με το θάρρος της γνωριμίας, έκανα χαβαλέ με όσα είπα για παρακατιανούς. Τα λόγια του Νότη, πυροδότησαν, ως εύφλεκτη ύλη, την αναζωπύρωση της κουβέντας, που καθυστέρησε και την άμεση αναχώρησή μας. Ο πατέρας μου σχολίασε... - Η «νύφη» είναι...πολύφερνος στις κουβέντες σας. Σήμερα αναφέρθηκε δυο φορές. Πρωτύτερα, το μεσημέρι, όταν «φτερνίστηκε και σχόλασε ο γάμος» και τώρα «πληρώνει για λογαριασμό των ερωτευμένων». Χτες το απόγευμα στο καφενείο άκουσα να λένε ανέκδοτο για την «ντροπαλή νύφη», που στο τραπέζι του γάμου έδειχνε αμήχανη και ήταν σιωπηλή. Στο τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις και τις προτροπές να χαιρετίσει την ομήγυρη . Ξεστόμισε λοιπόν το αμίμητο, «έεε...χαιρετίσματα σε όλους...». - Είναι αλήθεια, στη ντοπιολαλιά ακούγεται σε μεγάλη συχνότητα η έκφραση, είπε ο δάσκαλος. Ο Νότης μας κατευόδωσε με την υπόσχεση, «την άλλη φορά, θα σας περιποιηθώ καλύτερα». Η απορία του Γιάννη, «σαν τη καλύτερο θα έχουν ο καφές και τα αναψυκτικά Νότη;». Κι εκείνος γελώντας, «θα σας...προβιβάσω, για να σας δώσω την ευκαιρία να πληρώσετε τη νύφη».
|