Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
19/5/2024

Με...φορτηγό στην Επίδαυρο - Από τον γιατρό Χαράλαμπο Τούντα

              Όταν γράφω, για βοήθεια...σκαλίζω τις δικές μου άτακτα ριγμένες σημειώσεις. Συνήθης τακτική η αναζήτηση στοιχείων στην δεξαμενή των, σε ανύποπτο χρόνο θησαυρισμένων  λεπτομερειών.  Χρηστικές σε ώρα ανάγκης, όπως καληώρα. Τούτον τον καιρό καταγράφω στιγμές και στιγμιότυπα, από συμβάντα που έλαβαν χώρα πριν από πενήντα και χρόνια. Θεώρησα λοιπόν σκόπιμη την αναδίφηση. Η ματιά σκόνταψε, βρήκα αυτό που έψαχνα. Ένα φύλλο από σημειωματάριο με, συνοπτικά γραμμένες, τις εντυπώσεις από την εκδρομή για την παρακολούθηση στην Επίδαυρο της τραγωδίας Εκάβη του Ευριπίδη. Πρώτη Κυριακή Σεπτέμβρη 1965. Ηθικός αυτουργός ο δάσκαλος του χωριού.  Φυσικός αυτουργός, ως μεσολαβητής για την εξασφάλιση του  μεταφορικού  μέσου, ο Απόστολος! Ας βάλω τα πράγματα στη σειρά...

Το μοναδικό διαθέσιμο μέσον μεταφοράς, ήταν το φορτηγό του Μάκη, αδελφού του Αποστόλη. Ντόπιος, εσωτερικός  μετανάστης στην Αθήνα, ιδιοκτήτης οχήματος «ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ». Κάθε Παρασκευή έφερνε εφόδια στα δυο-τρία παντοπωλεία του χωριού και έμενε στο πατρικό του να «να πάρω ανάσες», όπως έλεγε. «Έχω αγώγι από Νεμέα για τη Δευτέρα». Ευτυχής η συγκυρία! Αρνητικός όμως ο Μάκης στην πρώτη κρούση. Η μεσολάβηση του αδελφού του Αποστόλη δεν είχε αποτέλεσμα. Όταν όμως επανήλθε το Σάββατο ο δάσκαλος με το ποσό για το... αγώγι «εν τη παλάμη», οι όποιες αντιρρήσεις του εξανεμίστηκαν. Δέχτηκε να μας κάνει τη...χάρη! Συμφώνησε να μεταφέρει τους καμιά εικοσαριά άτομα, από το χωριό στο αρχαίο θέατρο και τούμπαλιν.

              Κυριακή. Νωρίς τ’ απομεσήμερο η σύναξη στην πλατεία των θεατρόφιλων. Με ανυπομονησία, περίμεναν  την ώρα της αναχώρησης.  Οι προνοητικοί φρόντισαν να πάρουν μαζί το σκαμνάκι τους. Η καρότσα του φορτηγού δεν διέθετε καθίσματα και η ορθοστασία για περίπου τρίωρη διαδρομή, δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή. Εξασφάλισε και η αφεντιά μου κάθισμα. «Δανείστηκα’ καρέκλα από το καφενείο του Κωστάκη. Το ίδιο έκαμαν και δυο-τρεις άλλοι. Οι μόνοι που δε γνοιάστηκαν για κάθισμα, ο δάσκαλος με τη δασκάλα. Στριμώχτηκαν στην καμπίνα του φορτηγού, ήταν ενιαίο το κάθισμα, μαζί με τα δυο παιδιά τους. Θα ταξίδευαν με σχετική άνεση.  Οι υπόλοιποι στην καρότσα, στο έλεος του απογευματινού ήλιου στο πήγαινε και το αγιάζι της νύχτας στο έλα. Για ‘μένα δεν ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία. Είχαν προηγηθεί ταξίδια σε φορτηγό. Με την ευκαιρία του τωρινού, αλήθεια με τι ευκολία στρέφει ο νους το «βλέμμα» στο παρελθόν κι «έρχονται ένα-ένα, ταξίδια περασμένα». Παράφραση στίχου από το τραγούδι «Να ‘τανε το ‘21». (Στίχοι Σώτιας Τσιώτου, μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή).
Το πρώτο μου το 1946 από την Τρίπολη στα Λαγκάδια πάνω σε εγγλέζικο στρατιωτικό όχημα, με καταρρακτώδη βροχή στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Και βέβαια, ο «εν υπηρεσία τελών» Άγγλος οδηγός απαίτησε και φυσικά εισέπραξε το αντίτιμο για το εισιτήριο.  Δύο ακόμη, σε σχολικές εκδρομές, το 1950 στην Αρχαία Κόρινθο και το 1952 στο Σούνιο. Πολλά αργότερα, συνοδεύοντας την ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς τις Κυριακές τα πρωϊνά, όταν αυτή έπαιζε εκτός έδρας. Κι ακόμη περισσότερα στο πήγαινε-έλα με τα τζέϊμς στα ελληνοαλβανικά σύνορα, κατά τη διάρκεια της θητείας.   

               Η αναχώρηση στην ώρα της. Με χαμόγελα κι επιφωνήματα ξεκίνησε η επιβίβαση. Βοηθούσαν δύο από τους νεότερους που σάλταραν πρώτοι στην καρότσα. Σκαλοπάτι μια καρέκλα. Με τη σειρά του ο καθένας, έδινε πρώτα το σκαμνάκι του, πατούσε στην καρέκλα και τον τραβούσαν ν’ ανέβει. Ο Μάκης στο τέλος επιθεώρησε το...«φορτίο», έτσι μας αποκάλεσε γελώντας, ανέβασε κι ασφάλισε την πόρτα της καρότσας, Σταυροκοπήθηκε λέγοντας: «καλό δρόμο να ‘χουμε». Και πράγματι τον είχαμε.

              Στα πρώτα χιλιόμετρα της διαδρομής στο ζωηρό κουβεντολόγι.  Θέμα: ο επερχόμενος τρυγητός. Η σπίθα που άναψε τη συζήτηση, το πέρασμα από την πλαγιά με τα σταφιδάμπελα. Οι κόποι της χρονιάς μπροστά στα μάτια μας. Τα κλίματα κατάφορτα, τ‘ αλώνια καθαρισμένα, απλωμένα τα σταφιδόπανα. Μόλις περάσαμε το καταράχι, αντικρύσαμε τη Νεμέα πλαγιασμένη στα ριζά του Φωκά. Κατηφορίσαμε προς τον κάμπο. Με το χαμήλωμα του υψόμετρου, καταλάγιασε και το κουβεντολόγι. Οι λαλίστατοι σιώπησαν.  Οι Κορίνθιοι απεμπόλησαν την καταγωγή τους! Έγιναν Λάκωνες! Οι κουβέντες τους, τώρα, με το...τσιγκέλι! Για ό,τι αφορούσε στην παράσταση, τσιμουδιά!

              Δεν ένιωθα «ξένο σώμα» στην καρότσα. Αντίθετα πήρα μέρος στην κουβέντα. Ρωτούσα,  πολλές απορίες, μιας και είχα εμπειρία περί την...αμπελουργία! Για τον ίδιο λόγο δεν άνοιξα κουβέντα για την παράσταση. Γνώριζα για την τραγωδία, όσα διδάχτηκα στο γυμνάσιο. Κι αυτά άρχιζαν και τελείωναν στον ορισμό που παπαγαλίζαμε: «έστιν ουν τραγωδία μίμηση πράξεως...». Η αναφορά στον ορισμό της λειτούργησε σαν ξυπνητήρι! Ναι, είχα ξανάρθει δέκα χρόνια πριν στην Επίδαυρο, το 1955. Παρακολούθησα τραγωδία, που δεν θυμάμαι καν το τίτλο της. Τώρα που γράφω, κι επειδή η μια θύμηση φέρνει την άλλη, θυμήθηκα πως έχω...λησμονήσει μία. Ακόμη πιο πρόσφατη. Ένα χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 1964 στα Γιάννενα. Εκείνο το καλοκαίρι στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Δωδώνεια» ανέβηκε κλιμάκιο του Εθνικού θεάτρου στην πόλη για δύο παραστάσεις τραγωδίας. Ο Λόχος Υγειονομικού του 3/40 Σύνταγμα Πεζικού (ΛΥΣΠ) στον οποίο υπηρετούσα, με εντολή της μεραρχίας, είχε την ευθύνη της κάλυψης της εκδήλωσης, ως προς τις πιθανές ανάγκες ιατρικής φροντίδας. Έτσι, ως μέλος του κλιμακίου, παρακολούθησα παράσταση της τραγωδίας. Από αυτήν  έμειναν όμως στη μνήμη...

              Η συνάντηση και συζήτηση με τον ηθοποιό του Εθνικού θεάτρου Θάνο Κωτσόπουλο. Ήρθε στη σκηνή του ιατρείου μετά το τέλος της παράστασης.  «Να πάρω μια ανάσα», όπως είπε «μέχρι να ετοιμασθεί ο θίασος για την αναχώρηση». Στη συζήτηση, στην ουσία μονόλογος από μέρους του, που ακολούθησε μας εντυπωσίασε. Η κουβέντα ξεκίνησε με τα κλασικά κοινότοπα, μα  σύντομα εξελίχθηκε σε «διάλεξη».  Θέμα τα όσα βιώνει ο πρωταγωνιστής, μέχρι να πατήσει το σανίδι της σκηνής, ώστε ν’ αποδώσει τον ρόλο που υποδύεται. Αναφέρθηκε στην  ψυχολογική «πίεση» προ και τη σωματική κόπωση μετά το πέρας της παράστασης. Ηθική ικανοποίηση το χειροκρότημα και οι ανακλήσεις στην σκηνή (ορχήστρα εν προκειμένω). Έτσι δικαιολόγησε και το «ανάσα».

              Το σήμα, που τρεις ημέρες μετά, έφτασε στον ΛΥΣΠ από τη Μεραρχία. Το έφερε πρωΐ-πρωΐ ο γραφέας, την ώρα που κάναμε ιατρείο. Το πήρε ο υπίατρος, και αφού το διάβασε τον ρώτησε, «πρέπει ν’ απαντήσουμε;». Σαν άκουσε το «όχι» του τελευταίου, το επέστρεψε λέγοντας, «αφού δεν συντρέχει λόγος απάντησης απλά θεώρησέ το ως μη ληφθέν». Το περιεχόμενό του με αφορούσε.  «Ο ειρημένος», το επώνυμό μου, «ειδικότης νοσοκόμος, τιμωρείται με στέρηση εξόδου επί δεκαήμερον, διότι εν ώρα υπηρεσίας  αμέλησε το καθήκον του παρακολουθών θεατρικήν παράστασιν...». Δεν σχολίασα, χαμογέλασα λέγοντας, «μα αυτή ήταν η εντολή. Να βρισκόμαστε σε εγρήγορση στην κερκίδα». Σχολίασε όμως ο υπίατρος. «Μη το ψάχνεις. Εκεί που σταματάει η λογική,  αρχίζει ο στρατός». Το απότομο σκαμπανέβασμα του φορτηγού με γύρισε στην πραγματικότητα...

              Κλείνει η παρένθεση. Είχαμε ήδη φτάσει στη Νεμέα. Αποφάσισα, για ν’ αλλάξω παραστάσεις. Συμμορφώθηκα, όχι «προς τας υποδείξεις», αλλά με ο συναίσθημα της στιγμής. Χαλάρωσα όσο επέτρεπε το άβολο κάθισμα. Ανοιχτός ο ορίζοντας, απεριόριστη η θέα.  Άφησα τη ματιά μου να πλανάται απολαμβάνοντας το εναλλασσόμενο τοπίο. Στη διαδρομή πολλά τα, με ιστορικό ενδιαφέρον, τοπωνύμια.  

              Η Νεμέα σέρνει το χορό. Χιλιετηρίδες διαρκεί το ταξίδι της. Τα θεμέλια του πρώτου οικισμού, χάνονται στην αχλύ της μυθολογίας. Ανθεκτική στο χρόνο, με τον προφορικό λόγο αρχικά και τον γραπτό κατόπιν, από γενιά σε γενιά, μύθος και  ιστορία έφτασαν στις ‘μέρες μας. Το βουνό της Παναγιάς με τα πολλά σπήλαια  και το ομώνυμο μοναστήρι στο βράχο του, μνημονεύεται ως τόπος του  άθλου. Στους συγκαιρινούς, είναι γνωστή για τα φημισμένα, κρασιά της, από τ’ Αγιωργήτικα σταφύλια. Ένα τσιγάρο δρόμος τα Δερβενάκια. Μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα οι... συνομήλικες Μυκήνες. Ακολουθεί το Άργος και στη γειτονιά το Ναύπλιο. Από ‘κει και πέρα λίγος ο δρόμος μέχρι την Επίδαυρο. Αυτό πια δεν είναι εκδρομή αναψυχής, για μάθημα ιστορίας πρόκειται. Τα τόσα χειροπιαστά συναπαντήματα, πρόκληση. Η φαντασία δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στρώθηκε δίπλα μου κι άρχισε να πηγαινοέρχεται, σαν τη σαΐτα τ’ αργαλειού, διατρέχουσα χρονικές αποστάσεις. Από τη μυθολογία στη σύγχρονη ιστορία και πάλι πίσω στη μυθολογία.   Πλημμυρίδα η  ανάπλαση  των παραστάσεων κατακλύζει το θυμικό...

              Από τη Νεμέα να ξεκινάει το γαϊτανάκι. Ο Ηρακλής αντιμέτωπος με το λιοντάρι της. Απαλλάσσει τον τόπο από το φόβο που προκαλεί η παρουσία του. Παλεύει μ’ αυτό και το σκοτώνει.  Γέρας της νίκης, η λεοντή πανωφόρι. Έτσι λέει ο μύθος!    

              Δερβενάκια «αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν...Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;...», αναρωτιέται ο άγνωστος στιχουργός στο παραδοσιακό Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι. Σε τούτον τον τόπο «η Δέσπω»  δεν «κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια...». Εδώ πολεμάει, ο γέρος του Μωριά. Αυτός είναι ο φυσικός αυτουργός για το χαλασμό, που έμεινε στην παράδοση ως «η νίλα του Δράμαλη». δε θέλει και πολύ να πάρει μπρος η ονειροπόληση. Αστράφτουν γιαταγάνια, βροντάνε καριοφίλια. Αχολογεί η ρεματιά από τα χουγιάσματα της κλεφτουριάς που κάνει το γιουρούσι. Συμφωνική σύνθεση από τις κραυγές απελπισίας, τις ικεσίες των πανικόβλητων, ξέγνοιαστοι έπεσαν στην παγίδα, τα βογγητά των πληγωμένων. Προβάλλει την αγωνία, εκφράζει τον τρόμο που διακατέχει τους παγιδευμένους.

 

Αφήνουμε πίσω τα στενά, καταλαγιάζει ο «βαρύς αχός». Βγαίνουμε στον Αργολικό κάμπο., συναντούμε τις...συνομήλικες της Νεμέας Μυκήνες. Εδώ αλλάζει. Αντηχεί το «Αλί μοί μοι δύστινος..». ΜοιρολόΪ της Ηλέκτρας, όπως το καταγράφει στην ομώνυμη τραγωδία ο Σοφοκλής. Στο προσκήνιο και το φονικό με πρωταγωνιστές η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος. Θύμα της συνωμοσίας ο Αγαμέμνωνας. Με το θάνατό του κλείνει ο κύκλος της δυναστείας των Ατρειδών.

              Τελευταίο, πριν πάρουμε το δρόμο για το θέατρο της Επιδαύρου, ιστορικό συναπάντημα, το Ναύπλιο. Η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Το σημαδεύουν  κι άλλες πρωτιές. Η δολοφονία του Καποδίστρια, από τον Πετρόμπεη  Μαυρομιχάλη  μια Κυριακή του Σεπτέμβρη 1831 στην εκκλησία του  Άγιου Σπυρίδωνα. Η καταδίκη του Γέρου του Μωριά  και του Πλαπούτα σε θάνατο το Μάρτη του 1834. Σημεία αναφοράς στην ιστορία της πόλης το φρούριο, φυλακή του καταδικασμένου σε θάνατο Κολοκοτρώνη, Παλαμίδι στην κορυφή του λόφου.  Χίλια τα σκαλοπάτια  θα πρέπει ν’ ανέβει κάποιος για να φτάσει στην πύλη του. Αντίκρυ του  η Ακροναυπλία, για πολλά χρόνια φυλακές και στη σύγχρονη ιστορία. Τώρα ξενοδοχείο.

              Το αφήνουμε δεξιά και παίρνουμε το δρόμο για το θέατρο  Μολονότι το «φορτίο» παράτυπο, για να μην το πω παράνομο, εντούτοις κανένας τροχονόμος δεν νοιάστηκε να κάνει έλεγχο, Και ήταν πολλοί στο δρόμο. Ιδίως στη διαδρομή από το Ναύπλιο – Λυγουριό - Επίδαυρος. Άλλωστε τί μπορούσαν να κάνουν; Τα περισσότερα αγροτικά, παρόμοιο «φορτίο»  κουβαλούσαν, θεατρόφιλους. Πλησιάσαμε με μεγάλη δυσκολία στο θέατρο κοντά στο ηλιοβασίλεμα. Οι οδηγίες των τροχονόμων διευκόλυναν την προσέγγιση στο χώρο της στάθμευσης. Η ακινησία στα άβολα καθίσματα, το τρίωρο...κοσκίνισμα στην καρότσα με τον καυτό ήλιο κατακέφαλα, έεε, ήρθε κι έδεσε το... γλυκό! Κατεβήκαμε σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Αλλού πατούσαμε κι αλλού βρισκόμασταν. Ακολουθήσαμε το δάσκαλο, φτάσαμε στα εκδοτήρια των εισιτηρίων. Εκείνος στάθηκε σε μια από τις ουρές για να πάρει τα εισιτήρια. Η παρέα, τον περιμέναμε παράμερα, παρατηρώντας και σχολιάζοντας.


Φωτο: Νικ. Στουρνάρας

              Διέκοψε το κουβεντολόγι μας η επιστροφή  του δάσκαλου. Μοίρασε τα εισιτήρια, κινήσαμε να πάμε στο θέατρο.  Στην είσοδο, μετά τον έλεγχο, μας παρέλαβε ταξιθέτρια και μας οδήγησε στις θέσεις μας «περί λύχνων αφάς», όπως έλεγαν οι αρχαίοι την έλευση του σούρουπου. Στην περίπτωσή μας δεν άναψαν λυχνάρια, μα ηλεκτρικοί προβολείς. Ξεκίνησε η παράσταση. Απορροφημένοι στα δρώμενα, ούτε που καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα. Στην πραγματικότητα μας έφεραν  τα ζωηρά χειροκροτήματα  που σήμαιναν το τέλος της. Το χειροκρότημα έντονο και παρατεταμένο. Ανακάλεσαν πολλές φορές τους ηθοποιούς στη ορχήστρα. Κάποια στιγμή καταλάγιασε. Άναψαν οι προβολείς. Το άπλετο φως έδιωξε το σκοτάδι, έσβησε τ΄ αστέρια. Φανέρωσε αναψοκοκκινισμένες φάτσες, τα χέρια, που πριν χειροκροτούσαν, κρατούσαν μαντιλάκια που σφούγγιζαν δακρυσμένα μάτια. Φώτισε τους διαδρόμους που οδηγούσαν προς την έξοδο. Και άρχισε η...«κάθοδος των μυρίων»! Με βιάση σκόρπισαν ολόγυρα. Κι εμείς μαζί τους, αναζητήσαμε σ’ ένα από τους χώρους στάθμευσης το φορτηγό μας.

              Βρήκαμε το Μάκη, αγουροξυπνημένο. Το είχε δηλώσει άλλωστε εξαρχής. «Όσο εσείς θα βλέπετε το έργο στο θέατρο, εγώ θα πάρω έναν υπνάκο, γιατί αύριο έχω πρωϊνό αγώγι». Μας περίμενε, βηματίζοντας νευρικά γύρω από το φορτηγό. Φανερά ανήσυχος μας «μάλωσε» για την αργοπορία μας. «Βιαστείτε...έχουμε δρόμο μπροστά και η κίνηση πολλή. Δεν θα σταματήσουμε πουθενά. Δε μας παίρνει ο χρόνος». Άπαντες αμίλητοι συμμορφωθήκαμε  στα λεγόμενά του. Βρισκόμαστε ένα οκτάωρο στο πόδι. Η κούραση αισθητή. Κανένας δεν είχε το κουράγιο να φέρει αντίρρηση. Ανεβήκαμε και στριμωχτήκαμε όπως-όπως στην καρότσα.  


Το parking στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου - Δεκαετία 1960 - Φωτο: ΝΙΚ.ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

                Με αναμένει τη μηχανή στην...αναμονή. Ολόγυρα σκηνικό αναταραχής και πανικού. Φωνές, κραυγές, κορναρίσματα χωρίς νόημα, μαρσαρίσματα που έπνιγαν την ατμόσφαιρα στο καυσαέριο, χωρίς λόγο. Και σα να μην έφταναν αυτά, τα συνεχή σφυρίγματα των τροχονόμων, που πάσχιζαν να βάλουν σε τάξη την...αταξία, συδαύλισαν και αναζωπύρωσαν τον εκνευρισμό. Πήρε χρόνο, αλλά τελικά μπήκε και το δικό μας φορτηγό στο κομβόϊ. Ανακούφιση!  Πρόσκαιρη βέβαια, γιατί η ένταξη απλά ήταν «ο μίτος της Αριάνδης», συνάμα η αφετηρία της καραδοκούσας ταλαιπωρίας. Μπορεί να ήταν ευχάριστα μπελαλίδικη στο πρώιμο στάδιο, όταν περνώντας από το Λυγουριό το στόμα μας γέμισε...σάλια από την τσίκνα που ανέπεμπαν οι ψησταριές. Στη συνέχεια, μέχρι να φτάσουμε στα Δερβενάκια, όπου θ’ αφήναμε το κομβόϊ,...άρχισαν τα όργανα! Η πείνα έκανε την εμφάνισή της κι αναστάτωσε το αδειανό στομάχι και η δίψα στέγνωνε το στόμα.

            Αναθαρρήσαμε σαν πιάσαμε τον κάμπο της Νεμέας, αλλά γρήγορα μας προσγείωσε το νυχτερινό αγιάζι που κατηφόριζε από τις πλαγιές της Ζήριας. Στριμωχτήκαμε όπως τα πρόβατα στη στάνη, για ν’ αποφύγουμε την παγωνιά. Φτάσαμε στο χωριό κοντά στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Τουρτουρίζοντας, νηστικοί και διψασμένοι...    

Επιστροφή