Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
28/1/2024

Ο Απόστολος - Από τον γιατρό κ. Χαράλαμπο Τούντα

Κατά την αναγνωριστική - έχει γίνει λόγος γι’ αυτή- επίσκεψη στο χωριό, το ταξί πάρκαρε στην σχεδόν έρημη πλατεία. Κατέβηκα με φανερή την αμηχανία ρίχνοντας ματιά ολόγυρα στην προσπάθεια να προσανατολισθώ. Με πλησίασε ο μοναδικός, περαστικός ίσως, περιπατητής. Με σταθερό το βήμα, η σιγουριά  του ντόπιου, μολονότι ευδιάκριτη η υποβόσκουσα επιφύλαξη προς  τον άγνωστο, που τον ξάφνιασε με την απρόσμενη παρουσία του.  Την αψάδα της περιέργειας δεν μπορούσε να την κρύψει. Την πρόδιδε το διερευνητικό βλέμμα, που το συνόδευε υπομειδίαμα αμηχανίας. Κι αυτό μαρτυριάρικο! Μεσήλικας, μέτριος στο μπόϊ, χωρίς παραπανήσια κιλά. Κοντοκουρεμένα ψαρά μαλλιά. Πρόσωπο αυλακωμένο από ρυτίδες, η μεγαλύτερη στο μεσόφρυδο.  Τις μικρότερες κάλυπταν γένια τριών ημερών. Με το «καλημέρα», ευθύ το ερώτημα...

          -  Επισκέπτης στο χωριό μας ή περαστικός;

          Επισκέπτης...

          Καλωσορίσατε λοιπόν...κι λόγος που σας έφερε, αν επιτρέπετε;

          Επίσκεψη  γνωριμίας. Να συναντήσω τον πρόεδρο της κοινότητας, τους ανθρώπους και να σχηματίσω γνώμη για τον τόπο...

          -  Απόστολος, συνταξιούχος έμπορος αυτοσυστήθηκε, στη διάθεσή σας προθυμοποιήθηκε...

              Ήταν ο πρώτος που συνάντησα με το που πάτησα το πόδι μου στην πλατεία. Το επόμενο τρίωρο βρέθηκα υπό την...προστασία του! Ήταν η σκιά μου. Πρόθυμος να με ξεναγήσει, να με ενημερώσει, να με πείσει, αφού έμαθε τον σκοπό της επίσκεψης, και μάλιστα με τρόπο πιεστικό. «Θα κάνεις την καλύτερη επιλογή, αν προτιμήσεις το χωριό μας», επέμενε.  Η συνομιλία, επί αρκετά λεπτά, εξελίχθηκε τελικώς  σε μονόλογο του Αποστόλη. Ο λόγος του, ούτε ο Λυσίας να ήταν, «υπέρ των ξεχασμένων από την υγειονομική υπηρεσία!...». Του ξέφυγα  με τη δικαιολογία, ότι προέχει να συναντήσω τον πρόεδρο. Όταν επέστρεψα από τη συνάντηση, κόντευε δώδεκα η ώρα. Ο θείος, αδελφός του πατέρα μου και οδηγός του ταξί, με τον Απόστολο συνέχιζαν το κουβεντολόγι στον ίσκιο της μεγάλης μουριάς πίνοντας τον καφέ που τους έψησε ο Κωστάκης. Η ψυχή του...πολυκαταστήματος. Καφενείο, παντοπωλείο, χασάπικο και περιστασιακά ταβέρνα. Εκμεταλλευθήκαμε την τελευταία δυνατότητα που προσέφερε και παραγγείλαμε γεύμα.

Η κυρά Όλγα με τη μαύρη φορεσιά, ένδειξη πένθους, και το πλατύ, γαλήνιο χαμόγελο, έκανε την παρουσία της    

         - Τί να σας ετοιμάσω;...     

          Έχεις τίποτα παϊδάκια, να μη φύγουμε νηστικοί; τη ρώτησε ο θείος μου.

          -  Εμ...έτσι άξαφνα που ήρθατε, δεν μπορώ να βάλω κάρβουνα, θέλει ώρα. Αν θέλετε κάτι πρόχειρο, μετά χαράς απάντησε.

          -  Το πρόχειρο τί θα είναι;

          -  Πατάτες τηγανητές με αυγά, σαλάτα ντομάτα και τυρί φέτα τα εύκολα ή καμιά σηκωταριά στο τηγάνι, αλλά θέλει και τούτη την ώρα της.

              Προτιμήσαμε το εύκολο μενού και το απολαύσαμε στον ίσκιο του πλάτανου, Από το ντόπιο μπρούσκο δυο ποτηράκια μόνο, γιατί είχαμε δρόμο μπροστά. «Απολαύσαμε», τρόπος του λέγειν, το γεύμα. Όσο μας το επέτρεπε ο καταιγιστικός λόγος του ομοτράπεζου Απόστολου. Ήθελε να μας ενημερώσει για τα πάντα. Αποπειράθηκε να τον περιορίσει ο θείος μου υπαινισσόμενος γελαστά, «Απόστολε, όταν τρώμε δεν μιλάμε γιατί στραβοκαταπίνουμε...». Εκείνος είτε δεν κατάλαβε, είτε αγνόησε τον υπαινιγμό, ατάραχος συνέχιζε. Δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα. Κουτσόπινε μόνο μια-δυο γουλιές κρασί ίσα να... «γρασσάρει» τη γλώσσα του.  Με θέρμη...νεοφώτιστου, επέμενε ότι το συμφέρον μου είναι να επιλέξω το χωριό. Λες και η ανάληψη υπηρεσίας εξαρτιόταν από δική μου βούληση. Από κάποια στιγμή και ύστερα έπαψα να παρακολουθώ τα λεγόμενά του και καθώς μασουλούσα, συνάμα «αναχάραζα» στη σκέψη, τα όσα συζήτησα με τον πρόεδρο. Μετρημένος, ακριβολόγος, σοβαρός. Γνοιαζότανε για την κοινότητα, τον απασχολούσε ιδιαίτερα η στελέχωση του ιατρείου κι έδειχνε ανήσυχος εξαιτίας της παρατεταμένης απουσίας γιατρού. Τόνιζε «είναι πολύς ο χρόνος χωρίς γιατρό. Πέρασαν έξι μήνες από τότε που έφυγε ο τελευταίος». Δεν μπορούσε να κρύψει, μολονότι το προσπαθούσε, και την προσωπική του αγωνία. Στη σύντομη συνομιλία δυο φορές αναφέρθηκε στα προβλήματα υγείας «της Ουρανίας μου», όπως αποκάλεσε τη σύζυγό του.

              Δεν μπορούσα όμως να εξηγήσω την επιμονή του ομοτράπεζου να μη χάσω την ευκαιρία. Μα ήταν ηλίου φαεινότερο το ενδιαφέρον μου. Διαφορετικά δεν θα βρισκόμουν εκεί. Κίνητρο για την επιλογή, έτσι κι αλλιώς υπήρχε. Και ήταν μάλιστα ισχυρό. Κοντά η Αθήνα, η καθημερινή συγκοινωνία, οι αποδοχές ιδανικές. Δεν έβγαζα άκρη από την εμμονή του και παραιτήθηκα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή τον αποχαιρετήσαμε. Σύντομα όμως, αφού τελικός οριστικοποιήθηκε ο διορισμός, τον βρήκα πάλι μπροστά μου.

              Την τρίτη ημέρα από την άφιξή μου, επηρεασμένος ακόμη από την χτεσινή υποδοχή του Εγκέλαδου, ανήσυχος, ήμουν από τα χαράματα στο πόδι. Είχε η ανησυχία τη χάρη της. Απολάμβανα τη ζείδωρη  η δροσιά της αυγής, αφουγκραζόμουν, ηρεμιστικό χωρίς παρενέργειες, τη βαθιά σιωπή. Μελωδός τη διατάρασσε και συνάμα έδινε έμφαση στο βάθος της. Κότσυφας σε κλωνάρι πανύψηλου δέντρου, κλυδωνιζόμενος από την πρωϊνή αύρα, υποδεχόταν με παραδείσιες τρίλιες, τον ανατέλλοντα ήλιο. Την πανδαισία διέκοψε διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Μπροστά μου ο Απόστολος. Βαστούσε, σε ασπροκόκκινη καρώ πετσέτα τυλιγμένο, κάποιο πεσκέσι. 

Ακαριαία στο μυαλό μου πρόβαλε η ερώτηση του Σωκράτη μόλις αξημέρωτα αντίκρυσε τον Κρίτωνα στην είσοδο της σπηλιάς που ήταν φυλακισμένος μετά την καταδίκη του. Τί τηνικάδε αφίξαι ώ Απόστολε; ή ου πρω έτι εστίν; (Γιατί ήρθες τέτοια ώρα Κρίτων; Μήπως είναι πια πολύ πρωΐ;). Την ξεστόμισα και αντί Κρίτων, είπα Απόστολε. Ο εμβρόντητος Απόστολος ψέλλισε, «δε νογάω τι λες γιατρέ μου», ενώ υποψία χαμόγελου φανέρωνε την αμηχανία του. Και πως να νοήσει ο του σχολαρχείου, καθ’ ομολογίαν, Απόστολος, όταν, μερικά χρόνια αργότερα, συνάδελφος επιμελητής, ακούοντας το Ομηρικό «οι βροτοί σφίσιν ατασθαλίησιν ώλυνται»  απάντησε με ειρωνικό γελάκι, «Άστα γιατρέ μου, εγώ ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα Λατινικά». Ακριβώς αυτό!

              Έκανα χώρο να περάσει. Τράβηξα δυο καρέκλες και καθίσαμε κοντά στο  τραπέζι, απόθεσε  το πεσκέσι. «Τέσσερα αυγουλάκια φρέσκα και δυο-τρεις ντοματούλες, για τα καλωσορίσματα». Στιγμές αμηχανίας ακολούθησαν το σύντομο προλογικό λογύδριο. Φανερό ότι η πρωϊνή επίσκεψη δεν οφειλόταν σε πρόβλημα υγείας. Τον ευχαρίστησα για το πεσκέσι, την υλική υπόσταση του  «καλωσορίσματος», και ευγενικά το αρνήθηκα. Του εξήγησα, για να εισπράξω τις αντιρρήσεις του, ότι, μήτε  υποτυπώδες πρόγευμα δεν ήμουν σε θέση να ετοιμάσω. Τελικώς πείστηκε, και μάλιστα ύστερα από...αυτοψία στο χώρο, ότι δεν διέθετα την απαραίτητη υποδομή, ούτε τον κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να επωφεληθώ από την «προσφορά» του. Πράγματι το μοναδικό εύρημα ήταν το καμινέτο, που  χρησιμοποιούσα για την αποστείρωση των συρίγγων με καύσιμο το οινόπνευμα. Τότε οι σύριγγες ήταν από γυαλί. Μετά από τη χρήση, για να τις ξαναχρησιμοποιήσω χρειάζονταν βράσιμο για αποστείρωση! Άλλος μπελάς, το νερό είχε άλατα που με τον βρασμό επικάθονταν στο γυαλί και δυσκόλευαν την χρήση της σύριγγας. Η δυσκολία ξεπερνιόταν με τη χρήση χυμού από λεμόνι. Μερικές σταγόνες στον βραστήρα, δέσμευαν τα άλατα, λυνόταν το πρόβλημα. Και στην αντίρρηση, «που να βρεις λεμόνι στο βουνό», υπήρχε πειστικός  αντίλογος.  Στο χωριό το μπακάλικο διέθετε, καρτέλες με φακελάκια με ποικιλία αρτυμάτων. Κοντά σ’ αυτά και με κιτρικό οξύ σε κρυσταλλική μορφή, «ξινό» το αποκαλούσαν, που έκανε την ίδια, και καλύτερη, δουλειά από το λεμόνι. «Πενία τέχνας κατεργάζεται», που λέγανε κάποτε. Στη διάρκεια της αυτοψίας ο Απόστολος έβγαζε άλλο λογύδριο «περί φιλοξενίας», στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τη δική του προσφορά. Τονίζοντας ότι υπάρχει παράδοση και οι συγχωριανοί του την τηρούν με ευλάβεια. Φιλοξενούν τους επισκέπτες, κατέληξε. «Θα το δεις με τα ίδια σου μάτια γιατρέ μου. Όλο και κάτι θα βρίσκεις στην πόρτα σου».

              Προσπαθούσα να βρω εύλογο λόγο για να απαλλαγώ από την παρουσία του, χωρίς να θιγεί. Παρουσία άκαιρη και άσκοπη, καθώς δεν τη δικαιολογούσε θέμα υγείας. Με διευκόλυνε το νέο λογύδριο που ξεκίνησε για τους γείτονες Ασπροκαμπίτες, τους «Αποσκιερούς» όπως τους αποκάλεσε. Τον διέκοψα, ίσως απότομα. Ήθελα να φανεί η ενόχληση. Να του «κόψω το βήχα», κατά το κοινώς λεγόμενο.  «Αρκετά», είπα αυστηρά. «θα σχηματίσω προσωπική άποψη. Δε δέχομαι κουβέντα επ’ αυτού». Συμμαζεύτηκε, πήρε το πεσκέσι και ψέλλισε, «έεε ας πηγαίνω τότε. Είμαι βλέπεις κι εκκλησάρης. Κοντοζυγώνει το πανηγύρι κι έχουμε πολλές δουλειές να κάνουμε». Εκκλησάρης λοιπόν, κάτι μεταξύ επίτροπου και τοποτηρητή στο παγκάρι. Ως καλός χριστιανός, είχε περίσσειες έγνοιες, πέρα από την...αγάπη για τον πλησίον του.

               Αφού η συζήτηση, για επανάληψης της προ μηνός κουβέντας επρόκειτο, μ’ αποχαιρέτησε κι αποχώρησε φανερά απογοητευμένος, γιατί κράτησα μόνο τα «τέσσερα αυγουλάκια». Άλλωστε αυτά μπορούσα να βράσω στο μπρίκι με το καμινέτο οινοπνεύματος που διέθετα...

 

Επιστροφή