Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
9/1/2024

«Ξύπνα διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου» Ένας θάνατος που συντάραξε στο παρελθόν το χωριό μας - Από το γιατρό κ. Χαράλαμπο Τούντα

Το μακρινό 1965 ήτανε, τότε που ένα φρικτό μαντάτο έπεσε σαν αστροπελέκι στο χωριό μας. Οι μικρότεροι  δεν είχαμε ξαναζήσει τέτοιο κακό. Απ’ τα χειρότερα  … Είναι φυσικό λοιπόν να το θυμόμαστε πολύ έντονα ακόμα και σήμερα 60 σχεδόν χρόνια μετά …

Ο γιατρός του χωριού μας τότε, ο αγαπητός σε όλους μας κ. Χαράλαμπος Τούντας, είχε την πρόνοια – μιας κι έζησε πολύ έντονα εκείνα τα γεγονότα- να τα αποτυπώσει σε λίγες γραμμές και να διασώσει έτσι ένα γεγονός που είχε αναστατώσει από άκρου σε άκρο το χωριό μας. Από σήμερα όμως και για πάντα – χάρις στον γιατρό-  θα αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ιστορικό ντοκουμέντο του παρελθόντος του τόπου μας.

Είναι όμως το παρακάτω κείμενο του κ. Τούντα κι ένα μνημόσυνο στο διηνεκές στην αδικοχαμένη ψυχή του χωριού μας που παρακάτω μνημονεύεται … 

Για άλλη μια φορά σ’ ευχαριστούμε πολύ γιατρέ !

 

www.psarikorinthias.gr
 

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

 

Γόος…απόγνωσης

              Η δυνατή κραυγή. Γόος, μακρόσυρτος σαν αμανές, διέτρεξε την ατμόσφαιρα. Το άκουσμά του προκάλεσε ταραχή ψυχής. Αποτίναξε τη βαρεμάρα, που η μεσημεριανή ραστώνη προσφέρει απλόχερα. Τον προκάλεσε βαθύς ψυχικός πόνος. Ασυγκράτητος σπαραγμός. Τάραξε τους λιγοστούς - οι πιο πολλοί από το χάραμα στα χτήματα - που απόμειναν στο χωριό. Οι δυο-τρεις στο καφενείο πετάχτηκαν αλαφιασμένοι στην πλατεία. Κι όσες νοικοκυρές είχαν μείνει στο νοικοκυριό τους, βγήκαν στις αυλόπορτες αναστατωμένες. Στα καλντερίμια κυλούσε, καυτή λάβα, το αναπάντεχο νέο.

  • «Σκοτώθηκε ο Μπέκιος...ο Κωστάκης της Ματούλας»

Βροντοχτυπήματα τράνταξαν και τη δική μου πόρτα. Άνοιξα κι αντίκρυσα λαχανιασμένο ένα μικρό να προσπαθεί ν’ αρθρώσει λόγο.

  • «Μου είπαν...να σου πω να πας γλήγορα στο σπίτι...ξεράθηκε η θεία Ματούλα…έτσι μου είπαν, να πας γλήγορα» κι έφυγε όπως ήρθε. Τρέχοντας.

              Το ακολούθησα, τρόπος του λέγειν, έφτασα και βρέθηκα μπροστά σε σκηνικό που θύμιζε αρχαία τραγωδία. Κατήφεια, μάτια βουρκωμένα.  Όψεις-μάσκες θλίψης.  Κλάμα με  λυγμούς, αλλά και κλάμα βουβό. Τα τρία μέλη της οικογένειας σε κατάσταση αφασίας, δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν.   

 Η Ματούλα σωριασμένη σ’ ένα ντιβάνι, κάτωχρη κι ασάλευτη, με τα μάτια κλειστά και το στήθος ίσα που σάλευε, με ρηχή αναπνοή. Προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν οι γυναίκες που προσέτρεξαν να συμπαρασταθούν. Τα γιατροσόφια στην ημερησία διάταξη. Η μία έφερνε να μυρίσει αμμωνία για «να συνέλθει από τη λιποθυμιά».  Η άλλη τις έκανε εντριβές με ξύδι, «να σταθεί στο πόδια της». Ενώ μια τρίτη προσπαθούσε να την ποτίσει με κονιάκ για «να στυλωθεί μια στάλα». Δεν έλειπε και η προτροπή της θρησκευόμενης.

  • «Τον παπά μωρή, τον παπά να φωνάξουμε να κάνει ευχέλαιο, να ξορκίσει το κακό».

              Το γιο Βασίλη, που τάραξε τους χωριανούς με τον στεντόρειο γόο του, τον φρόντιζαν δυο-τρεις, από τους παρόντες άντρες. Εξουθενωμένος, είχε περιπέσει σε κατάσταση stupor, όπως χαρακτηρίζουν τέτοιες καταστάσεις οι νευρολόγοι. Δεν απαντούσε σε λόγια, δεν  αντιδρούσε σε ερεθίσματα. Το βλέμμα του απλανές, όψη ωχρή και κάθιδρη.  

Ο μάστρο Γιώργης, ο μόνος που κάπως επικοινωνούσε. Περιφερόταν άβουλος κι αμίλητος. Το βουβό πόνο του μαρτυρούσε η όψη του. Μάσκα αρχαίου τραγωδού.  Τα μάτια του κρουνοί δακρύων. Δεν έκανε καν προσπάθεια να τα σφουγγίσει. Κατρακυλούσαν στις παρειές και ύγραιναν τα μερικών ημερών γένια του.

 

             Τρεις-τέσσερις μαυροντυμένες, με χαμηλά ριγμένα και σφιχτά δεμένα τα τσεμπέρια τους στο κατωσάγονο, στρώθηκαν σε μια γωνιά της σάλας του σπιτιού κι άρχισαν τα μοιρολόγια. Το ξεκίνημα καινούργιου πυροδοτούσε κύμα θρήνου και κοπετού, απογειώνοντας τη συγκίνηση στα μεσούρανα. Και πως ν’ αντέξει κανείς, όσο ψύχραιμος κι αν είναι, όταν ακούει:

 

«Ξύπνα διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου /
πούχω δυο λόγια να σου πω του παραπονεμάτου. /

Γαρύφαλό μου κόκκινο κι άσπρο μου Καριοφίλι /
μήτε σε πόρτα φαίνεσαι, μήτε σε παρεθύρι…».

Και προτού καταλαγιάσει το πρώτο κύμα, ακολουθεί το δεύτερο:

«Κατά μεριά να κάτσουμε εμείς οι λυπημένοι /
να μαζωχτούν τα δάκρυα μας να γίνουνε ποτάμι /
να κάνουνε νεροσουρμή, να παν στον Κάτου Κόσμο /
για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιούν οι διψασμένοι / 
(…) να πλύνουν τα σκουτιά τους οι ματωκυλισμένοι…»*.

 

              Σ’ ένα τέτοιο αυτό το σκηνικό, με εφόδια ό,τι περιείχε η ιατρική μου τσάντα, βρέθηκα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Τα εφόδια; Πιεσόμετρο, στηθοσκόπιο, διάφορες αμπούλες ενέσιμων σκευασμάτων, η καθεμιά απαραίτητη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης, επείγουσας περίπτωσης. Προτεραιότητα η λιπόθυμη Ματούλα.  Όταν σε κάποια στιγμή συνήλθε. Τα λόγια της κοινολογούσαν την οδύνη που  τη δυνάστευε.

  • «Γιατρέ μου τι συφορά που με βρήκε» ξεκίνησε το σύντομο μονόλογο,
    «που να μην έσωνα ν’ ανοίξω το γράμμα…μ’ έζωσαν τα φίδια την έρημη, αστροπελέκι η γραφή, έκαψε και μάρανε την ψυχούλα μου…δεν ξέρω που να γύρω…σάματις ξέρω κατά που πέφτει η μαγκούφα η Αφρική που πήρε το παιδί μου, να πάω πιλάλα να το βρω, να τ’ αγκαλιάσω…».

Ξέσπασε σε κλάμα γοερό. Την ωφέλησε το ξέσπασμα, στάθηκε στα πόδια της, πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Θύμισε τη Ματούλα που όλοι ήξεραν.  Με κοφτό λόγο έδινε τις οδηγίες, καθώς προσπαθούσε να βάλει σε τάξη το χάος που επικρατούσε.

              Μητριαρχική, απολύτως, οικογένεια, ίσως η μοναδική στο χωριό. Η Ματούλα ζωηρή, κεφάτη, δραστήρια, πανέξυπνη. Μυαλό ξυράφι, λογική τετράγωνη, λόγος στακάτος και λαγαρός.  «Λύνει στο άψε-σβήσε τα προβλήματα και σε δένει χειροπόδαρα με τη συμφωνία που κάνει, χωρίς να το πάρεις είδηση», παραδέχονταν όσοι είχαν δοσοληψίες μαζί της. Από την άλλη ο Γιώργης. Άτομο χαμηλών τόνων, έντιμος, εργατικός και λιγόλογος. «Τα λέει όλα η Ματούλα., που να περισσέψει λόγος και για μένα», απαντούσε καλόβολα, στις σπάνιες φορές που έβγαινε στο καφενείο, στα πειράγματα των συγχωριανών του. «Γιώργη εσύ δε λες κουβέντα, ούτε σώγαμπρος να ήσουν…». Ξυλουργός περιζήτητος για την τέχνη και τη συνέπειά του. Και χτηματίας με κάμποσα στρέμματα σταφιδάμπελα, που να του μείνει ελεύθερος χρόνος για καφενεία. Βολόδερνε μοναχός να τα βγάλει πέρα, όσο τα παιδιά του, δυο κορίτσια και τέσσερα αγόρια, ήταν μικρά.

              Η μεγάλη κόρη της οικογένειας, μετανάστευσε με την κόρη και τον άντρα της στη νότια Αφρική. Τους κάλεσαν συγγενείς του να βρουν καλύτερη ζωή. Πριν από έξι μήνες, εκείνη προσκάλεσε τον αδελφό της Κώστα να πάει να τη βρει. Έγινε το ταξίδι, παρά τις ήπιες - όπως παραδέχεται και η ίδια- αντιρρήσεις της Ματούλας. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που δεν εισακούστηκε. Δεν επέμεινε, δεν πέρασε το δικό της. Γι’ αυτό  όλο το απομεσήμερο, τα είχε βάλει με τον εαυτό της.

 - «Σαν το μπούφο την έπαθα. Βρέθηκα μπόσικη, πως με τούμπαρε με τα καμώματα και τις γαλιφιές  του ο Μπέκιος μου και είπα το ‘’ναι’’. Στερνή μου γνώση, θα πεις,  να την είχα πρώτα. Αλλά ποια η ωφέλεια; Είπε, ’’θα πάω να ειδώ κι αν δε μ’ αρέσει θα φύγω την άλλη ‘μέρα’’. Κι εγώ τον πίστεψα. Πήρα τοις μετρητοίς τα λόγια του. Δεν πάτησα πόδι και το κακό με βρήκε κάνοντας ποδαρικό στην πόρτα μου».

Νωρίς το απόγευμα έφτασαν συγγενείς από την Αθήνα. Άφιξη που έριξε, όχι λάδι, μα βενζίνη στη φωτιά. Πυροδότησε νέο κύμα συγκίνησης κι όλοι, θρηνούσαν σφιχταγκαλιασμένοι, Η θρηνωδία κόπασε, τα μοιρολόγια σταμάτησαν μόλις μπήκε ο παππάς να κάνει το ευχέλαιο. Προπομποί του δυο παιδάκια με ριγμένο πάνω τους κάτι σαν άμφιο. Το ένα κρατούσε ψηλά το ‘ξαπτέρυγο και το άλλο το θυμιατό. Ακολουθούσε ο παπάς φορώντας  το πετραχήλι, με το ευαγγέλιο στα χέρια. Η είσοδός του  προκάλεσε αίσθηση. Θωριά επιβλητική. Ψηλός, ευθυτενής, βαριά περπατησιά. Γκριζωπή γενειάδα, σοβαρή όψη και βλέμμα αυστηρό. Εμφάνιση εντυπωσιακή, ανάλογη της περίστασης. Επικράτησε ησυχία. Συνέτεινε σ’ αυτό και ο δικός του λόγος.  «Δεν συντρέχει λόγος για μοιρολόγια, αφού δεν υπάρχει λείψανο», η πρώτη του κουβέντα.

              Τελείωσε το τελετουργικό. Ο ήλιος ετοιμαζόταν να «καθίσει» στην κορυφή της Ζήρειας να ξαποστάσει μια στάλα, μέχρι να χαθεί πίσω της. Οι πλαγιαστές ακτίνες του, έβαφαν μαβιές  τις αντικρινές πλαγιές χρύσωναν τα λιγοστά σύννεφα που αργοσάλευαν στον ορίζοντα. Όσο κοντοζύγωνε το σούρουπο, τόσο πιο βαρύ γινόταν το κλίμα. Η μελαγχολία, την κουβαλάει στις αποσκευές του το δειλινό, φόρτιζε κι άλλο τις ψυχές. Το έκανε ασήκωτο. Αποχώρησε ο παππάς, τα μάζεψα κι εγώ. Περνώντας μπροστά μου κοντοστάθηκε, με κοίταξε αυστηρά λέγοντας...

          - Γιατρέ δεν σε βλέπω  στην εκκλησία...

            Η παρατήρησή του - βρήκε ο...ευλογημένος την ώρα να την εκστομίσει- εις επήκοον των παρισταμένων με αιφνιδίασε. Απάντησα με φανερή την ενόχληση.

         - Αιδεσιμότατε, οι υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν την παρουσία μου. Καλούμαι να τις εκπληρώσω και μάλιστα σε περιστατικά, που πολύ συχνά απαιτούν άμεση παροχή βοηθείας. 

          Προφάσεις εν αμαρτίες, απάντησε. Η θέση σου, ως δημοσίου λειτουργού, είναι κοντά στο εκκλησίασμα. Ελπίζω να σε δω την Κυριακή.

              Η τελευταία φράση έμοιαζε με διαταγή. Έτσι την Κυριακή, πρωί -πρωί, άναβα κερί και προσκυνούσα την εικόνα της Παναγίας, τραβώντας τα βλέμματα του εκκλησιάσματος. Με οδήγησε ο επίτροπος, που επόπτευε στο παγκάρι, σε θέση που, κατά την άποψή του, άρμοζε στη θέση μου! Σε στασίδι ανάμεσα στο δάσκαλο και τον πρόεδρο της κοινότητας. Δεν πρόλαβα να καθίσω και με κάλεσαν να βγω έξω.  Ο...από μηχανής θεός έβαλε το χέρι του. Με αναζητούσαν από το διπλανό χωριό, τον Ασπρόκαμπο σε επείγον περιστατικό.

  • «Αρρώστησε ο μπάρμπα δάσκαλος και μου ‘παν να σε πάω γρήγορα στο χωριό», με πληροφόρησε ο απεσταλμένος.

Αποχωρώντας βιαστικά δεν πρόλαβα να κάνω ούτε το σταυρό μου. Πήρα την τσάντα μου, ανέβηκα στο τρακτέρ, πρωτόγνωρη εμπειρία, κι ολοταχώς ξεκίνησα για την εκτέλεση του καθήκοντος,  Μετά το περιστατικό αυτό, δεν ξανάγινε λόγος για την απουσία μου στην εκκλησία.

             Διακριτικά έκανα στην άκρη να περάσει πρώτος ο επί της γης εκπρόσωπος του Κυρίου. Πριν τον ακολουθήσω άκουσα τη  φωνή της Ματούλας.

  • «Γιατρέ μου σ’ ευχαριστώ για όλα…σε καρτερούμε τ’ απόβραδο στην παρηγοριά».

 

Το δείπνο της παρηγοριάς

«Περί λύχνων αφάς…», καθώς έγραφε ο παλιός νωματάρχης στην αναφορά του, κατηφόρισα για το σπίτι της Ματούλας. Για λόγους πρόνοιας πήρα και την ιατρική τσάντα μαζί μου. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσω την πόρτα, ήταν διάπλατα ανοιχτή. Μπήκα. Η σάλα, «αγορά πλήθουσα». Το κλίμα πιο ήρεμο, «εύκρατο» θα έλεγα μια και κάνω λόγο για «κλίμα». Τα πρόσωπα σοβαρά, τα λόγια μετρημένα. Με είδε ο Βασίλης, σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Η όψη του μάσκα πόνου. Πρόσωπο ηλιοκαμένο, τραβηγμένο και στεγνό, χαλκοκίτρινο, σαν φθινοπωρινό φύλλο. Τα μάτια βουρκωμένα, υπεραιμικό το εσωτερικό στα ματόκλαδα. Στο βλέμμα του, εύγλωττα  έκφραζε τον πόνο, από τα μύχια της ψυχής του αναβλύζοντας, σελάγιζε η οδύνη. Ο λόγος, με αισθητά βραχνή τη λαλιά, λιτός. Τρεις λέξεις όλες κι όλες.

  • «Τον χάσαμε το Μπέκιο γιατρέ…» ψέλλισε κι άνοιξε την αγκαλιά του.

Άφησα κάπου την τσάντα, πλησιάσαμε κοντά σ’ εκείνους που καθισμένοι ολόγυρα σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι, είχαν μπροστά τους ένα φλυτζάνι καφέ κι ένα ποτηράκι με κονιάκ. Το τελευταίο κάθε τόσο το ανύψωναν αμίλητοι, κίνηση συγχώρεσης του μεταστάντος, έπιναν μικρή γουλιά. Ο Βασίλης ξαναγύρισε στην  κουβέντα με τους «Αθηναίους». Αυτοί ήξεραν περισσότερα για το δυστύχημα.  Η δική του πληροφόρηση περιορισμένη στο περιεχόμενο του γράμματος με αποστολέα την αδελφή του. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος επικοινωνίας. Στο χωριό δεν υπήρχε τηλέφωνο, ούτε καν στο γραφείο της κοινότητας. 
 

ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ ΠΗΓΗ: worldtripit.wordpress.com/
 

             Ο Κωστάκης είχε φύγει για το Γιοχάνεσμπουργκ στα μισά Ιουλίου. Πήγε στην Αφρική, βρήκε χειμώνα και δουλειά στις οικοδομές, κοντά στον γαμπρό του. Πρόλαβε και δούλεψε σκάρτους δύο μήνες. Χωρίς να έχει εμπειρία για τη δουλειά που προσλήφθηκε, διέθετε μόνο τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου. Σκαρφάλωνε παντού περιγελώντας τον κίνδυνο. Ήθελε με κάθε θυσία, να αποδείξει ότι άξιζε. Δεν λογάριαζε τίποτα, αγνοούσε τους κανόνες ασφαλείας. Δεν τον συνέτισαν ούτε τα πρώτα μικροατυχήματα. Ένα πρωϊνό, έπεσε από ψηλά κι έμεινε στον τόπο.

              Η δική μου γνώμη για το άτομό του διαμορφώθηκε από τις λίγες κουβέντες που αντάλλαξα μαζί του μέχρι που έφυγε. Αυτές οι δυο-τρεις συναντήσεις μας, έγιναν κάποια πρωϊνά περνώντας από το πολιτικά ουδέτερο καφενείο του Αντρέα, όπου και σύχναζε η νεολαία του χωριού. Κοντά στα είκοσι πέντε χρόνια, φιλικός, ομιλητικός. Ο λόγος του συγκροτημένος, έξυπνες οι ατάκες του,  φανερή η αίσθηση του χιούμορ. Το χαμόγελο, που συνόδευε την εκφορά του λόγου, συχνά γινόταν εγκάρδιο γέλιο.  Η χαρά της παρέας που λένε. Στη συμπεριφορά του διακριτή η φυγοπονία για τις αγροτικές δουλειές.  Στις συζητήσεις με τους συνομήλικους, ακούσιος ωτακουστής, διαφαινόταν  η  ανάδυση μιας υποβόσκουσας τάσης φυγής.  Φαίνεται ότι η πρόσκληση της μεγάλης αδελφής, μετανάστριας στη Νότια Αφρική,  να πάει κοντά της, βρήκε πρόσφορο το έδαφος και καρποφόρησε. Ακολούθησε έτσι τα χνάρια των άλλων αδελφιών, που ήταν εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα. Έμειναν στο χωριό «δυο κι ο κούκος», όπως έλεγε ο Βασίλης και συμπλήρωνε γελώντας, «κούκος η μάνα μου». Αυτά σκεφτόμουν, και κρατούσα τις διαπιστώσεις για τον εαυτό μου, καθώς παρακολουθούσα, αμέτοχος, τις κουβέντες της ομήγυρης.

              Την πένθιμη ατμόσφαιρα τάραξε σούσουρο αναπάντεχο. Στις ορθάνοιχτες πόρτες  έκαναν την εμφάνισή τους τρία-τέσσερα άτομα, που κουβαλούσαν αχνίζουσες κατσαρόλες. Κατέφθαναν τα μαγειρέματα, προσφορά  για το δείπνο. Την παρηγοριά ή περίδειπνο.

«Μακαριά» το έλεγαν στο χωριό. Παραδοσιακά το προσφερόμενο δείπνο είναι η ψαρόσουπα.  Το ημιορεινό χωριό, είχε τ’ όνομα, αλλά του έλλειπε η χάρη. Ψάρι έβλεπαν, στη χάση και τη φέξη. Αν καμιά φορά, απελπισμένος από τα κεσάτια, Βοχαΐτης ψαράς έπαιρνε τα…βουνά και ξέπεφτε στο χωριό. «Βόχα», στη ντοπιολαλιά, η παραλία του Κορινθιακού στην ευρύτερη γύρω από το Κιάτο περιοχή. Για κατεψυγμένο ούτε λόγος, καθώς έλλειπε το ρεύμα. Η τοπική παραγωγή, με την επικουρία εδώδιμου από διαφορετική περιοχή της επικράτειας, έδωσε τη λύση.  Φασολάδα, ελιές, αντζούγιες Μυτιλήνης, να η τήρηση, έστω δειγματοληπτικά, της παραδοσιακής ψαροφαγίας, κρεμμύδι στουμπιστό και κρασί από τα βαγένια της Ματούλας. Το σερβίρισμα της φασολάδας έγινε όσο ακόμη ήταν ζεστή. Γινόταν στο τραπέζι, απευθείας από την κατσαρόλα στο πιάτο. Μετά την ευχή του παπά καταλάγιασε το σούσουρο. Έπιασαν δουλειά, σε αγαστή συνεργασία, τα κουτάλια και μασητήρες μέχρι ν’ αδειάσει το πιάτο. Ο άκρατος οίνος συδαύλισε να λυθούν οι γλώσσες, να γίνουν οι συνδειπνούντες λαλίστατοι. Παρακολουθούσα, καθώς για πρώτη φορά βρισκόμουν σε δείπνο μακαριάς, με αμηχανία αρχικά, περιέργεια στη συνέχεια και τελικά με έκπληξη την εξελικτική πορεία των δρώμενων. Προοδευτικά ενσωματωνόμουν στο περιβάλλον, μέχρι που έγινα μέρος του.

              Το κλίμα, καθώς προχωρούσε η νύχτα, γίνονταν όλο και πιο ελαφρύ. Αισθητή η χαλαρότητα, πιο θαρρετή η κουβέντα, απόπειρες ευθυμίας.  Γέλια, δειλά και συγκρατημένα, προκάλεσαν ρωγμές στο πυκνό προπέτασμα της θλίψης. Άλλαζε σταδιακά το σκηνικό. Αποσύρθηκαν οι μοιρολογίστρες. Να αμέσως μία παράμετρος που βελτίωνε την ατμόσφαιρα.  Στη θέση τους αυτόκλητοι ρέκτες αφηγητές. Κατάφεραν να βελτιώσουν κι άλλο το κλίμα διηγούμενοι εύθυμες ιστορίες. Τα δάκρυα κοινός παρονομαστής. Ρυθμίζουν την ψυχική ισορροπία συμβάλλοντας στην αποφόρτιση του θυμικού, ανεξάρτητα από το αίτιο που τα προκαλεί. Είτε είναι το κλάμα της λύπης, είτε το ασυγκράτητο γέλιο της ιλαρότητας. Παιχνίδι του θυμικού, θα πεις, που στρογγυλεύει τις γωνίες και  εξισορροπεί τις δύσκολες καταστάσεις. Όπως και να ‘χει, το «έπαιξα» για μερικές ώρες. Βρέθηκα να  ταλαντεύομαι από τη συγκίνηση στον ασυγκράτητο γέλωτα και τούμπαλιν.

              Πρωταγωνιστής ο πρωτοξάδελφος του Βασίλη, Κωστάκης. Καίτοι τριανταπεντάρης πλέον, το Κωστάκης σκιά του. Χαρισματικός αφηγητής,  «έδωσε ρέστα», κατά το λεγόμενο, τις μικρές ώρες. Τόσο γουστόζικες οι αφηγήσεις του, που ακόμη και η βαρυπενθούσα Ματούλα έβαλε τα γέλια.

  • «Μπανταβέ, φτάνει πια, σε λύπη είμαστε, όχι σε χαροκόπι», τάχα μου τον μάλωσε.

Δεν άφησε να πέσει χάμω η κουβέντα της.

  • «Θεία Ματούλα να με συμπαθάς και τούτη η μάζωξη, δουλειά του χάρου, στο τέλος χαροκόπι είναι. Θα βλέπει η ψυχούλα του Μπέκιου μας και θα χαίρεται. Κι εκείνος της χαράς και του γλεντιού ήτανε», απόσωσε την κουβέντα.

Ήπιε δυο γουλιές κρασί, «στέγνωσε το στόμα μου» δικαιολογήθηκε και ξανάρχισε να λέει.

  • «Να σας ειπώ μια πλάκα  με τον Μπέκιο. Πέρσι το καλοκαίρι πήγαμε για μπάνιο στο Κιάτο; Είχα πάρει μαζί και το Χριστάκι μου, τεσσάρω χρονώ μαμούρι. Μόλις το βάλαμε στη θάλασσα  το μικρό άρχισε να  σκούζει ‘’βγάλε με ρε πατέρα είναι λύσσα η έρημη’’. Θυμάσαι ρε Βασίλη, το παιδί πνιγότανε κι εμείς γελάγαμε. Καλά που ήταν κοντά του ο Μπέκιος και τ’ άρπαξε». 

Με τέτοιες αφηγήσεις κυλούσε η βραδιά και γινόταν όλο και πιο κεφάτη. Ο καθένας κάτι θυμόταν από τη σχέση με τον αποδημήσαντα και το κοινοποιούσε. Ένας άλλος πήρε από τον Κωστάκη το Βλάχο τη σκυτάλη, θυμήθηκε και ομολόγησε, πράγμα σπάνιο για κυνηγό, τις δικές του αστοχίες σε κυνήγι. Είχε πάει παρέα  με τον Μπέκιο για λαγό, λίγες ημέρες πριν φύγει.

  • «Πετάγεται που λέτε μπροστά μας ο λαγός, έτσι που ξάφνιασε και τα σκυλιά. Τραβάω και του ρίχνω καμπόσες μπαταριές καθώς πιλάλαγε στην κατηφόρα, δεν τον πέτυχα. Ο Μπέκιος κι άρχισε το καλαμπούρι, για να καταλήξει ‘’Ρε μπανταβέ‘’, βρισιά φιλική στη ντοπιολαλιά, ‘’δε λυπάσαι τα φυσίγγια’’ έλεγε και ξανάλεγε σκασμένος στα γέλια. Ρε Μπέκιο, τούτος εδώ δε λυπάται τη ζωή και τρέχει στο θερισμένο αφύλαχτος. Θα λυπηθώ εγώ τα φυσίγγια. Άααχ άσπλαχνη μοίρα, μας τον πήρες και μαζί το γέλιο του».

Τότε πετάχτηκε ένας τρίτος, που από τα λόγια του φάνηκε να ήταν στην παρέα τους.

  • «Γιατί δε μαρτυράς ότι κοντά στο λαγό χάσαμε και τα σκυλιά; Τον στρώσανε  από κοντά και τον φτάσανε στη Σκοτεινή. Γυρίσανε στο χωριό με τις γλώσσες να κρέμονται  τ’ απομεσήμερο». 

Με τη συμμετοχή κι άλλων, άρχισαν τα πειράγματα, τα σχόλια και οι υπαινιγμοί για ατζαμοσύνη. Η φιλική, ευχάριστη κουβέντα ζωήρεψε, έγινε Βαβυλωνία. Δεν ξέφυγε όμως, κρατήθηκε στο επίπεδο της ιλαρότητας. Και είχε...εύλογο λόγο να ξεφύγει. Ας ανοίξω παρένθεση, το καλεί άλλωστε και η επικαιρότητα όπως θα φανεί, των στιγμών που γράφονται αυτές οι αράδες.  

              Ο λόγος για τα γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως «Ιουλιανά». Την περίοδο εκείνη η πολιτική κατάσταση ήταν στο όριο να χαθεί ο έλεγχος. Οι αιτίες πολλές, η αφορμή μία. Η αποστασία ομάδας βουλευτών του Κέντρου, οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού και την πτώση της με 52% εκλεγμένης κυβέρνησης. Πρωταγωνιστές τότε βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, με υποχείριο το γιο της  βασιλιά Κωνσταντίνο και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου. Καταλύτης για τη δημιουργία της ανωμαλίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ακολούθησαν μήνες πολιτικής ανωμαλίας με συνεχείς βίαιες διαδηλώσεις. Βασιλική επιταγή αλληλοδιαδόχως διορισθέντες πρωθυπουργοί, οδήγησαν τελικά το κυβερνητικό σκάφος στην ξέρα της χούντας του 1967. Ακολούθησαν, το οπερετικό πραξικόπημα του Κωσταντίνου το Νοέμβριο του 1967, που κατέληξε στην «από χωρίου εις χωρίον καταδίωξή του» και τελικά την φυγή στο εξωτερικό, τα έξι και μισό χρόνια της στυγνής δικτατορίας του Παπαδόπουλου και το τελευταίο, στυγνότερο πεντάμηνό της με τον Ιωαννίδη, που έπεσε με μοχλό την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο 1974, αφού ξεπούλησε πρώτα τη μισή Κύπρο, που ακόμη είναι κατεχόμενη.
Ο αντίκτυπος στο χωριό εκφραζόταν με τις έντονες αντιπαραθέσεις στα καφενεία, που από καταβολής ελληνικού κράτους, ήταν ξεχωριστά πολιτικά στέκια. Εντούτοις τη βραδιά της μακαριάς, από το ετερόκλητο πλήθος, δεν ακούστηκε κιχ πολιτικού λόγου. Ο σεβασμός, έκφραση αρχέγονης πολιτιστικής συμπεριφοράς, προς εκείνους που πενθούσαν.

              Η ρήση «η δράση, γεννά αντίδραση», είναι αξίωμα στις Φυσικές Επιστήμες. Ισχύει και στις, για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία γίνονται, κοινωνικές εκδηλώσεις. Νομοτελειακή εξέλιξη, μόνο που στις τελευταίες κρύβει και την παράμετρο έκπληξη.  Θα ήταν λοιπόν παράδοξο, να λείψει η αντίδραση, αφού η μακαριά ως τελετουργικό εμπεριέχει δράση.  Εκείνη λοιπόν η βραδιά έμελλε να είναι η αφετηρία για εξελίξεις, που είχαν, όπως απεδείχθη αργότερα, και το στοιχείο της έκπληξης. Μπήκαν σε τροχιά  διαδικασίες, οι οποίες είχαν ως κατάληξη δύο γάμους. Ο ένας, του Βασίλη με τη Γεωργία, από ειδύλλιο και του Γιώργη του Γαβρίλη με τη Θοδώρα, από συνοικέσιο. Πέρασε γοργά ο χρόνος. Ξαφνιάστηκα κάποια στιγμή κοιτώντας το ρολόΐ μου. Κόντευε τρεις. Σε λιγότερο από δυόμιση, το λυκαυγές θα κουρταλούσε ν’ ανοίξει η πόρτα για να περάσει η καινούργια μέρα. Ώρα λοιπόν να πηγαίνω. Αναζήτησα και πήρα την τσάντα μου, πέρασα  ν’ αποχαιρετήσω. «Γιατρέ σ’ ευχαριστώ. Στάθηκες κοντά μας σαν δικός μας άνθρωπος», τα λόγια του Βασίλη. Με συνόδευσε μέχρι την αυλόπορτα. Ούτε που θυμάμαι τι ψέλλισα. 

 

  * Το μοιρολόγι - πως μπορούσα άλλωστε να το θυμάμαι- δεν είναι ένα από εκείνα που ακούστηκαν. Είναι χρησιδάνειο για την οικονομία του κειμένου. Σταχυολογήθηκε από τη διπλωματική εργασία με τίτλο: «Οι γυναίκες και το μοιρολόϊ στην περιοχή της Μάνης», της κυρίας Κωνσταντίνας Γιαννακοδήμου,  Ρόδος 2020. 

 

Επιστροφή