Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
24/11/2023

Παλιές μορφές του χωριού μας - Η Κυρά Λένη Καλικούτσιενα - Συμπλήρωση σχόλιο από την Μαρία Βασ. Βλάχου

Μια αναφορά του συγχωριανού μας Δημήτρη Κων. Γαλάνη (Βρακοτσώλη) σε προηγούμενη ανάρτηση στην ιστοσελίδα του χωριού μας, μας θύμισε μιά παλιά μορφή του χωριού μας την αείμνηστη κυρά  - Λένη την «Καλικούτσιενα», κι είπαμε να πούμε δυό λόγια για μια ξεχωριστή παρουσία που πέρασε στο παρελθόν από τον τόπο μας.

-.-.-.-.-.-.-

Τα φέρνει η ζωή μερικές φορές να συναντάμε και να συναναστρεφόμαστε κάποιους «διαφορετικούς» για τα δικά μας δεδομένα ανθρώπους και να τους κρίνουμε βιαστικά και αδιάφορα με τα δικά μας δήθεν «αμερόληπτα» κριτήρια.

 Με βάση λοιπόν τα δικά μας κριτήρια, συνηθίζουμε να τους βλέπουμε «περίεργους», «παράξενους», «αλλόκοτους»  και όχι με την καλή έννοια «διαφορετικούς» όπως ίσως θα έπρεπε.

Ένα ινδιάνικο ρητό λέει πως «Μην κατακρίνεις κανέναν, αν πρώτα δεν βαδίσεις κι εσύ ένα φεγγάρι δρόμο μέσα στα δικά του παπούτσια…». Κι είναι αυτό νομίζουμε μια μεγάλη αλήθεια μιας και όταν προηγείται η κατάκριση αδυνατούμε στη συνέχεια να διακρίνουμε ακόμα και το προφανές …

Ένα τέτοιο πρόσωπο που δύσκολα καταλάβαινες , ζούσε τα παλιά τα χρόνια στο χωριό μας. Τις δεκαετίες 1960-1980, μια ασκητική ψηλόλιγνη φιγούρα ζούσε μοναχικά, ξεχωριστά απ΄ όλους τους υπόλοιπους συγχωριανούς.

Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τους υπόλοιπους, αλλά αν ήσουν παιδί το ένοιωθες πως αυτό συνέβαινε όχι από παραξενιά απ’ τη δική της την πλευρά, αλλά από μια θέση άμυνας που η ίδια (ή μήπως οι άλλοι) είχε επιβάλει στον εαυτό της.
Μονάχη της συντροφιά οι 5-6 κατσικούλες της που φαίνεται πως τις υπεραγαπούσε, μιας και τις αποκαλούσε «κοπελούδες μου !». Είχε δώσει μάλιστα σε όλες ονόματα, βγαλμένα λες απ’ τα παλιότερα παραμύθια  : Η Ζαϊρα, η Μελένια, η Μικρούλα κτλ.

 Ένα ταπεινό χωμάτινο καλυβάκι, που σε πείσμα των καιρών ακόμα και σήμερα συνεχίζει να στέκει κοντά στον κεντρικό δρόμο απέναντι από του «Τέλη», δίπλα στου "Ρίγκου" στο κάτου χωριό, ήταν ο κοινός τους κοιτώνας, το μοναδικό δωμάτιο, όλο της το βιός.  

Σ’ αυτό το ταπεινό καλυβάκι οι ανέσεις περιορίζονταν σε πολύ λιγότερα κι από τα άκρως απαραίτητα για τα μέτρα ενός ανθρώπου ακόμα και εκείνης της εποχής. Δεν είχε ηλεκτρικό, ούτε τρεχούμενο νερό (της έβαλαν όμως πολύ αργότερα όταν έγινε το δίκτυο …).
Δεν παραπονέθηκε ποτέ γι’ αυτές τις ελλείψεις. Δεν ένιωθε να της λείπει τίποτα υλικό με την έννοια ότι αρκείτο σε ότι είχε, σ’ αυτά τα ελάχιστα. Λίγο γάλα, μια μουτζήθρα λίγη μπομπότα. Όσα λιγότερα είχε τόσο πιο πολύ αδιαφορούσε για τα περισσότερα που όλοι οι υπόλοιποι εναγωνίως γυρεύουμε.

Σπάνια την αναζητούσε κάποιος, ποτέ δεν μιλούσε σε κανέναν για την οικογένειά της και για το παρελθόν της. Οι παλιότεροι έλεγαν πως βρέθηκε στο χωριό μας γιατί παντρεύτηκε έναν παλιό συγχωριανό μας που πέθανε νωρίς, το Μήτσιο Λάμπρου κι απέχτησαν μάλιστα κι ένα παιδί, που ποτέ δεν έτυχε να ακούσουμε πως την αναζήτησε στο χωριό μας. Η κυρά –Λένη, κλεισμένη στο δικό της κόσμο, δεν ένιωθε την ανάγκη να ασχοληθεί με κανέναν γι’ αυτό και ποτέ δεν έκρινε και δεν κατέκρινε κανέναν, ποτέ γενικά δεν ήταν στα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα.
Η έλλειψη της κοντινής ανθρώπινης παρουσίας, την έκανε να συζητά μεγαλόφωνα πολλές φορές με τις «κοπελούδες» της. Τις «μάλωνε» γλυκά σαν τα άτακτα παιδιά, τις «νουθετούσε» αλλά και τις κανάκευε…

Ήταν η μοναδική της συντροφιά και αντιλαμβανόταν πλήρως ότι οι κατσικούλες ήταν ο μοναδικός ασφαλής κατά δικός της κόσμος.

Τις Κυριακάδες η κυρούλα ήταν όμως απ’ τις πρώτες στην Εκκλησιά. Με τα φτωχικά της κουρέλια ντυμένη μια γκρίζα ρόμπα και ένα κεφαλομάντηλο χοντρό ντρίλινο, με την σχεδόν εξαϋλωμένη εμφάνισή της, με την ταπεινοφροσύνη που απέπνεε, φάνταζε στα παιδικά μας μάτια σαν κάποια Αγία που ‘χε ξεφύγει απ’ τα εικονίσματα.
Πάντα καθόταν απόμερα στο πίσω –πίσω σκοτεινό κείνα τα χρόνια μέρος της εκκλησίας της Παναγίας, κάτω απ’ τις σκάλες του γυναικωνίτη. Στεκόταν πάντα όρθια, ποτέ σε καρέκλα, ποτέ σε στασίδι λες και δεν έπρεπε να στερήσει το κάθισμα απ’ τους άλλους …

Κρατούσε πάντα ανάμεσα στα αδύνατα ροζιασμένα της χέρια αναμμένη εκείνη τη μπάλα από το φτιαχτό κερί που κρατούσαν όλες οι γυναίκες του χωριού μας εκείνη την εποχή. Έκανε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια το Σταυρό της και σιγόψελνε με κατάνυξη τα απολυτίκια που τύχαινε να γνωρίζει.
Έβλεπες τότες που και που, ένα δάκρυ που κυλούσε στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, σημείο της πραγματικής της επαφής με το Θείο …

Πριν ολοκληρωθεί το «δι’ ευχών» πρώτη -  πρώτη έφευγε από την εκκλησιά, ξαναγύρναγε γρήγορα στο καλυβάκι της, στις κοπελούδες της, στη σιγουριά της, στον κόσμο της …

Δεν φοβόταν όμως τους ανθρώπους όπως κανείς εύκολα θα υπέθετε. Κάθε άλλο. Απλά «εξ ιδίας της πείρας» δεν έκανε ποτέ το πρώτο βήμα σε μια ανθρώπινη συναναστροφή. Άφηνε στους άλλους αυτήν την επιλογή. Για κατά δικούς της πάλι λόγους …

Αν όμως ένοιωθε ότι κάποιος την πλησίαζε με καλή προαίρεση, χωρίς κατάκριση, γινόταν εύκολα ένας άλλος άνθρωπος. Αν έβλεπε ότι δεν υπήρχε η στραβή ματιά ανοιγόταν. Κι όταν ανοιγόταν όποιος είχε την τύχη τότε να είναι δίπλα της το μόνο που χρειαζόταν ήταν να έχει απλά τα αυτιά του και τα μάτια του ανοιχτά.

Μεγάλη της αδυναμία τα παιδιά … Ποιος ξέρει ποιο παρελθόν την έκανε να λατρεύει τα παιδιά και να γίνεται ένα μαζί τους, πότε όμως παιδί κι ή ίδια και πότε δάσκαλος. Όχι απ’ τους δασκάλους όμως που τότες συνήθως ξέραμε. Μα ένας γλυκός δάσκαλος που ένοιωθες πως είχε στην ψυχή της όλη την καλοσύνη του κόσμου κι ήθελε να στην προσφέρει όλη μαζεμένη, δώρημα …

Κι αν τύχαινε και την καλούσες και στο φτωχικό σου μια χειμωνιάτικη νύχτα να ζεσταθεί λιγουλάκι το κοκαλάκι της και ελάμβανε τη «μέγιστη τιμή» να δειπνίσει λίγα λάχανα με λίπος απ’ τις τσιγγαρίδες, μαζί με ένα - δυο ποτηράκια Ψαραίϊκο κόκκινο κρασί, οι καρδιακές ευχές για τον αφέντη του σπιτιού και την οικογένειά του περίσσευαν και το ‘νιωθες πως έβγαιναν απ’ ευθείας απ’ την ψυχή της.

Και τότες η ανταπόδοση ήταν καλύτερη κι από χρυσός … Πόσα πρωτότυπα παραμύθια αράδιαζε, πόσες ιστορίες που έμοιαζαν (;) αυτοβιογραφικές, πόσες διδαχές απλόχερες που κανένας δάσκαλος δεν κατάφερνε τόσο ιδανικά να σου «περάσει».
Αγαπημένη της ιστορία ο Αηγιώργης με το δράκο. Τόλεγε τόσο πειστικά που κάθε φορά αναρωτιόσουν αν ο ΑγιοΓιώργης τούτη τη βολά (όχι φορά, έτσι τόλεγε) θα προλάβει να σώσει την κόρη απ΄το δράκο … Σπάνιες οι φορές που δεν έκλαιγε όταν το διηγιόταν. Άντε τώρα να μην κλάψεις παιδί εσύ που τ’ άκουγες και που την έβλεπες να το ζει και να κλαίει τόσο φυσικά …
Το αποκορύφωμα ήταν όταν σηκωνόταν απ’ το τραπέζι για να φύγει για το καλυβάκι της. Πάντα έκανε ιεροτελεστικά τρεις φορές το σταυρό της με μεγάλα ανοίγματα των χεριών σχεδόν καλογερικά και μεγαλόφωνα έλεγε :

  • Σ’ ευχαριστώ Κύριε για το σημερινό πλούσιο τραπέζι ! Έφαγα σαν Πάσχα σήμερα !

Ευχαριστούσε ταπεινά πρώτα το νοικοκύρη και μετά την οικογένεια, λέγοντας :

  • Παγαίνω στα κορίτσια μου τώρα, με χάσανε … καλό να ‘χουτε στο σπιτικό σας … και χανόταν σιγά - σιγά μέσα στη νύχτα, έτσι ακριβώς όπως ερχόταν…

 Σαν μια οπτασία των παιδικών μας χρόνων που η αχλή της εποχής την τύλιγε διακριτικά και δεν άφηνε ποτέ  να διακρίνεις το ακριβές …

Η Κυρα-Λένη η «Καλικούτσιενα» πέρασε απ’ τον τόπο μας «… σιγανά πατώντας στη γη …» και δικαίως μπορεί να συμπεριληφθεί στους  «ανθρώπους που πρόσφεραν στο χωριό μας», μιας και με την παρουσία της και το μοτίβο ζωής της – όσο κι αν δεν το επέλεξε κατ’ ανάγκη- έδωσε υπόσταση στην ορολογία «αγνός πραγματικός άνθρωπος» !

 

Ας είναι αναπαυμένη !

 

 

Γιάννης Σκούρτης – www.psarikorinthias.gr  24.11.2023

 

-.-.-.-.-.-.-.-.-

Εξαιρετικό το κείμενο Γιάννη! Τη θυμάμαι αμυδρά τη γυναίκα αυτή, ήταν ακριβώς όπως την περιγράφεις...
Ισως θα έπρεπε να εκδοθεί ένα βιβλίο με όλες αυτές τις φιγούρες, τις ξεχωριστές αυτές και αγνές προσωπικότητες. Στα πλαίσια της λαογραφίας, της παράδοσης..Με την άδεια των οικογενειών φυσικά....και να συνοδεύονται οι περιγραφές με αστεία περιστατικά, διαλόγους, εύστοχες κουβέντες τους που έχουν μείνει ακόμα στη μνήμη μας. Θα μπορούσαμε ίσως πολλοί από εμάς να βοηθήσουμε με διηγήσεις και βιώματα.
Έχω μια θάλασσα ιστορίες απ' τη γειτονιά μου, θεία Λενη Φασουλού, ( 9; παιδιά, τα 7 στην Αυστραλία, δύο στην Αθήνα και ζούσε μόνη της. Περίμενε το Γιώργο και την Αλεξάνδρα τα καλοκαίρια) η γιαγιά μου η Ματούλα και ο παππούς μου ο Γιώργης, (εσύ τώρα να πας στο καφενείο, οι άντρες δεν κάθονται στο σπίτι με τις γυναίκες! Μόλις είχε γυρίσει απ' την Κατσαραπα με το γαιδουράκι..παρόλα αυτά έλεγε Ματούλα και έφεγγε ολόκληρος! ) ο μπάρμπα Τρύφωνας με τη θειά Νίκη που όλο παραπονιότανε στη μάνα μου τέτοια εποχή γιατί της τρώγαμε τα ρόδια, ο παπά Τάκης και παπαδιά Αμαλία δίπλα, (ένα μυστήριο επλανάτο γύρω απ' το σπίτι τους, ήταν άβατο, δεν ξέραμε τι έχει μέσα ώσπου μια μέρα αποφασίσαμε να το ανοίξουμε- σύσταση παιδικής συμμορίας. Η ιστορία έχει και συνέχεια.. κυρά Βλασούλα μπάρμπα Χρήστος, (αυτό που μου άρεσε στα παλιά ζευγάρια ήταν ότι οι γυναίκες τους έδιναν εντολές επιτακτικά και εκείνοι τις εκτελούσαν άμεσα και αδιαμαρτύρητα. Ήταν σούπερ! ) ο γερό Λαδάς η θεία Όλγα, (το απίστευτα νοικοκυρεμένο σπίτι, όλα ήταν στη θέση τους! ) ο Κληρονόμος με τη θεία Μαρία (και εδώ έδρασε η συμμορία), Τσιάκος μπάρμπα Ηρακλής και Λουκία, η θεία Παρασκευή από κάτω, Μητσούλης, Μητσούλαινα, (πάντα με ένα ταγάρι και όλο κουβάλαγε..), Καλατζαίοι, (ο μπάρμπα Βασίλης, ήσυχος και ευγενικός) Καραγιανναίοι, (θεία Δήμητρα=εκκλησία) παπά Γιάννης τι καλός....) και η παπαδιά η Σοφία ή αλλιώς πρεσβυτέρα, Καραθανάσης και η Μαρούσω! (Χαμογελαστή, όλο έτρεχε...) Θειά Κατερίνα Σπηλιωπουλίνα, (ντυμένη με μαύρα, γυρωρχότανε) μπάρμπα Μήτσος Τσαμαδός (καλημέρα μπάρμπα Μήτσο, για που το βαλες πρωι- πρωί; Πάω στη Νεμέα να δω τα αίματα μου! -αγωνία), μπάρμπα Βασίλης Λυκαργύρης (τρώγαμε κυνήγι κάθε μεσημέρι γιατί τον ξυπνάγαμε...) θεία Ουρανία,(δεν μας έβλεπε η κακομοίρα και ο τι ζαβολιά κάναμε πάντα στο Λυκαργυραίικο, μέχρι και βάφτιση έκαναν οι μεγάλοι στη Ράνια όταν ήταν μωρό! (Δράστες: Βασίλης, Ματούλα, Μαρίνα, Κωστούλα, Βούλα, Γεωργία, Σταυρούλα) μπάρμπα Βαγγέλης Νικολός, (ο νευρικός ψάλτης) Σκούρτης- Σκούρταινα (δεν είχαμε αφήσει κεράσι για κεράσι στο σπίτι σου), μπάρμπα Θανάσης Σταυρόπουλος (πολύ τσιγάρο!). Η θεία Σοφία όλο του φώναζε καθιστή ενώ έπλεκε) η θεία Αγγελικώ με τον μπάρμπα Δημήτρη τον Καλέση, ο μπάρμπα Μήτσος ο Νικολός (αυτός και η μάνα μου στον τρύγο έβγαιναν πάντα πρώτοι στην αράδα και γυρίζανε πίσω να βοηθήσουν και όλους εμάς για να βγει το έργο γρήγορα..τα χέρια τους μηχανή....) και η θεία Σταυρούλα, Χουσαλαίοι δίπλα, Φανιώ, η γιαγιά μου η Μαρίνα (που σε κοιτάγε πολύ διακριτικά -κανονικό σκανάρισμα- και τα σχόλια της ήτανε μπαμ! ) και ο παππούς μου ο Δημητράκης ο Δούρος, (λίγο τον θυμάμαι με τα άσπρα του μαλλιά, τσοπάνης απ' τους γνήσιους, στην εσωστρέφεια του) η Αδαμαντία (δεν υπήρχε...μια κατηγορία από μόνη της) ο μπάρμπα Γιώργης ο Λαυκιώτης με τα προβατάκια του και άλλοι και άλλοι..
Οσο για τα καφενεία τι να πούμε...το καθένα είχε τη μορφή του, ο θείος ο Κωστάκης,Βρακωτσόλης, χαρούμενος να λέει αστεία. Ο μπάρμπα Γιώργης ο Φωτόπουλος με το ειδικό του βάρος. Αν δεν τον ήξερες τον φοβόσουν κιόλας γιατί είχε και καραμπίνες! Ο μπάρμπα Μάχος παρά τα χρόνια του δούλευε ακατάπαυστα, ζωηρός και αεικίνητος.Ο Αντρέας ο Γαλάνης.
Κάθε σπίτι ήταν ξεχωριστό. Άνθρωποι ξεχωριστοί με τα προτερήματα με τα ελαττώματα τους, αλλά στην παιδική ψυχή κατά έναν ανεξήγητο τρόπο εγώ ένιωθα ότι όλοι με αγαπάνε και όπου και να πήγαινα ένιωθα σαν το σπίτι μου, σ ένα χωριό ολοκληρο...Υπήρχε αγνότητα, αγάπη και καλοσύνη...εχω απ' τα παιδικά μου χρόνια μνήμες, βιώματα, αστείες σκηνές, ατάκες απίστευτες και τσακωμούς πολλούς για το νερό στη στέρνα! Σαν ένας θησαυρός κρυφός και αλογάριαστος...
Ζητώ συγγνώμη αν ξέχασα κανέναν και για το μακροσκελές κείμενο, , δε γίνεται να τους αναφέρω όλους, είναι πολλοί και όλοι ιδιαίτεροι, τουλάχιστον να μη λησμονήσω αυτούς που έζησα πιο πολύ, αυτούς που συναντούσα καθημερινά μέχρι εκεί που έφτανε η εμβέλεια μου ως παιδί...

 

Μαρία Βασ. Βλάχου

Επιστροφή