Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
18/11/2023

Νταλαμανάρα- Οι Ψαραίοι για μεροκάματο στο «πορτοκάλι» τις δεκαετίες 1970-1980 Σχόλιο – συμπλήρωση από το Δημήτρη Κων. Γαλάνη

Εκατόν είκοσι περίπου χιλιόμετρα κάθε μέρα (με επιστροφή) με τα παλιά λεωφορεία του 1970 και του 1980 από το Ψάρι μέχρι την περιώνυμη «Νταλαμανάρα» κοντά στο Άργος και τα άλλα χωριουδάκια με τα αχανή περιβόλια με πορτοκαλιές, λεμονιές και μανταρινιές.

120 χιλιόμετρα χειμώνα καιρό (από τον Οκτώβρη μέχρι το Μάρτη) και ενδιάμεσα της διάνυσης της απόστασης, όλη μέρα, κάθε μέρα, με κάθε καιρό, εξαντλητική εργασία στην ύπαιθρο για πολλούς συγχωριανούς μας εκείνης της εποχής …

Η συλλογή των εσπεριδοειδών απαιτούσε πολλά και φτηνά εργατικά χέρια, οι αλλοδαποί δεν μας είχαν ακόμα ανακαλύψει ως χώρα κι έτσι οι σκληροτράχηλοι Ψαραίοι (άνδρες και κυρίως γυναίκες), είχαν το «προνόμιο» να ξυπνούν από τις 4.00΄ το πρωί για να προλάβουν να προετοιμαστούν για το «πούλμαν» που θα ερχόταν να τους πάρει για το μεροκάματο.

Κοντά δυό ώρες δρόμος εκείνη την εποχή, για να φτάσει κανείς στο μεροκάματο. Χωρίς καμιά ασφάλιση, καμιά προνόηση  για περίπτωση ατυχήματος ή αρρώστιας, οι συγχωριανοί μας έπαιζαν στην κυριολεξία τη ζωή τους κορώνα – γράμματα για την εξασφάλιση του καθημερινού της οικογένειας ή για το προίκισμα του κοριτσιού…   

«Δουλεύω στο πορτοκάλι», «πάω στο πορτοκάλι», έλεγαν οι συγχωριανοί μας εργάτες γης και ο «Φραγκίστας» και οι άλλοι εργοστασιάρχες των εσπεριδοειδών της περιοχής Άργους και Ναυπλίου, έτριβαν τα χέρια τους, όταν εξασφάλιζαν πολλούς «νοματαίους» από το Ψάρι για εργάτες. Γιατί ήξεραν ότι οι Ψαραίοι ήταν πολυ ανθεκτικοί στη δουλειά και η δουλειά τους θα γινόταν με ασφάλεια κάτω από όλες τις καιρικές συνθήκες …

Ένας άνθρωπος του χωριού μας, ήταν συνήθως ο ενδιάμεσος, κάτι σαν «εργολάβος» που αναλάμβανε για λογαριασμό των περιβολαραίων να τους εξασφαλίζει καλό και φθηνό ανθρώπινο δυναμικό.
Πάντα ξεκινούσε τη λίστα του με τα ονόματα που ζητούσαν επίμονα οι περιβολάρηδες και μετά αναζητούσε κι άλλα άτομα για να συμπληρώνει, ώστε το «πούλμαν» να μην πηγαίνει κι έρχεται άδειο.

Σε μια τέτοια έλλειψη χεριών, στο τέλος γράφονταν στη λίστα ακόμα και μικρά παιδιά (13, 14 ή 15 χρόνων) για να κάνουν λίγα μόνο μεροκάματα. Ο υποφαινόμενος σε ηλικία 14 ετών, είχε το προνόμιο να ζήσει για δυο (2) όλες κι όλες μέρες αυτήν την ιδιαίτερη εμπειρία :

  • Ξύπνημα πριν τα κοκόρια να το πουν, ύπνο στο «πούλμαν», ξύπνημα με το χάραμα στα πορτοκαλοχώραφα και ευθύς αμέσως μεροκάματο μέχρι αργά το απόγευμα ασταμάτητα. Η τύχη το φερε και τις μέρες που δούλεψα δεν ψιλόβρεχε. Είχε όμως μια δροσιά που έλεγες λιγότερο θα βρεχόμουν στη βροχή. Τα παιδικά χέρια μαραίνονταν από τον πρωϊνό πάγο του κάμπου, αλλά δεν υπήρχαν δικαιολογίες. Ο επιστάτης του χωραφιού έδειχνε να μην κατείχε και πολύ από συναισθηματισμούς. Το πλαστικό δοχείο που για πρώτη φορά βλέπαμε τότε (κλούβα) έπρεπε να γεμίσει με συνοπτικές διαδικασίες. Και αμέσως μετά κι άλλο κι άλλο … Σκαρφαλωμενοι στα δέντρα, ξεπαγιασμένοι, αλλά είπαμε συναισθηματισμοί δεν χωρούσαν …

Θαύμαζε εκεί κανείς ιδιαίτερα εκείνες τις σκληροτράχηλες γυναίκες του χωριού μας. Αγόγγυστα, βρεγμένες μέχρι το κόκκαλο, ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, έκοβαν πορτοκάλια, γέμιζαν την ποδιά τους και στη συνέχεια τις κλούβες, τις φορτώνονταν μετά στην πλάτη και τις έβγαζαν από το χωράφι. Πολλές ώρες την ημέρα (τουλάχιστον 10) ασταμάτητη δουλειά !


Γυναίκες του χωριού μας στο "πορτοκάλι", την ώρα του κολατσιού ​

 Η ανάγκη έκανε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής να μην αναζητούν προφάσεις και να δείχνουν πως δεν αντιλαμβάνονται δυσκολίες. Το μεροκάματο ήταν απαραίτητο στο σπίτι για να ζήσει η οικογένεια, να σπουδάσει το παιδί, να προικιστεί το κορίτσι …

Ο θαυμασμός όμως για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, επαυξανόταν όταν κανείς αντιλαμβανόταν τι περίμενε εκείνες τις ηρωίδες όταν θα επέστρεφαν βράδυ κατάκοπες στο σπίτι. Η ξεκούραση άγνωστη λέξη… Μαγέρεμα, σιγύρισμα του σπιτιού, πλύσιμο, τάισμα και διάβασμα των παιδιών, προετοιμασία της επόμενης μέρας κι άλλα πολλά που κανείς σήμερα δεν θα άντεχε …   

Κι ο θαυμασμός κορυφωνόταν όταν τις έβλεπες να μην χάνουν ούτε στιγμή το χιούμορ τους και με τα χωρατά να ξορκίζουν την καθημερινή κούραση. Αλλά και όταν το μητρικό τους ένστικτο επιμελώς κάλυπτε τη δική μας έλλειψη προνόησης :

  • Πρώτη μέρα στο «πορτοκάλι» κι σαν παιδιά η φροντίδα για το κολατσιό δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Τουτέστιν δεν υπήρχε τίποτα για κολάτσισμα… Γρήγορα-γρήγορα οι «Μανάδες» φρόντιζαν απ’ το υστέρημά τους «να φάνε κάτι και τούτα τα μαμούρια  …»

      Σήμερα στο βάθος του χρόνου  που σου ξανάρχονται στο νου κείνες οι σκηνές, θυμάσαι τα ξεπαγιασμένα σου χέρια να κρατούν το αναπάντεχο πεντανόστιμο κολατσιό κι αντιλαμβάνεσαι πως ήταν το πιο γλυκό ψωμί που ‘φαγες ποτέ στη ζωή σου !

  • Καλό να χετε κουρασμένες «Μανάδες» όπου κι αν βρισκόστε !

 

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

 

Σχόλιο – συμπλήρωση από το Δημήτρη Κων. Γαλάνη

 

Πούλμαν; Τι Πούλμαν; Στην "Κοπή" με Φορτηγά πήγαιναν, στην καρότσα, ντυμένη με νάιλον μέσα και μουσαμά απ΄ έξω.. Μία ή δύο λάμπες με ντουί ο φωτισμός και πάγκοι δεξιά, αριστερά για καθίσματα. Φορτηγά , Mercedes, οι λεγόμενες "Γουρούνες" και το Χανομάκι.!!!

Τα καταστήματα του Χωριού , τα "Μαγαζιά" άνοιγαν 3:30 - 4:00 τα χαράματα, για να ψωνίσουν Ρέγκα, τυρί, σαλάμι, σαρδέλες και κονσέρβες πχ Flokos., Ζαμπόν, Κορν μπίφ. Μεροκάματο πήγαιναν Άντρες και Γυναίκες.
Επίσης στη επιστροφή τους περίπου 4:00 αν δεν κάνω λάθος, πιτσιρίκια τρέχαμε πίσω από τα φορτηγα για να πάρουμε πορτοκάλια και κυρίως μανταρίνια.

Στα "Εργοστάσια" των Φραγκίστα και Χριστοδούλου πήγαιναν οι νέοι, τα Αγόρια και τα Κορίτσια, βάρδιες, με Πούλμαν του Σταματέλλου, τυχερά.!!! Θυμάμαι τον οδηγό, τον Κώστα, τον "Μαύρο". Επιστάτες, Κοπή: Παπαδόπουλος Νικόλαος [Καπούτσος], Λυκαργύρης Παναγιώτης, Δούρος Γιάννης [Ντουρόγιαννης]. Εργοστάσιο: Τσιάκος Φώτης, Λυκαργύρης Παναγιώτης [σταμάτησε την κοπή και πήγε εργοστάσιο]. Οδηγοί των Φορτηγών - Γουρούνες- και Χανουμάκι - βλέπε καρότσα.... Σταύρου Βασίλης [Σαμαράς], Γαλάνης Κώστας [Βρακοτσώλης] και Βλάχος Βασίλης [Ματούλας].

Πήγα στις διακοπές Χριστουγέννων στο εργοστάσιο, έρχονταν και από Ασπρόκαμπο.
Σουξέ την εποχή εκείνη ... Κώστας Καφάσης με το "Γέλα Κυρία μου.' Επίσης, Πάνος Μαρίνος με το "Άδικα χάνεις τον καιρό σου"- Νίκος Πάνου με το " Ή Κατάρα" και Κωστής Χρήστου με το "Αλίμονο". Ελάχιστοι δεν έζησαν αυτές τις στιγμές.

Θρύλοι της κοπής, Θανάσης Τσιέλος, Κυριακόπουλος Δημήτριος [Μητσιονικολός] και Καλικούτσενα...

Επιστροφή