Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
18/9/2023

Περί οίνου λόγος – διάλεξη του Ιατρού κ. Χαράλαμπου Δ. Τούντα

Π Ε Ρ Ι  Ο Ι Ν Ο Υ  Λ Ο Γ Ο Σ

                 

              Η προτροπή –ύστερα από σύντομη κουβέντα ανίχνευσης των προθέσεων– έμοιαζε με εντολή. Λακωνική, σαφής, ακριβής. «Διάλεξη σαράντα λεπτών. Θέμα: Περί οίνου λόγος». Αποδέκτης το άτομό μου. Ο αντίλογος με περιπαικτική διάθεση. «Κι αν ο λόγος, υπό την επήρεια του οίνου, γίνει πολυλογάς;». Ρητορικό το ερώτημα. Ως εκ τούτου, δεν περιμένω απάντηση. Εντούτοις υπάρχει! «Κριτής το ακροατήριο». Η πρόταση καλοδεχούμενη, χωρίς δεύτερη σκέψη έγινε αποδεκτή. Το θέμα δελεαστικό. Κέντρισε το πνεύμα, ενεργοποίησε τη φαντασία, έκανε τις σκέψεις να φτερουγίσουν. Λέτε γι’ αυτό να φταίει ο «οίνος» του τίτλου;

              Προτού κατακάτσει ο «κουρνιαχτός» από τον ενθουσιασμό –καθώς η τρυγία στο βαγένι- δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά αργότερα, βγαίνουν στο προσκήνιο τα ελλοχεύοντα προβλήματα. Και είναι αρκετά και δύσκολα. Το σκηνικό αλλάζει. Η ευφορία, δίνει τη σκυτάλη στο σκεπτικισμό. Ο εφησυχασμός, δίνει τη θέση του στην ανησυχία. Η τελευταία σημαίνει συναγερμό. Καλεί επειγόντως τη σκέψη, που φτεροκοπάει ανέμελη, να επιστρέψει οίκαδε! Η λογική βάζει γκέμια στη φαντασία που κάλπαζε αχαλίνωτη. Την καθίζει σιμά στη γνώση και μαζί ψάχνουν την πρώτη ύλη για το υφαντό της διήγησης. Το νήμα, για το υφάδι και το στημόνι. Αφού το βρουν, καλούν την κρίση, να βάλει το σχέδιο σε εφαρμογή. Το στημόνι είναι ο μύθος. Το υφάδι, οι ποικίλες εκδοχές του κατά τόπους και περιοχές. Έτσι υφαίνεται η ιστορία με τη μορφή παραμυθιού, που με άρμα τον προφορικό λόγο, ταξιδεύει στο χρόνο. Ας το ξεκινήσουμε λοιπόν παραδοσιακά. «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσε μπάτσα να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει...». Κάπως έτσι «μπήκε το νερό στ’ αυλάκι» και προέκυψαν αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω...

               Περί οίνου λόγος λοιπόν...  

             «Εν αρχή ην...» η άμπελος. Το φυτό-τροφοδότης, που παρέχει την πρώτη ύλη για τη δημιουργία του οίνου. Φυτό-πόα, με πλούσια παραγωγή, αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους του. Η εμφάνιση της αμπέλου στον πλανήτη Γη προηγείται κατά μερικά εκατομμύρια χρόνια έτη, εκείνης του ανθρώπου. Οι παλαιοντολόγοι καταγράφουν την παρουσία της αμπέλου στην αρχή του Καινοζωϊκού αιώνα, ενώ του ανθρώπου προς το τέλος του. Και τι αιώνας! Μαθουσάλας, αφού είχε διάρκεια πενήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια.

              Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει. Δίνει υπόσταση στην παραδοσιακή «φημολογία». Φέρνει στο φως στοιχεία που, αναντιρρήτως, επιβεβαιώνουν την πανάρχαιη γνώση της αμπέλου και του οίνου. Έτσι, στην Αίγυπτο, σε τάφους των Φαραώ (5000 π.Χ.), αποκαλύφθηκαν παραστάσεις στις οποίες απεικονίζονται , σκηνές από τρύγο και  εγκαταστάσεις (πατητήρια) παραγωγής του οίνου. Στον ελληνικό χώρο, η καλλιέργεια της αμπέλου λέγεται, ότι ξεκίνησε περί το 4000 π. Χ. Στη Λέρνη της Αργολίδας (όπου και η λίμνη που ζούσε η ομώνυμη Ύδρα του Ηράκλειου άθλου), κόκκοι σταφυλής εντοπίσθηκαν ανάμεσα σε άλλα ταφικά ευρήματα (2400-2000 π.Χ.).  Στον Ορχομενό της Βοιωτίας, σε ασύλητους τάφους (1700-1500 π.Χ.), βρέθηκαν τα αρχαιότερα γίγαρτα. Είναι δε τα γίγαρτα, σπόροι σταφυλιών. Ως εδώ τα τεκμήρια. Ο...λόγος, στη Μυθολογία. Είναι η άλλη «πηγή» πληροφόρησης. Πηγή πλούσια, αστείρευτη. Παντρεύει το «πραγματικό» με το «φανταστικό», προσθέτει μεγάλη δόση υπερβολής. Έτσι συνθέτει αφηγήματα συναρπαστικά σε πλοκή και εξέλιξη. Συνάμα ερμηνεύουν συμβάντα και καταστάσεις, εμπλέκουν τους θεούς και τους ημίθεους στην καθημερινότητα των θνητών. Ηθικός αυτουργός ο...οίνος! Οιστρηλατεί το πνεύμα και το δημιούργημα συναρπάζει. Καιρός λοιπόν ν’ αρχίσει η... «Οινιάδα»!...

              Στην Αρχαία Ελλάδα, ο οίνος κατείχε κυρίαρχη θέση. Πρωταγωνιστής σε όλα τα δρώμενα της τότε κοινωνικής ζωής. Σε εκστρατείες και πολεμικές επιχειρήσεις. Σε σπονδές και θυσίες. Σε χοές και ταφικές τελετές. Σε εορταστικές εκδηλώσεις και συμπόσια. Πανταχού παρών ο οίνος. Φάρμακο στη φαρέτρα του Ασκληπιάδη, αγίασμα στα χέρια των ιερέων. Λογικό, να έχει και το Θεό του. Τον Διόνυσο. Τον δημιούργησαν φιλοπαίγμονα, πολυπράγμονα, γλεντζέ! Με άλλα λόγια στα μέτρα τους. Ανθρώπινο. Δεν ήταν μόνον Θεός του οίνου, αλλά και της γονιμότητας και του θεάτρου. Η ζωή του πολυκύμαντη και περιπετειώδης. Καρπός μοιχείας της κόρης του βασιλιά Κάδμου Σεμέλης και του Δία.  Η ζηλόφθονη, αλλά και απατηθείσα Ήρα, πείθει τη Σεμέλη να ζητήσει και να καταφέρει να παρουσιασθεί ο Δίας ενώπιόν της σε όλο του το μεγαλείο. Η εμφάνιση προκάλεσε δέος και είχε τραγική κατάληξη. Το θάνατο της Σεμέλης. Ο Δίας για να σώσει το κύημα, το πήρε και το έραψε στο μηρό του. Έτσι, γεννήθηκε ο Διόνυσος.

              Ο θάνατος της Σεμέλης δεν καταλάγιασε το μένος της Ήρας. Στράφηκε εναντίον του βρέφους. Το φυγάδευσαν και το έκρυψαν σε βουνά και δάση. Την ανατροφή του ανέλαβαν οι Μαινάδες και ο Πάν, που μαζί με τους Σάτυρους και τους Σειληνούς, αποτελούν τη μόνιμη συνοδεία και χαρωπή συντροφιά του Θεού. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Ο Διόνυσος εμπλέκεται σε αμέτρητες μυθικές ιστορίες, τις οποίες χαρακτηρίζουν παλινωδίες και αλληλοαναιρέσεις. Είναι τόσο περίπλοκη η μυθογραφία, που οι μυθογράφοι εκείνης της εποχής, αδυνατούν να τηρήσουν ενιαία γραμμή, τόσο στην καταγραφή των δραστηριοτήτων, όσο και των κατορθωμάτων του Θεού. Χαρακτηριστική της ασυμφωνίας, η μαρτυρία του Διόδωρου του Σικελιώτη, τον 1ο μ. Χ. Αιώνα. «Οι αρχαίοι μυθογράφοι και οι αρχαίοι ποιητές, δεν συμφωνούν μεταξύ τους σε όσα αναφέρουν για τη γέννηση και τη δράση του Διονύσου». Το θέμα όμως δεν είναι η ζωή και η δράση του Διονύσου. Η αναφορά σε αυτόν, έχει σχέση με τη σύνδεση του ονόματός του με τον οίνο. Εξ αιτίας αυτής ακριβώς της συνάφειας, απέκτησε και την τεράστια δημοφιλία. Τη χρωστάει τόσο στην ανακάλυψη της αμπέλου, όσο και στην παραχώρηση του ευρήματος στους ανθρώπους.

              Πλήρης ασυμφωνία επικρατεί, ως προς τον τόπο «καταγωγής» της αμπέλου. Ο Θεόπομπος  λέει ότι βρέθηκε στις όχθες του Αλφειού ποταμού στην Ολυμπία. Ο Ελλάνικος αναφέρει, ότι είναι Αιγυπτιακής προέλευσης. Οι Βοιωτοί την διεκδικούν ως δικό τους φυτό.  Ο Φιλωνίδης επιμένει ότι τα κλήματα φυτεύτηκαν για πρώτη φορά στην Ερυθρά Θάλασσα, απ’ όπου ο Διόνυσος τα έφερε στην Ελλάδα. Γύρω από την έλευσή του με τα κλήματα, πλέκονται καινούργιοι μύθοι. Έτσι, όταν ο Διόνυσος επισκέφθηκε την Αιτωλία, τον φιλοξένησε ο βασιλιάς της Οινέας. Ενθουσιασμένος ο θεός από την υποδοχή και τη φιλοξενία, για να  ευχαριστήσει τον οικοδεσπότη του χάρισε ένα κλήμα και του έμαθε τον τρόπο καλλιέργειας της αμπέλου. Κατ’ άλλην εκδοχή, ο Διόνυσος γνώρισε, όχι τον Οινέα, αλλά τον Ικάριο στον οποίο χάρισε το κλήμα και του έμαθε να φτιάχνει οίνον. Ο Ικάριος ενθουσιάστηκε από το παράγωγο της αμπέλου και θέλησε να μοιραστεί τη χαρά του. Πρόσφερε το «θείον δώρον» σε βοσκούς. Οι τελευταίοι μέθυσαν, υποψιάστηκαν ότι ο Ικάριος τους δηλητηρίασε και τον σκότωσαν.

              Η συζήτηση όμως δε σταματάει εδώ. Επειδή η φαντασία καλπάζει, καινούργιες υποθέσεις έρχονται στο φως. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, συνδέει τον οίνο και την οινοποιΐα με τον κατακλυσμό. Επέζησαν ο Δευκαλίωνας -η ελληνική εκδοχή του Νώε– και η γυναίκα του Πύρρα. Ο ένας από τους γιούς τους εγκαταστάθηκε στην Αιτωλία και η σκύλα του γέννησε ένα κομμάτι ξύλο. Το έθαψε κι απ’ αυτό φύτρωσε ένα κλήμα, που στο καιρό του γέμισε σταφύλια. Για το γεγονός αυτό έδωσε στο γιο του το όνομα Φύτιος. Και ο Φύτιος  έδωσε στον δικό του γιο το όνομα Οινέας, επειδή τότε το αμπελόκλημα το ονομάτιζαν «οίνη».

              Άλλη παράδοση, παραλλαγή της προηγούμενης, έχει επίσης, ως αφετηρία, τα περί του Δευκαλίωνα και καταλήγει στον Οινέα, που ήταν βασιλιάς στην Αιτωλία. Ο τσοπάνης που έβοσκε τα γίδια του Οινέα, ονομαζόταν Στάφυλος. Αυτός παρατήρησε ότι μία από τις γίδες, που βοσκούσε, ήταν πιο θρεμμένη από τις υπόλοιπες. Την παρακολούθησε και διαπίστωσε, ότι έτρωγε καρπούς από ένα θάμνο. Τους δοκίμασε, του άρεσαν και αποφάσισε να πάει και στον Οινέα. Ο τελευταίος ενθουσιάστηκε, αφού τους δοκίμασε. Με το περίσσευμα έφτιαξε ποτό στο οποίον έδωσε τ’ όνομά του, «οίνος». Στον καρπό το όνομα «σταφυλή», για να τιμήσει το βοσκό του.

              Περισσότερο…πικάντικη η μυθολογία του Υγίνου. Κατ’ αυτήν, ο Οινέας φιλοξένησε το Διόνυσο. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι ο θεός ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του Αλθαία. Προσποιούμενος υποχρεώσεις για θυσίες, τους άφησε μόνους. Από τη σχέση γεννήθηκε, κατά μίαν εκδοχή, κόρη. Η Δηϊάνειρα. Κατ’ άλλην γιός. Ο Μελέαγρος. Ο Θεός θα ανταμείψει τον Οινέα για την ευσχημοσύνη, την αβρότητα και την κατανόηση που έδειξε. Του έμαθε να καλλιεργεί την άμπελο –είπαμε παραπάνω, ότι την έφερε ο ίδιος από την Ερυθρά θάλασσα– και για να τον τιμήσει, έδωσε το όνομα του Οινέα στο χυμό του καρπού. Οινέας- οίνος! Θα χαρακτηριζόταν κάποιος προπέτης, αν μεγαλοφώνως,  έκφραζε τη σκέψη του,  «λέτε γι’ αυτό να έπιναν, τότε, τον οίνο από...κέρας;...».

              Προς τιμήν του Διονύσου, του Θεού του οίνου, της γονιμότητας και του θεάτρου, καθιερώθηκαν γιορτές. Χρονικώς, είχαν τοποθετηθεί μεταξύ Χειμώνα και Άνοιξης. Περίοδο που έχει σχέση με τη γονιμότητα. Τότε, η Φύση «κοιλοπονάει», ετοιμάζεται για την επερχόμενη περίοδο της καρποφορίας. Στις τελετές, ο οίνος έχει ρόλο διευθυντή ορχήστρας. Με την «μπαγκέτα» του κατευθύνει και συντονίζει την ετερόκλητη, θορυβώδη, χαρωπή ακολουθία του Θεού. Ο Πάνας, οι Σάτυροι, οι Μαινάδες και οι Σειληνοί, αποτελούν μια μεγάλη συντροφιά, που πορεύεται, ενεργεί, δρα και πράττει «εν εξάλλω ενθουσιασμώ, ιερά μανία και Διονυσιακή μέθη». Με αυτές τις επτά λέξεις, ο φιλόλογος καθηγητής μας Νίκων Κασιμάκος, περιέγραφε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η…μεθυσμένη συντροφιά. Κατάσταση που απορρέει από την άμετρη και αδιάκοπη οινοποσία. Συνδέεται όμως άρρηκτα και με τελετουργικά δρώμενα, που έχουν στενή σχέση με τη λατρεία του Θεού, καθώς και με τα μυστήρια της μύησης. Έχει  πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια. Γι’ αυτό το λόγο, οι γιορτές και τα πανηγύρια, κατανέμονται από την αρχή του Φθινόπωρου, έως το τέλος σχεδόν της Άνοιξης.

              Οι τελετές ξεκινούν την 7η ημέρα του Πυανεψιώνος (15 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου). Αφετηρία τα Οσχοφόρια, γιορτή του τρύγου. Η πομπή των πανηγυριωτών είχε ως αφετηρία τον εν Λίμναις ναό του (περιοχή που βρίσκεται η της σημερινή συνοικία της Γαργαρέτας) στην Αθήνα και τέρμα το ναό της Σκιράδος Αθηνάς, στο Φάληρο. Επικεφαλής της πομπής ήσαν οι «Ωσχοφορούντες». Άτομα και από τις δέκα φυλές της Αθήνας, νεαρής ηλικία, τα οποία πορεύονταν κρατώντας στα χέρια «ώσχους». Κλαδιά από κλήματα, γεμάτα  τσαμπιά σταφύλια. Και χόρευαν στεφανωμένοι με στεφάνια από φύλλα αμπέλου. Οι «Ωσχοφορούντες», έπαιρναν μέρος σε αγώνες, με αφετηρία το ναό του  Διονύσου και τερματισμό το ναό της Σκιράδος Αθηνάς. Οι δέκα πρώτοι νικητές, έπαιρναν ως έπαθλο κύλικα, ονομαζόμενον «πενταπλύα». Το περιεχόμενό του, προϊόντα από την Αττική γη. Κρασί, μέλι, τυρί, «άλμιτα» (αλεύρι) και λάδι.

              Ακολουθούν τα μικρά Διονύσια ή κατ’ αγρούς ή Θεοίνια. Ήταν υπαίθριο, χειμωνιάτικο πανηγύρι, κατά το μήνα Ποσειδεώνα, που αντιστοιχεί στο σύγχρονο Δεκέμβριο. Επικρατούσε απόλυτη ελευθερία λόγου και πράξεων. Συμμετείχαν και οι δούλοι με «κώμον εφ’ αμαξών». Άμαξες έμφορτες με καρυβαριόντες και αλαλάζοντες πανηγυριώτες. Υπό την επήρεια του οίνου, βωμολοχούσαν ασυστόλως. Έτσι, έμεινε μέχρι τις ημέρες μας η φράση. «Θα ακούσεις τα εξ αμάξης...».

              Έπονται τα Λήναια, το μήνα Γαμηλιώνα, Ιανουάριος-Φεβρουάριος. Το εορταστικό τελετουργικό γινόταν στο Ναό του Ληναίου Διονύσου. Τραγουδούσαν διθυράμβους, έκαναν θυσίες. Πομπές διέτρεχαν τους δρόμους, οργάνωναν και θεατρικούς αγώνες.

              Συνέχιζαν με τα Ανθεστήρια, το μήνα Ανθεστηριώνα, στο τέλος Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου. Άνοιγαν τα πιθάρια και δοκίμαζαν τον οίνο της τελευταίας σοδειάς. Γιορτή γνωστή ως «Τα Πιθοίγια». Θυσίαζαν στο Διόνυσο και τον Χθόνιο Ερμή. Επικρατούσε χαρούμενη διάθεση με παιχνίδια, αγώνες, διαγωνισμούς οινοποσίας (το έπαθλο ένα ασκί γεμάτο κρασί!) και θεατρικοί αγώνες. Αυτή την ημέρα των Ανθεστηρίων, οι δούλοι ήσαν ελεύθεροι. Έπιναν κι εκτόνωναν την καταπίεση ολόκληρης της χρονιάς, με αθυροστομία. Μόνο για μία ημέρα παραχωρούσε «ελευθερία» η μεγάθυμη Αθηναϊκή Δημοκρατία! Από τότε, έμεινε η παροιμιώδης έκφραση, «Θύραζε Κήρες, ουκ έστι Ανθεστήρια». Όπου «κήρες», τα κακά πνεύματα. Υπάρχει και δεύτερη εκδοχή, κατά την οποία η λέξη «Κήρες», έκανε λογοπαίγνιο με τη λέξη «Κάρες». Και τούτο, επειδή η πλειονότητα των δούλων είχε καταγωγή από την Καρία της Μικράς Ασίας. 

              Ο κύκλος των εορταστικών εκδηλώσεων έκλεινε με τα μεγάλα Διονύσια ή τα «εν Αστει». Ο Ελαφηβολιών, ο πρώτος μήνας της Άνοιξης, σηματοδοτούσε την παραγωγική δραστηριότητα της Φύσης (τέλος Μαρτίου – Απρίλιος). Τιμώμενος -από Αθηναίους, ξένους και δούλους, οι οποίοι συνεόρταζαν-  ο Διόνυσος. Ο Θεός... τρισυπόστατος! Επόπτευε σε τρεις τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Προστάτευε την Αμπελουργία και τους ασχολούμενους με αυτήν. Μεριμνούσε για την «ευγονία», ως Θεός της γονιμότητας. Φρόντιζε το θέατρο και τους δημιουργούς του. Τον τιμούσαν λοιπόν,  ως προστάτη της αμπελουργίας, με οινοποσίες. Ως Θεό της γονιμότητας, με βακχικές πομπές, θυσίες και ξέφρενο γλέντι. Τέλος, ως Μέντορα των τεχνών, με λυρικούς αγώνες και δρώμενα θεατρικά. Παραστάσεις κωμωδίας και τραγωδίας.

              Ως προς την προέλευση της λέξης «τραγωδία», υπάρχουν δύο εκδοχές. Και οι δύο έχουν σχέση με τις Διονυσιακές γιορτές. Πρώτος ο Θέσπις, την εποχή του τρύγου, σε κατάσταση μέθης, δημιούργησε το θέατρο. Ερμήνευσε τον πρώτο θεατρικό ρόλο. Το έργο ονομάστηκε «τρυγοδία» από τον τρύγο, για να μετεξελιχθεί σε «τραγωδία» αργότερα. Αυτό ισχυρίζεται ο Σιμωνίδης. Κατά διαφορετική εκδοχή, η τραγωδία προέρχεται από το γεγονός, ότι προς τιμήν του Διονύσου, τα θυσιαζόμενα ζώα ήσαν τράγοι. Έτσι, τα παρουσιαζόμενα θεατρικά δρώμενα, ονομάστηκαν τραγωδίες. Τράγος - τραγωδία. Σωστή ή λαθεμένη, η άποψη; Θα το δούμε ενδεχομένως στη συνέχεια. Ας κρατήσουμε μικρή επιφύλαξη.

              Με τις γραπτές πηγές, σηματοδοτείται αλλαγή. Η «προσγείωση» του οίνου από το νεφέλωμα της μυθοπλασίας στην ιστορική πραγματικότητα. Άπαντες, σοφοί, σοφιστές, φιλόσοφοι, ποιητές, ραψωδοί, προστρέχουν «ικέτες» και αντλούν έμπνευση από τον οίνο. Ανατρέχοντας σε κείμενα –στην κυριολεξία «τρύγος» σε ξένους αμπελώνες– σταχυολογεί κανείς άπειρες περί οίνου αναφορές.

              Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη «οίνος» σε συνδυασμό με τη λέξη «όνηση», που σημαίνει ωφέλεια. Στα Ομηρικά έπη ο «οίνος» κατέχει δεσπόζουσα θέση σε όλα τα δείπνα και τα συμπόσια Θεών τε και Ηρώων. Το μοναδικό δείπνο χωρίς οίνο, έλαβε χώραν, όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα, εν αγνοία του, έσφαξαν και έφαγαν τα βόδια του Ήλιου. Σε μία μάλιστα περίπτωση, ο οίνος, χρησιμοποιήθηκε με τρόπο δόλιο. Τότε, που ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο, με «κρασί μαύρο...», τον τύφλωσε και κατάφερε να ξεφύγει μαζί με τους συντρόφους του. Έχει ενδιαφέρον (Οδύσσεια, ραψωδία ‘’Ι’’, στίχοι 345-361, σε μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη και Ι. Κακριδή, η στιχομυθία, που προηγήθηκε της τύφλωσης.

Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,

   καυκί κρατώντας μες τα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:

                 «Κύκλωπα, εγεύτηκες σάρκα ανθρώπινη, για πιές κρασί από πάνω,

                                   να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.

     Σπονδή για να σου κάμω το ‘φερνα, μπορεί να με λυπόσουν

         και στην πατρίδα μου να μ’ έστελνες, μα εσύ ξεφρενιασμένος

         πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου ’ρθει κι άλλος

                     απ’ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε , τέτοια ανομία δείχνεις;».

     Είπα κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσεια.

 Τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο και μου ζητούσε κι άλλο.

  «Αν αγαπάς, ακόμα δώσε μου και πές μου τ’ όνομά σου...».

                  Παραλείπονται τρεις στίχοι, (356-359).

«Είπε κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα

Τρεις φορές του ’δωσα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω».
 

              Το αποτέλεσμα της οινοποσίας, γνωστό!...                    

                    Η Ανδρομάχη με οίνο ραντίζει «τους πυρούς», δηλαδή το σιτάρι που έδωσε για τροφή στα άλογα του Έκτορα, μόλις αυτός γύρισε από τη μάχη. Η μητέρα του, τον επιπλήττει γιατί έφυγε από τη μάχη. Συνάμα, του προσφέρει οίνο για χοές στο Δία, μα και τον ίδιο προτρέπει να τον γευθεί, ώστε να πάρει δυνάμεις. Τη σκηνή περιγράφει ο Όμηρος στη ραψωδία ‘‘Ζ’’, στίχοι 253-266. Η μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή:

Σφίγγει το χέρι του, του μίλησε κι αυτά του λέει τα λόγια.

«Γιατί ήρθες, γιέ μου, και παράτησες την άγρια μάχη τώρα;

σπονδή, μετά κι ατός σου αν έπινες πολύ θα το χαιρόσουν.

Περίσσια αλήθεια οι τρισκατάρατοι μας τυραννούν Αργίτες,

          γύρω από το κάστρο πολεμώντας μας. Μα εσένα εδώ η καρδιά σου.

σε σπρώχνει χέρια απ’ την ακρόπολη ψηλά στο Δία ν’ ασκώσεις.

Μα για περίμενε, γλυκόπιοτο κρασί για να σου φέρω.

Στον κύρη Δία και στους επίλοιπους θεούς να κάνεις πρώτα

Πληθαίνει το κρασί τη δύναμη μαθές του κουρασμένου

και τώρα εσύ πολύ κουράστηκες βοηθώντας τους δικούς σου’’.

Και ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απολογία της δίνει:

«Όχι, κρασί γλυκό, μητέρα μου, μη με κεράσεις τώρα

μπορεί να μου κοπούν τα γόνατα  και της αντρείας ξεχάσω.

Με άπλυτα χέρια ακόμα, σκιάζομαι στο Δία κρασί φλογάτο να στάξω».
 

      Στην Ιλιάδα , ραψωδία ‘‘Α’’ (στίχοι 225-229) ο Όμηρος περιγράφει τον καυγά του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνωνα. Εμμέσως γίνεται αναφορά στην εγκράτεια, θέλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να τονίσει τις ολέθριες συνέπειες της άκρατης οινοποσίας. Φαίνεται πως ήταν έντονη η λογομαχία, αν κρίνει κάποιος από τις λέξεις που ειπώθηκαν.

             Ωστόσο το θυμό του δε σκόλαζε τότε ο Αχιλλέας, μον’ πήρε

               φαρμακωμένα λόγια κι έλεγε στο γιο του Ατρέα γυρνώντας:

                       «Μεθύστακα. Με μάτια εσύ σκυλιού και καρδιά αλαφίνας!

                      Πότε η καρδιά σου εσένα βάστηξε ν’ αρματωθείς και να ’βγεις

                                        Με τα φουσάτα μας στον πόλεμο;...».

 

              Με τη λέξη «Μεθύστακα», αποκαλύπτει το πάθος του Αγαμέμνωνα για τον «οίνο». Με τις λέξεις «καρδιά αλαφίνας» τον χαρακτηρίζει δειλό.

              Τέλος, στη ραψωδία ‘‘Ω’’ της Ιλιάδας (στίχοι: 785-794), σε μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά, γίνεται αναφορά στον «οίνο». Χρησιμοποιείται για να  σβήσουν τη «νεκρική πυρά», στην οποία αποτεφρώθηκε η σωρός του Έκτορα, ώστε να γίνει το μάζεμα των οστών.

«Και άμα η ροδοδάκτυλη Ηώς  στον κόσμο εφάνη

όλος συνάχθηκε ο λαός και άφθονο πρώτα εχύσαν

κρασί μες την πυρκαϊά και την εσβύσαν όλην

ως εκεί που εβόσκησεν η φωτιά και οι αυτάδελφοι και φίλοι,

κατόπιν όλα εσύναξαν τα άσπρα κόκκαλά του».

              Ο Πλάτωνας συσχετίζει με την κατανάλωση του οίνου, τη λέξη «οίηση», που σημαίνει υπερηφάνεια, υπεροψία, έπαρση, αλαζονεία. Ο Πάνισης το 500-450 π.Χ., πλέκει το εγκώμιο του οίνου, που από μία εποχή και ύστερα αναφέρεται και ως κρασί. Κρασί σημαίνει: «οίνος κεκραμένος εν ύδατι...». Αναφέρει ο Πάνισης: «το κρασί είναι το καλύτερο δώρο των θεών, γιατί μ’ αυτό ταιριάζουν όλα τα άσματα, οι καλές φιλίες, οι χοροί. Όταν πίνεται με μέτρο διώχνει από τις καρδιές όλες τις στενοχώριες. Μα αν το μέτρο υπερβείς, τότε θα σε βλάψει και κακό θα σε βρει...».

              Ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» σημειώνει: «Οι θεοί επινόησαν τον οίνον ως μέγιστον αγαθόν, αλλά μόνον για εκείνους που τον χρησιμοποιούν συνετά. Για όσους πίνουν  ανεξέλεγκτα, μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνος». Μολονότι ο Αθήναιος συμβούλευε συνετή χρήση για την αποφυγή επικίνδυνων καταστάσεων, ο Χρύσιππος έχει διαφορετική άποψη. Προτρέπει τους οινόφλυγες (μπεκρήδες):

       «Απλήρωτο μεθύσι, ποτέ σου μην περιφρονείς

Ποτέ μην τ’ αφήνεις, μα πάντα να το κυνηγάς».

              Ο Φιλόχωρος υπερθεματίζει: «οίνος καθρέπτης νου...». Και ο Αριστοτέλης συνδέει το ρήμα «μεθύω» (μεθώ) με το ρήμα «θύω»(θυσιάζω), υπαινισσόμενος προφανώς, ότι ο πότης προσφέρει θυσία στο Διόνυσο. Ο Αθήναιος αναφέρει: «Αριστοτέλης δε φήσιν, οι μεν υπ’ οίνου μεθυσθέντες επί πρόσωπον φέρονται. Οι δε τον κρίθινον πεπωκότες εξυπτιάζονται την κεφαλήν. Ο μεν γαρ οίνος καρηβαρικός, ο δε κρίθινος καρωτικός». Με δικά μας λόγια: «Όσοι μεθύουν με κρασί, πέφτουν προς τα εμπρός. Όσοι μεθύουν με κρίθινο ποτό, πέφτουν ανάσκελα. Διότι το κρασί βαρύνει την κεφαλήν, ο δε κρίθινος τη σκοτίζει». Κατανοητό: «κρίθινο ποτό», μπύρα.

              Ο ποιητής Ανακρέων εξύμνησε όσον ολίγοι τον οίνο. Χαρακτηριστική η οδηγία της σωστής οινοποσίας. «Τρεις μόνον κρατήρας εγκαιρανύω τοις ευ φρονούσι. Τον μεν Υγείας έναν, πρώτον εκπίνουσι. Τον δε δεύτερον έρωτος, ηδονής τε. Τον τρίτον δε ύπνου όν εκπίοντες οι σοφοί κεκλημένοι, οίκαδε βαδίζουσι. Ο δε τέταρτος ουκ έτι ημέτερος εστί, αλλά ύβρεως, ο δε πέμπτος βοής...». 

              Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία «Βάτραχοι». Η κωμωδία διδάχτηκε για πρώτη φορά στα «Λήναια» το μήνα Γαμηλίωνα (Μάρτιος) και επανελήφθη η διδασκαλία τον Ελαφοβολιώντα (Μάρτιος) του ίδιου χρόνου. Το 405 π. Χ. -ένα χρόνο πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου- και πήρε το πρώτο βραβείο. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο βασίλειο του Πλούτωνα, τον Άδη. Πρωταγωνιστούν οι Ευριπίδης και Αισχύλος. Κριτής ο θεός Διόνυσος. Έπαθλο, η επιστροφή του νικητή στον «πάνω κόσμο», που έπασχε από έλλειψη τραγικών ποιητών. Φαίνεται πως όσα επαινετικά έλεγε ο Διόνυσος για τον Ευριπίδη, δεν άρεσαν στον Αισχύλο, ο οποίος αντέδρασε με τα λόγια: «Διόνυσε πίνεις οίνον, ουκ ανθοσμία!...».

              Τόσο για την πρόληψη, όσο και για αντιμετώπιση των συνεπειών από την αλόγιστη οινοποσία, χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι τα «αμέθυστα». Τα «προπινόμενα», τα οποία προλάμβαναν τη μέθη και τα «επιπινόμενα», ως αντίδοτο της μέθης. Αναφέρει δε ο Διοσκουρίδης: «αμέθυστα εστίν...πικρών αμυγδάλων...και έγχελυς πνιγείς εν οίνω».

              Με αφορμή την αναφορά του Διοσκουρίδη, τόσο στην πρόληψη, όσο και στην αντιμετώπιση της μέθης, ήρθε η κατάλληλη στιγμή , για την σύνδεση του οίνου με την ιατρική. Την πρωτεύουσα θέση του οίνου στα κοινωνικά δρώμενα επέβαλλε, όχι η γνώση, παρά το ένστικτο και η διαίσθηση. Η γνώση αργότερα επιβεβαίωσε, ότι δικαίως ο οίνος βάσει των συστατικών που περιέχει, είναι κυρίαρχος. Ποια λοιπόν είναι τα ευεργετικά, από ιατρική άποψη, συστατικά που περιέχει το κρασί;

               Παράγωγα φαινολικά: ( κατεχίνες - κεκρετίνη). Δεσμεύουν τις ελεύθερες ρίζες Ο2. Εμποδίζουν την οξείδωση της LDL-χοληστερόλης.

              Σαλικυλικά παράγωγα: Εμποδίζουν τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων.

             Φλαβόνες: Φυσικές χρωστικές, θεωρούνται αντικαρκινικές

        Αλατα Καλίου: Αυξάνουν τη διούρηση.

             Ανόργανα άλατα: Επιβοηθητικά στον μεταβολισμό.

 Γλυκερόλη: Μετατρέπεται σε γλυκοφωσφορικές ενώσεις. Βοηθά στο μεταβολισμό.

            Βιταμίνη P: Αποτρέπει την εμφάνιση του σκορβούτου.

            Γαλακτικό οξύ: Μετριάζει την τοξικότητα του οινοπνεύματος.

Προκυανιδίνες: Προσφέρουν προστασία στα αγγεία. Συμβάλλουν στη σύνθεση του κολλαγόνου-βλεννοπολυσακχαριδών. Αναστέλλουν την έκκριση της ισταμίνης. Βοηθούν στο μεταβολισμό των λιπιδίων.

              Η προστασία που προσφέρει η με μέτρο και εγκράτεια κατανάλωση του οίνου, είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Υπάρχουν πολλές αναφορές. Σταχυολογώ μερικές:

              Ψαλμοί Δαυίδ. «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου». Προτροπή του Αποστόλου Παύλου, προς συνεργάτην του. «Τιμόθεε μηκέτι υδροπότι, αλλ’ ολίγω οίνω χρω, δια τον στόμαχόν σου και τας συχνάς σου ασθενείας».

              Ο Γαληνός συμβουλεύει: «Οίνον εις κρατήρα, συνεξέσεν έχιδνα νεκρά», ως αντίδοτο για το δήγμα οχιάς, αλλά και ως φάρμακο για τη λέπρα.

              Δεν καταφεύγω στην πληθώρα των σύγχρονων μελετών, οι οποίες επιβεβαιώνουν τις επωφελείς, για την υγεία επιπτώσεις, από τη συνετή χρήση του οίνου. Για δύο λόγους. Αφενός είναι γνωστές στους παροικούντας την «ιατρική»...Ιερουσαλήμ, αφετέρου για οικονομία χρόνου.

              Αν κάποιος πάρει τοις μετρητοίς, τα όσα επωφελή αναφέρθηκαν. Θα είχε δίκιο να  παραφράσει τη γνωστή ρήση, απάντηση σε βυζαντινό αυτοκράτορα και να αποφανθεί: «εξ οίνου ερρύει τα κρείττα;».  Ασφαλώς όχι. Η χρήση του οίνου, είναι δίκοπο μαχαίρι!

               Η προσφορά οίνου, είναι η πεμπτουσία της φιλοξενίας. Εκφράζει φιλική διάθεση, που φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους. Ανοίγει τις καρδιές, καθιστά τη συναναστροφή γιορτή. Οι συμποσιαστές διασκεδάζουν, ξεπερνούν τις δυσκολίες, ξεχνούν τα βάσανα. Λυτρώνεται η ψυχή τους, αποδιώχνουν τις στενοχώριες. Ο λόρδος Βύρων, ύμνησε τον οίνο, με το δικό του, ποιητικό τρόπο.

Το κρασί παρηγορεί τους λυπημένους

αναζωογονεί τους γέροντες

εμπνέει τους νέους 

κάνει τον κουρασμένο να ξεχνάει το μόχθο του.

              Όλα τούτα, όταν με μέτρο πίνετε. Με εγκράτεια στη διαχείριση του πότου. Από πολύ παλιά έρχεται η σύσταση προς τον υποψήφιο δειπνητή, με σκοπό τη νουθεσία: «Φύγε τα συγκαθίσματα και τας πολυποσίας. Ει δε συμβεί να κρατηθείς μετά τινος εις δείπνον, μη σε νικήσει το κρασί, μη σε προλάβει η μέθη...». Η μέθη λοιπόν, ελλοχεύει. Κίνδυνος που πρέπει ν’ αποφεύγεται. Οι Κινέζοι –επίκαιρη η οικονομική τους ισχύς– την επικαλούνται, για λόγους αυτογνωσίας. Μια παροιμία τους λέει: «Αυτός που δε μέθυσε ποτέ, δε γνωρίζει την αξία της νηφαλιότητας». Μια ελληνική, αναδεικνύει το πόσο  επικίνδυνη είναι η μέθη: «Ο τρελός, είδε  το μεθυσμένο κι έφυγε...». Διάφοροι επώνυμοι, είπαν τα δικά τους για τον οίνο. Η φράση «Ο Διόνυσος (ή ο Βάκχος κατ’ άλλην εκδοχή) έπνιξε περισσότερους στο ποτήρι, απ’ όσους ο Ποσειδώνας στη θάλασσα», αποδίδεται  στον Ιταλό επαναστάτη Τζιουζέπε Γκαριβάλντι.

Υπάρχουν όμως και αυτοί, που την χρεώνουν στον Άγγλο στοχαστή Tόμας Φούλερ. Τέλος, ο γάλλος –με Αλγερινή καταγωγή– λογοτέχνης  Αλμπέρ Καμί, «αποκαλύπτει» την «κακή» πλευρά του κρασιού, τονίζοντας: «Το αλκοόλ σβήνει τον ‘‘ανθρωπο’’, ώστε εύκολα το ‘’κτήνος’’ να φουντώσει».

              Ο οίνος, ύστερα από τα προλεχθέντα, μπορεί να «ευφραίνει καρδίαν». Όμως το «νόμισμα» έχει δύο όψεις. Η υπέρβαση, η καταστρατήγηση του μέτρου, φανερώνει την «κακή του όψη». Αν, εκείνος, που παράφρασε την απάντηση της υποψήφιας αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, θελήσει να συνεχίσει τα λογοπαίγνια, έχει περιθώριο να το κάνει και να πει: «Εξ οινοποσίας αμέτρου, ερρύει τα φαύλα». Και να δικαιωθεί! Έριδες, διαπληκτισμοί, χειροδικίες, συγκρούσεις, εγκλήματα, μερικές συνέπειες της κακής χρήσης του οίνου. Αλλά κι από την ιατρική, αντλούμε παραδείγματα, απότοκα της άκρατης οινοποσίας. Αλκοολισμός, ηπατοπάθεια που καταλήγει σε κίρρωση, παγκρεατίτιδα, νεοπλάσματα. Κλείνει εδώ η σύντομη παρένθεση με τα ιατρικά.

              Ο οίνος είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με τα συμπόσια. Οι συμποσιαστές πίνουν μαζί και συζητούν θέματα, κατά κανόνα φιλοσοφικά.  Αρχικώς, είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Ακολουθούσαν τις σπονδές και τις θυσίες προς τους θεούς, με συμποσιαστές τους ιερείς. Οι θεοί «χόρταιναν» με την κνίσα και οι ιερείς, οι βρωτοί, με το καλοψημένο κρέας. Στην πορεία μετεξελίχθηκαν σε κοινωνική εκδήλωση και αποτέλεσαν τη «μήτρα», από την οποία γεννήθηκαν η φιλοσοφία, το θέατρο, η ποίηση. Συμποσιακή χαρακτηρίστηκε ένα τμήμα της. Ήταν κριτική, σκωπτική, ελευθερόστομη. Σατίριζε καταστάσεις και καυτηρίαζε γεγονότα. Η απαγγελία ή το τραγούδι, είναι έκφραση οίησης, που πηγάζει από τη συντροφιά, την παρέα, τον κώμο. Έτσι οι ευτράπελες καταστάσεις και τα κωμικά συμβάντα, μετουσιώνονται σε θεατρικό έργο. Και το όνομα αυτού –από τον κώμο- Κωμωδία. Βεβαίως, όχι μόνο γενεσιουργό αίτιο, μα και τροφοδότης της χαρούμενης διάθεσης ο οίνος, που έρρεε άφθονος. Την αιτιολογική σχέση, μεταξύ της έμπνευσης και της οινοποσίας, τονίζει ο δημιουργός της Αττικής Κωμωδίας Κρατίνος, με δύο στίχους: «Οίνος τοις χαρίεντι πέλει ταχύς ίππος αοιδώ, ύδωρ δε πίνων, ουδέν αν τέκοις σοφόν». Σε ελεύθερη μετάφραση: «Το κρασί για τον ποιητή, είναι το γρήγορο άλογο. Νερό αν πίνει, τίποτα το βαθυστόχαστο δεν συνθέτει».

              Φαίνεται ότι ο Κρατίνος, ήταν οινόφλυγας. Γερό ποτήρι. Παραγωγικός υπό την επήρεια του οίνου. Τη ροπή  του προς την οινοποσία καυτηρίασε ο Αριστοφάνης, με πικρόχολο σχόλιο. Καταπέλτης η απάντηση του Κρατίνου, με την κωμωδία «Πυτίνη», δηλαδή νταμιζάνα. Ο ποιητής αυτοσαρκάζεται. Παρουσιάζει τον εαυτό του στο δικαστήριο, αντίδικο με τη γυναίκα του την Κωμωδία, προς χάριν των θελγήτρων της ερωμένης του, της Μέθης. Αυτά συνέβαιναν το 423 π. Χ. Εκείνο το χρόνο, ο Κρατίνος με την «Πυτίνη» νίκησε και πήρε το πρώτο βραβείο, ενώ ο Αριστοφάνης με τις «Νεφέλες» ήρθε δεύτερος. Νικητής ο οινόφλυγας, που εκτόπισε από την πρώτη θέση τον υδροπότη.

              Εκείνος που επαινούσε τον οίνο στις κωμωδίες του, ήταν ο Έρμιππος. Σύγχρονος του Αριστοφάνη, έγραψε σαράντα κωμωδίες, αποσπάσματα διασώθηκαν. Λέγεται ότι ήταν νικητής μια φορά στα Μεγάλα Διονύσια και τέσσερις φορές στα Λήναια. Δείγμα γραφής, υμνητικοί για τον οίνο στίχοι του. Μολονότι χρησιμοποιεί λέξη κακόφημη (σαπρίας), της δίνει την έννοια, παλιός.

«Υπάρχει οίνος , αυτός που τον αποκαλούν σαπρία,

                   Λίγο ν’ ανοίξεις το σταμνί, ώ πόσο το στόμα του ευωδιάζει.

        Άρωμα έχει μενεξέ, άρωμα ρόδου, άρωμα υακίνθου.

                               Θεσπέσια ευωδιά, απ’ άκρου σ’ άκρον το ψηλό αρχοντικό μυρίζει.

                 Νέκταρ μαζί και αμβροσία! Αυτό είναι το νέκταρ των θεών

                             Αυτό πρέπει στο πλούσιο το τραπέζι να δίνεται στους φίλους μου

                   να πίνουν, για τους εχθρούς μου οίνος από την Πεπάρηθο».

              Όχι μόνον οι κωμωδιογράφοι υμνούσαν τον οίνο. Και οι σοβαροί συγγραφείς της τραγωδίας προβάλουν την αξία του οίνου, ιδιαιτέρως τονίζουν, ότι πρόκειται για το καλύτερο αντίδοτο στις στενοχώριες. Ο Ευριπίδης στις «Βάκχες», παρουσιάζει το μάντη Τειρεσία να προσπαθεί να πείσει το βασιλιά της Θήβας, το εγγόνι του Κάδμου, Πενθέα, που αντιδρούσε οργισμένος, στην καθιέρωση της λατρείας του Διόνυσου:                           

«Δύο είναι, νεαρέ μου, τα πρώτα αγαθά για τοις ανθρώποις:

 η θεά Δήμητρα, η γη τουτέστιν, όπως σ’ αρέσει μπορείς και να την προσφωνείς.

Αυτή τρέφει τους ανθρώπους με στερεά τροφή.

Ο γόνος της Σεμέλης ήρθε αργότερα, αλλά ισάξια η προσφορά του:

Του βότρυος το νάμα εφεύρεση κι εισαγωγή δική του

στην κοινωνία των ανθρώπων. Διώχνει τη λύπη από τους ταλαίπωρους

θνητούς, όταν τα σωθικά τους πλημμυρίσει της αμπέλου η ροή

φέρνει ύπνον, στη λήθη ρίχνει τις πίκρες της ημέρας.

φάρμακο άλλο για τις δυστυχίες δεν υπάρχει της ζωής.

Θεός είναι ο οίνος και στους Θεούς προσφέρεται σπονδή,

ώστε  αυτός να διασφαλίζει τα αγαθά στους ανθρώπους».

                                                                                       (Βάκχαι, στ. 274-285).

              Η προσπάθεια του Τειρεσία, δεν φαίνεται να πείθει τον Πενθέα. Τότε μπαίνει στην σκηνή ο αγγελιοφόρος. Ένας απλός άνθρωπος που παρακολουθούσε τις Μιανάδες. Παρουσιάζεται μπροστά στο βασιλιά, επιστρατεύοντας το πιο δυνατό του επιχείρημα για να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Τον πληροφορεί, ότι χωρίς τον Διόνυσο (κρασί), χάνεται και η Κύπρις (Αφροδίτη, έρωτας).

«Όποιος κι αν είναι, άνακτά μου, ο θεός αυτός εδώ

στην πόλη αυτή να τον δεχτείς. Μέγας και στ’ άλλα είναι,

Αλλά και εκείνο, όπως ακούω, λέγεται γι’ αυτόν:

δώρισε τ’ αμπέλι στους θνητούς, του πόνου τον αναπαμό.

Αν λείψει το κρασί, ούτε η Κύπριδα υπάρχει,

τέρψη καμιά δεν απομένει πια για τους ανθρώπους».

              Το θεϊκό δώρο του Διόνυσου, τον οίνο, εξυμνούν σε διθυράμβους. Είναι δε οι διθύραμβοι, άτεχνα τραγούδια, με περιεχόμενο οργιαστικό, με αθυροστομίες και σκωπτικές αναφορές. Τραγουδούν και χορεύουν μεθυσμένοι χορευτές. Οι διθύραμβοι, με το πέρασμα του χρόνου αποκτούν υπόσταση έντεχνη. Ασχολούνται με τη σύνθεσή τους ποιητές. Σατιρίζουν και κάνουν δηκτική κριτική στα κοινωνικά δρώμενα. Σταδιακά μεταλλάσσονται πλήρως σε έργα τέχνης. Στην κυριολεξία αποτελούν «άθλημα». Διαγωνίζονται στους αγώνες κατά τη διάρκεια των Διονυσίων. Το έπαθλο του νικητή, εκτός από την καταξίωση και την αναγνώριση στο χώρο της τέχνης, είναι ένα φλασκί κρασί και ένας τράγος, από τους προσφερόμενους  θυσία στο Διόνυσο. Εξ αυτού, κατά μίαν εκδοχή, το έργο «τραγωδία». Κατά τον Αρχίλοχο, η σύνθεση του διθυράμβου, είναι απότοκος άκρατης οινοποσίας. Το διακηρύσσει. «Ως διονύσοι άναντος καλόν εξάρξι μέλος, οίδα διθύραμβον οίνω συγκεραυνωθείς φρένας». Που σημαίνει: «Πρώτος ξέρω ν’ αρχίσω το διθύραμβο, το όμορφο τραγούδι του βασιλιά Διονύσου, όταν το κρασί μου κεραυνοβολήσει το μυαλό». Έτσι οι διθύραμβοι, αρχικώς οινοκαμώματα, διεκδικούν την αναγνώρισή τους, ως η μήτρα από την οποία γεννήθηκε το θέατρο, που στην αρχέγονη μορφή του, ήταν έμμετρο. Με τον οίνο λοιπόν, σαν νοητό «μίτο της Αριάδνης», ας ξεκινήσει η αναζήτηση του «δακτυλικού αποτυπώματος», η ανεύρεση του οποίου επιβεβαιώνει τη διαχρονική του παρουσία.

              Από καταβολής του γραπτού λόγου, η άμπελος, η ελιά και το σιτάρι, αναφέρονται ως τα τρία αγαθά στη ζωή του ανθρώπου. Του προσφέρουν το κρασί, το λάδι και το ψωμί. Η πρώτη καταγραφή στους ψαλμούς του Δαυίδ. «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (ψαλμός 103, 115). Η σκυτάλη, ο οίνος, από το Διόνυσο παραδίδεται στον Ιησού Χριστό. Θαυματουργεί στον εν Κανά γάμον και το ύδωρ γίνεται οίνος. Στο Μυστικό Δείπνο, ο οίνος ορίζεται σύμβολο της διδασκαλίας του Ιησού και κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής του. Προσφέρει τον οίνον λέγων: «Πίετε εξ αυτού πάντες. Τούτο γαρ εστί το αίμα μου, το της καινής διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών....». (Ματθαίος). Έκτοτε ο οίνος παραμένει στα λατρευτικά δρώμενα της χριστιανικής θρησκείας. Χορηγείται στο μυστήριο του γάμου. «Ποτήριον σωτηρίω λήψομαι...», ψέλνει ο ιερέας, καθώς προσφέρει οίνον στους νεόνυμφους. Οι απερχόμενοι του κόσμου, πριν αφήσουν την τελευταία πνοή και εφόσον το επιθυμούν, κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. Καθ’ εκάστην δε λειτουργίαν, καθαγιάζεται ο οίνος για την Θείαν Κοινωνία.

              Ο ένας από τους «τρεις μεγίστους φωστήρας τη τρισηλίου θεότητος», όπως αποκαλούνται οι τρεις ιεράρχες, αφιερώνει ένα τετράστιχο στη σύγκριση του ύδατος και του οίνου.

«Ύδωρ ποτόν φέριστον, συκρατεί φρένας

θολοί δε τον συλλαβούσα κραιπάλη

ουκ οίδεν οίνος σωφρονίζον την φύσιν

κινεί δε μάλλον ηδονάς παροξύνων».

                                                                                           ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ.

              Και σε μετάφραση:

Το νερό είναι πιο καλό ποτό, κρατά καθάριο το μυαλο 
 ενώ το νου θολώνει η δουλεία της κραιπάλης
δεν ξέρει το κρασί να σωφρονίζει τους ανθρώπους,
αλλά ξυπνά τις ηδονές και τις ανάβει.

              Στην κοινωνία ο οίνος κυρίαρχος και η θέση του προνομοιούχος. Και ο πιο φτωχός, έχει το κανάτι του γεμάτο σε κάθε γιορτή, σε κάθε ξεχωριστή στιγμή.

              Το κρασί πρωταγωνιστεί στην αποθέωση των νικητών. «Βιολιά, κρασί, ξεφάντωμα, χαρά. Γυρνάν οι νικητές Τυρανομάχοι...», προστάζει με τους στίχους του ο Κωστής Παλαμάς. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο επικό του ποίημα «Φωτεινός», καταγράφει τον αγώνα, την αγωνία, το οργισμένο παράπονο του καταπιεσμένου ξωμάχου. Που αψηφά τον άρχοντα και του τα λέει θαρρετά, κοιτώντας τον στα μάτια:

                                         «Εγώ...ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης.

                                              Που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις

                                       (...).Εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

                                              Το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω

                                              Με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

                                              Λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω...».

              Πιο κάτω, στο τρίτο Άσμα, με κρασί σφραγίζουν τη συμφωνία ο Φωτεινός κι ο Φλώρος, καθώς αποφασίζουν να παντρέψουν τα παιδιά τους...

«Πιέ, Φλώρο, ακόμα μια φορά, μ’ αυτό το κεροπάτι

Θε ν’ αναστένοντο οι νεκροί, αν έπιναν κομμάτι.

           Δος μου κ’ εμ’ ένα δάχτυλο...Χτύπα το...στην υγειά μας,

                                               Και νάναι καλορίζικα τ’ άχαρα τα παιδιά μας...

         Αμάν ...ο Θεός κι ο λόγος σου...που τόχες κλειδωμένο,

    Παρόμοιο εφτάψυχο θεριό! Για δες το ευλογημένο,

                                               Αναφτερίζει στο γυαλί...μα την ιερωσύνη...

Και τη χρυσή του Κοινωνιά, το πίνω και με πίνει».

              Στις προσκλήσεις για να καθίσουν σε «φιλόξενη τάβλα», όπως ο λαός χαρακτηρίζει το τραπέζι που στρώνουν για τον ξένο ή τον περαστικό, δεν γίνονται εξαιρέσεις. Ακόμη και τον Χάρο προσκαλούν. Όπως ακούμε σε Κυπριακό τραγούδι του Ακριτικού Κύκλου.

«Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φα, να πιή μιτά μας

         Να πιή γλυκόποτον κρασίν που πίνουν φουμισμένοι

       Να πιή γλυκόποτον κρασίν που πίνουν οι ’γουμένοι

         Απού το πίνουν ευγενείς και πέφτουν και κοιμούνται

     Απού το πίνουν άρρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι

   Και με την ευωδίαν του βρέθουνται μεθυσμένοι».

              Και η μούσα του δημοτικού τραγουδιού, δεν μένει ασυγκίνητη. Άλλοτε σοβαρά και κάποτε σκωπτικά, υμνεί τον οίνο, που τώρα πια...πολιτογραφήθηκε ως κρασί. Σχολιάζει δηκτικά τις συνέπειες της άκρατης...κρασοκατάνυξης. Χαρακτηριστικό σκωπτικό, ταυτόχρονα και αυτοσαρκαστικό, το τραγούδι «Δουλεύτρα». Ανύπαντρη κόρη, αναζητεί ταίρι και διαλαλεί τραγουδιστά τα προσόντα της...

 

«Καλότυχος, καλόμοιρος, όποιος με πάρει εμένα,

που εγώ τον ύπνο αγαπώ και το κρασί το πίνω.

Δυο κανατούλες το πρωΐ και τρεις το μεσημέρι

Και μεσ’ το ηλιοβασίλεμα, στραγγίζω το βαρέλι...».

            

              Ένα από τα πολλά ευτράπελα, εξ αιτίας της οινοποσίας, είναι και το ακόλουθο. Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά συνέβη πραγματικά τη δεκαετία του1920, στη Δημητσάνα. Το άκουσα, από αξιόπιστη πηγή. Τον πατέρα μου, που τότε φοιτούσε στο γυμνάσιο της κωμόπολης. Τη μικρή κοινωνία διασκέδαζε η διαφωνία του γυμνασιάρχη με τον τσαγκάρη, που επιδιόρθωνε τα υποδήματά του. Τον μπάρμπα Γιώργη, που καίτοι χριστιανός ορθόδοξος, πρόσφερε...θυσία στο Διόνυσο με συνέπεια... Σειλινού! Αιτία της διαφωνίας; Ο μπάρμπα Γιώργης δεν πίστευε, ότι η γη γυρίζει, όπως προσπαθούσε να τον πείσει ο γυμνασιάρχης. Τον πετυχαίνει λοιπόν μια βραδιά τύφλα στο μεθύσι, καθώς προσπαθούσε να πάει, παραπατώντας, στο σπίτι του. Για να τον πειράξει, του απαγγέλλει κάποιους στίχους, από ποίημα του Κ. Σκόκου.

«Άκουσε κρασοπατέρα,

 που φιλοσοφείς τη Φύση.

Βλέπεις που γυρίζει η σφαίρα

 και στ’ αστέρια ροβολά;

Θάναι σκνίπα στο μεθύσι

και γι’ αυτό κατρακυλά».

 

              Σαν τέλειωσε την απαγγελία, τον ρώτησε.

          -  Τί λες τώρα κυρ - Γιώργη, γυρίζει η γη;

          -  Κυρ γυμνασιάρχη μου, εσείς οι γραμματισμένοι κι εμείς οι μεθυσμένοι, ίδια τα βλέπουμε! η άμεση, ειρωνική απάντησή του.

Για τον κυρ - Γιώργη με το αγύριστο κεφάλι, στη μνήμη του, ταιριάζει το ποίημα του Κεφαλωνίτη ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου.

                                                

«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΙΣ ΜΠΕΚΡΗΝ»:

«Κλάψτε Τσίτσες κι ορφανές Κλοντήρες,

κλάψτε Ταβέρνες έρημες και κλείστε.

Πουλιό γλυκές βαρέλες μη γεμίστε,

Κι ο άντρας σας, αχ! Χτυπά τ’ Αδη τσι θύρες!

Οφού σκληρές κι αιμοβόρες Μοίρες!

Και τι θα γένει η φαμελιά που αφήστε

ξέσκεπη, απάνθρωπες και δε λυπείσθε;

Μπότσες, Κανάτες, Κούπες κακομοίρες.

Θυγατέρες γλυκές του Μακαρίτη!

Και συ Βαρέλα πάψε, η κλάψα φτάνει

κι έχε έγνοια τώρα εσύ το έρημο το σπίτι.

Βγάλε και βάλ’ του ωστόσο ένα στεφάνι,

του πρέπει, τι παρθένος πάει στη Δήτη.

‘‘Δεν ξέρω από νερό’’, είπε πριν πεθάνει».

              Αναζητούσα βιβλιογραφία σχετική με το «περί οίνου  λόγος». Απρόσμενα, έπεσα σε «φλέβα χρυσού»! Στη διάρκεια συζήτησης, έθεσα σε  φίλο το θέμα και ζήτησα τη γνώμη του. «Γιατί δεν απευθύνεσαι στο ίδρυμα «Φανή Μπουτάρη; Έχουν κάνει μια καταπληκτική έκδοση». Ακολούθησα τη συμβουλή του. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Την τρίτη, από τη στιγμή της  επικοινωνίας, ημέρα, είχα στα χέρια μου  το τετράτομο έργο, «Ο ΟΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ». Και μαζί την προφορική άδεια, να το χρησιμοποιήσω, σύμφωνα με τους κανόνες της δεοντολογίας. Να αναφέρω δηλαδή την «πηγή» της πληροφόρησης. Έκπληξη και θαυμασμός. Αυτό το έργο δεν είναι «πηγή», κεφαλάρι, νερομάνα είναι. Η δομή του έργου σε τρεις ενότητες.  Τόμος Α΄: «Οίνον επαινώ». (Επιμέλεια-σχόλια, Μ. Ζ. Κοπιδάκης ). Τόμοι, Β1 ΚΑΙ Β2 : «Οίνος ο Βυζαντινός. (Επιμέλεια-σχόλια, Ηλίας Αναγνωστάκης). Τόμος Γ΄: «Κρασί από κάθε τρύγο». (Επιμέλεια-σχόλια, Αθηνά Γεωργαντά). Θα αξιοποιήσω την προσφορά με τον προσήκοντα σεβασμό. Πρόθεσή μου, η τέρψη και η αναψυχή. Η ανθολογία μερικών στίχων, συναφών προς το θέμα και όχι το διαγούμισμα. Μπορεί να φαντάζει εύκολη η πρόσβαση στον «αμπελώνα», ο «τρύγος» έχει τις δυσκολίες του. Τελικώς, με καθαρώς υποκειμενικά κριτήρια, αλλά  και την επικουρία της μουσικής, επέλεξα ποιητές και στίχους. Και όταν επικαλούμαι την «επικουρία της μουσικής», έχω κατά νου, στίχους μελοποιημένους από τους Θεοδωράκη, Χατζηδάκη και άλλους συν-θέτες. Στίχοι που τραγουδήθηκαν, διασκέδασαν, πρόσφεραν παιδεία και πολιτισμό. Γνώρισαν τους ποιητές, και το έργο τους, στο ευρύ κοινό.

              Ο Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι», με ιχνηλάτη το κρασί θηρεύει και παρουσιάζει τα βιώματα, τους πόθους και τις προσδοκίες των φτωχών και των αδύναμων. Ψάχνουν αποκούμπι να ξαποστάσουν, να πάρουν ανάσα. Ν’ απαλλαγούν από τα βάσανα και να ξεχάσουν τους καημούς. Και βρίσκουν καταφύγιο στην οινοποσία. Πρόσκαιρα τους απελευθερώνει. Στην ουσία τους βουλιάζει στη χλεύη και την ανυποληψία. Αιχμαλωτίζονται δια βίου, στην αρνητική όψη του οίνου.

«Μες την υπόγεια την ταβέρνα  

μες σε καπνούς και σε βρισιές

(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)   

ολ’ η παρέα πίναμε ψες

Εψές σαν όλα τα βραδάκια   

να πάνε κάτω τα φαρμάκια (...)

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα   

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα 

όπου μας έβρει μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα

προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα».

              Συνεχίζεται το ταξίδι στα ήρεμα νερά της ελληνικής ποίησης. Ο Κώστας Κρυστάλλης, στο ποίημα του «Το τραγούδι του τρυγητού», δίνει τη χαρωπή ατμόσφαιρα του τρυγητού, τις προσδοκίες και τους κρυφούς πόθους του τρυγητή. Της Γκόλφως, την οποία φαντάζεται να τραγουδάει:

«Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ’ αυλάκι,

               το λεν στα πλάγια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια.

      Το λεν στ’ αμπέλια  οι λιγερές, το λεν με χίλια γέλια,

    το λέει η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι.

                                          ‘‘Αμπέλι μου πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,

Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,

                                             να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.

 Μες τα κατώγια τα βαθιά σα μόσχο να το κρύψω,

να το φυλάξω ολάκερες χρονιές, ακέριους μήνες,

ώσπου ναρθεί μιαν άνοιξη, ναρθεί ένα καλοκαίρι,

 να γύρει από τη μακρινή την ξενιτειά ο καλός μου,

                                            να κατεβώ μες την αυλή, να πιάκω τ’ αλογό του,

     να τον φιλίσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,

                                            να τον κεράσω αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,

                                            της ξενιτειάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει».

           Από διαφορετική οπτική γωνία, «ποιητική αδεία», μετουσιώνει τους αγώνες και τις αγωνίες του «Έθνους, ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα «Κυρά των αμπελιών». Αναφέρεται πρώτα στην Ελλάδα:

«Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσίς στον κόσμο

κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά

και στο δεξί την άγια σπάθα,

είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα...».

              Και παρακάτω, η «Κυρά των Αμπελιών», είναι η Παναγία η Αμπελιώτισσα. Ο Χριστός, η Άμπελος κι ο Θείος βότρυς. Την κάμει συμμέτοχο των αγώνων μαζί με τις Μπουμπουλίνες και τους Κανάρηδες. Και καταλήγει:

«Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς

σου άχνισε τα γαλάζια μάτια και φρύδια,

τι σιγανό το βήμα σου κάτου απ’ τα κυπαρίσσια,

τι σιγανή μιλιά της δόξας στα τετράφωνα της πυρκαϊάς

να, με πόσο λέει με πόσο ‘‘γάλα’’ αννδρείας και

ελευθερίας βύζαξες τα ορφανά σου.

Να λέει, με πόσον αίμα πότισες τα

φυλλοκάρδια του αμπελιού να δώσει

το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου».

                Η μουσική του Μάνου Χατζηδάκη έχει κάμει πασίγνωστη την εικόνα της. «Κυρά μου Αμπελιώτισσα, κυρά μου αφέντρα του κρασιού και της χαράς». Η προσωποποίηση της Κρήτης, από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Καπετάν Μιχάλης».

              Ο Οδυσσέας Ελύτης, σε όλα τα έργα του αναφέρεται στο αμπέλι και το κρασί. Σταχυολογώ, από την ανθολόγηση της Αθηνάς Γεωργαντά, Ηλία Αναγνωστάκη και  Μ.Ζ. Κοπιδάκη «Ο οίνος  στην ποίηση», τόμος 3ος  «Κρασί από κάθε τρύγο», στίχους και εικόνες:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι 

το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου

                                                                                            (Το Άξιον Εστί, 1960).

Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του

που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης.

   (Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, 1962).

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος / να ν’ ήμερος, να ναι άκακος

λίγο φαϊ, λίγο κρασί / Χριστούγεννα κι Ανάσταση.

                                                                                    (Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, 1971).

Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα,

στο τέλος θα δεις να σου απομένουν,

μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.

                                                                                                (Ο μικρός ναυτίλος, 1985).

 

             

              Ο Άγγελος Σικελιανός, υμνεί την αθάνατη κληματαριά και τη θεωρεί σύμβολο της Ελλάδας και του πολύπαθου λαού της. Θεωρεί χρέος του, να καταστήσει την Ελλάδα πνευματικό ταγό της οικουμένης. Παθιάζεται με τη Διονυσιακή ιδέα και προσπαθεί να αναβιώσει τη Δελφική Ιδέα. Παρασυρμένος από οίστρο δημιουργικό, συνδέει το Διόνυσο με τον Ιησού Χριστό. Κάτι που συχνά, αποδίδεται από τους ακόλουθους στίχους…

«Ω κατορθωμένο σώμα, σώμα της θυσίας

αντίδωρο άμετρων ψυχών, Εσταυρωμένε Βάκχε.

Ω, τσακισμένη από το βάρος των τσαμπιών,

αθάνατη κληματαριά..».

              Αλλού, σε προσωπικό κατά κάποιον τρόπο επίπεδο, αναφέρεται στην ευφορία που χαρίζει και την ενάργεια που προσφέρει η πόση του οίνου…

 

«(…)Και ήπια αθάνατο κρασί,

το παγωμένο στα βαθιά κατώγια,

το μάτι μου ξαστέρωσε,

μου ηχήσαν καθάρια τα λόγια».

              Σε κάποιους άλλους στίχους του, εμφανής η αλληγορία. Οίνος - αίμα.

 

«(…)  Ως έβρει μίαν ημέραν ένας άνθρωπος

τον διάχρυσον αμφορέα,

όπου η Γη εμπιστεύθηκε στο Διόνυσο

να κλείσει αιώνες μέσα το χυμό του σταφυλιού

κι ως ξάφνου ανοίγοντας τον να οσφρανθεί

το θείο το κρασί να νιώσει

πιο ώριμη και δυνατή τη φρένα του από Κείνο

να, το από αιώνων το κρασί σου Ελλάδα

κάτου από τα ζωντανά ρουθούνια μου.

                                                                                  Αίμα της φυλής μου, στ. 121 -130».

 

              Η σύνδεση Διονύσου-Ιησού, είναι εμφανέστερη στο ποίημα του «Μνημόσυνο στον Παπαδιαμάντη».

«Του Θεού το πέλαγο βροντή το μέγα κύμα εβάρει...

Σαν τ’ Άγιο Πνέμα εφώταγε ψηλάθε το φεγγάρι(...)

όταν αυτός διαβαίνοντας απ’ το στερνό προσκυνητάρι

τ’ ακρωτηριού(...) και τότε το φιδίσιο μονοπάτι που

απ’ το ξωκκλήσι τ’ Αϊ-Νικόλα κατέβαινε

του λιμανιού ώσμε κάτου την ταβέρνα(...).

εκεί που το ποτήρι του κρασιού κρατώντας

σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της αμπέλου(...).

Θε να’μπαινε στη ζέστα μέσα του Μυστηρίου του ζωντανού

κι ο Διονυσόδοτος Χριστός του κι αν στο Σταυρόν απάνω

ακόμα καρφωμένος μ’ αιματοστάλακτο πλευρό,

μα αγάλι-αγάλι την Απολλώνεια θα ενσαρκωνόταν γαλήνη,

σ’ ένα Μνημόσυνο κινώντας (...).

Ενώ γύρα μας μυρόβλητο ανασαίνει παντούθε το νησί,

Απ’ το κύμα κι απ’ το φύκι κι απ’ τα πεύκα

Κι από τα σκίνα , κι από τα ρείκια,

Με το βαθύ ποτήρι μας γιομάτο,

Από της νέας σοδειάς το γιοματάρι,

Ορθοί στον ίσκιο του μπροστά για μια στιγμή,

Με το ποτήρι αυτό στο χέρι,

Του ζητάμε, αν ευδωκεί,

Να το τσουγκρίσουμε με το δικό του...».

 

              Επιμύθιο ή αν προτιμάτε...νουθεσία, ύστερα απ’ όσα αναφέρθηκαν. Ας μάθουμε λοιπόν να πίνουμε, όχι σαν πότες, αλλ’ ως αληθινοί συμποσιαστές της ζωής.     

              Σε κάθε γευστική εκδήλωση, πρέπει να επικρατεί ο κανόνας, η χαρά και το ζηλευτό πνεύμα των αρχαίων ...ελλη(οι)νικών συμποσίων!

                                                                                                                    

                                                                                            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜ. ΤΟΥΝΤΑΣ.

 

Επιστροφή