Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
13/7/2023

Εν … υπαίθρω η Τέχνη – Παίζω… λογήματα (μέρος 2ο ) – Από το γιατρό Χαράλαμπο Δημ. Τούντα

Ο γραμματικός της κοινότητας

 Πέμπτη μόλις ημέρα από την άφιξή μου στο χωριό. Τη σκέψη μου επίμονα αγκύλωνε μια έγνοια. Δεν είχα ειδοποιήσει το νομίατρο για την ανάληψη των καθηκόντων μου. Το γραφείο της κοινότητας κλειδωμένο κι ο γραμματικός άφαντος. Αδημονία! Όχι τόσο για τη γνωριμία μαζί του, όσο για την τακτοποίηση της εκκρεμότητας. Έκανα υπομονή, σάμπως μπορούσα να κάμω κάτι άλλο; Αποζημιώθηκα αργά το δειλινό, λίγο πριν καταφθάσει το μούχρωμα του σούρουπου. Περπατώντας για να περάσει η ώρα, τα βήματά μου μ’ έφεραν κατά το γραφείο της κοινότητας, όπου αναπάντεχα έγινα θεατής... ταυρομαχίας! Στον δρόμο νεαρός πάλευε να κάνει ζάπι τρία μοσχάρια. Μόλις τα είχε ξεφορτώσει από μικρό φορτηγό, που έφυγε αμέσως. Μόνος του και ύστερα από κάμποσα λεπτά τρεχαλητού, χουγιασμάτων και ιδρωκοπήματος, κατάφερε να τα οδηγήσει μέσα στην αυλή και να τα μαντρώσει στο χώρο που προοριζόταν γι’ αυτό το σκοπό.

 Ώσπου να τα καταφέρει αυξήθηκαν οι θεατές, μαζεύτηκαν πεντ’-έξι άτομα, ένας μάλιστα τον βοήθησε. Ανάμεσά τους κι ο μπάρμπα Μήτσος, όπως έλεγαν οι ντόπιοι τον πρόεδρο.  «Άφησα για λίγο τη δουλειά στο γύφτικο», έτσι έλεγε το σιδηρουργείο του, «κι ήρθα να δω τα ζωντανά που έφερε ο ανεψιός απ’ την Κοζάνη», δικαιολογήθηκε. Σταθήκαμε παράμερα, παρακολουθούσαμε και συνάμα κουβεντιάζαμε για το πως ξεκίνησε η εκτροφή μοσχαριών. Ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αλλά γι’ αυτή παρακάτω. Κάποια στιγμή, αφού  απάντησε στις απορίες των παριστάμενων μας πλησίασε ο ανεψιός.           
«Ανιψιέ να σου γνωρίσω το νέο μας γιατρό», είπε ο πρόεδρος. «Γιατρέ ο γραμματικός της κοινότητας», πρόσθεσε. Τα είπαμε στο πόδι και κλείσαμε ραντεβού για την επομένη το πρωΐ στο γραφείο του.

Τον βρήκα να με περιμένει. Τακτοποιήσαμε τα σχετικά με τη γραφειοκρατική χαρτούρα και πιάσαμε το...λακιρντί. Ο Γιώργης, λίγο πάνω από τα τριάντα, ξανθομάλλης, με καστανά αεικίνητα μάτια και βλέμμα αστρίτη. Δημιουργούσε αίσθημα οικειότητας στο συνομιλητή με την αμεσότητα της επικοινωνίας και τον σαφή, ακριβή και ρέοντα λόγο. Σε λίγα λεπτά είχα την αίσθηση ότι τον γνώριζα από καιρό. Αυτή την εντύπωση ενίσχυσε η ολιγόλεπτη παρουσία γυναικών. Δαναΐδες μη προξενούσες φόβον, ήρθαν...δώρα φέρουσες! Η μητέρα και η γυναίκα του Γιώργη. Κρατούσαν δίσκο με τρία φλυτζάνια καφέ κι ένα πιατελάκι ξέχειλο με γλυκό κουταλιού βύσσινο, «σπιτικό», είπαν. «Καλωσόρισμα στο γιατρό», συμπλήρωσαν. Δυο γυναίκες πρόσχαρες, ανεπιτήδευτες. Ζευγαράκι που θύμιζε «την εκκλησιά με το καμπαναριό της», στίχος σε του Σουρή, αν κανείς σύγκρινε τη σωματική τους διάπλαση. Μικροκαμωμένη η γιαγιά Κατερίνα. Δίμετρη σχεδόν η σύζυγος Ειρήνη. Δυνατό σκαρί, με εντυπωσιακή θωριά. Με πλούσια, κοράκου χρώμα κόμη, προσεκτικά χτενισμένη. Γελαστό πρόσωπο, καθαρό, αετίσιο βλέμμα, λόγος θαρρετός. Κελάρυζε χωρίς χάσματα ή κομπιάσματα. Έφυγαν το ίδιο αθόρυβα, όπως ήρθαν. Η παρουσία όμως, η απλότητά τους κι ο ζεστός λόγος ζέστανε το ψυχρό κλίμα του γραφείου, το μετάλλαξε σε εύκρατο, ταιριαστό μ’ εκείνο της οικογενειακής φιλοξενίας. Κλίμα που διατηρείται στις σχέσεις μας μέχρι τώρα, για περισσότερο δηλαδή από μισό αιώνα, που γράφονται αυτές οι αράδες. Έστω κι αν έφυγαν από τη ζωή άτομα που πρωταγωνίστησαν... 

Ταυτόχρονη με την έξοδό τους, η είσοδος του προέδρου. Έτσι, λύθηκε το «μυστήριο» του τρίτου φλυτζανιού καφέ! «Ήρθα και του λόγου μου να τα πούμε και να πιώ τον καφέ προτού κρυώσει», ο λόγος του αντί για καλημέρα. Στρώθηκε στη μοναδική διαθέσιμη καρέκλα, πήρε το φλυτζάνι με τον καφέ. Η θορυβώδης πρώτη γουλιά, όπως και οι επόμενες, διέγειραν  τους γευστικούς κάλυκες και η γευστική απόλαυση ήταν γεγονός. Το επιβεβαίωναν, αμέσως μετά, το ευδαιμονικό πλατάγισμα της γλώσσας στον ουρανίσκο και φουσκοθαλασσιά της αγαλλίασης που ρόδισε στην όψη του. Τελείωσε τον καφέ του συζητώντας γενικά και αόριστα. «Περί ανέμων και υδάτων», που λένε. «Κύριε πρόεδρε», τον διέκοψε, δήθεν ενοχλημένος, ο ανιψιός.
«Έλλειψα μέρες κι έχω πολλή δουλειά να κάνω». Κι εκείνος ατάραχος.
«Κύριε γραμματέα ξέρεις γιατί τη δουλειά που κάνεις τη βαφτίσανε γραφειοκρατία;». Βλέποντας το γεμάτο απορία βλέμμα του Γιώργη και στο δικό μου ξάφνιασμα, απάντησε ο ίδιος στο ερώτημά του.
«Επειδή  αργοπορεί...Είναι από γεννησιμιού της...δυσκοίλια!», χαριτολόγησε.
Το απρόσμενο ευφυολόγημα μας αιφνιδίασε, συνάμα οιστρηλάτησε τη διάθεσή του για κουβέντα.

«Να με συμπαθάς γραμματικέ θα σε καθυστερήσω ακόμα λίγο, όσο ν’ ανάψει και να ετοιμάσει ο βοηθός μου το καμίνι. Αν μείνει κάτι πίσω στη δουλειά σου, έεε...κι αύριο μέρα του Θεού είναι. Έχω μια κουβέντα με το γιατρό, που εψές την άφησα  μισή».
 Έβαλε τελεία στο σύντομο πρόλογο, δεν περίμενε αντίλογο, συνέχισε, απευθυνόμενος σε μένα, με ζέση και μεστό λόγο...

 «Το χωριό μας, κοντά στις εφτακόσιες ψυχές, από τα παλιά τα χρόνια κεφαλοχώρι. Κόσμος φιλότιμος και φιλόξενος. Οι πολλοί αγρότες πάππου προς πάππου. Νοικοκύρηδες, εργατικοί, φιλότιμοι και φιλόξενοι. Τα χτήματά τους, στις πλαγιές, σταφιδάμπελα. Έχουν και στο κάμπο λιγοστά με σιτάρι, ίσα να βγάζουν το ψωμί της χρονιάς τους. Είναι και κάτι λίγοι κτηνοτρόφοι με μικρά κοπάδια. Οι μεγαλύτεροι τ’ αδέρφια Κυριακόπουλοι. Μεγάλο το σόϊ, μεγαλύτερο το κοπάδι, κοντά χίλια κεφάλια. Τα καλοκαίρια στα βουνά του τόπου τους, τους χειμώνες κατεβαίνουν στα χειμαδιά της Τροιζηνίας, κατά τον Πόρο μεριά. Το χωριό μας έχει βγάλει δικαστές, καθηγητές, δασκάλους και το γιατρό τον μπάρμπα Αλεξόπουλο. Κοντότα στο δικό μας και τα γύρω χωριά καμιά εξηνταριά χρόνια, Τώρα, με πάνω από ενενήντα χρόνια στην πλάτη και μυαλό ξυράφι, ζει ακόμα στον τόπο που γεννήθηκε. Θα τον γνωρίσεις. Τι τα θες όμως, με τόσους σε μεγάλες θέσεις και κύρος στην κοινωνία, δε νοιάστηκαν για το χωριό τους. Το άφησαν στην τύχη του. Ακόμα δεν έχουμε ηλεκτρικό, δεν έχουμε νερό στα σπίτια, δεν έχουμε τηλέφωνο ούτε στο γραφείο της κοινότητας. Ούτε αστυνομία. Ο παπάς μας έμεινε κι ο αγροφύλακας, που είναι ντόπιοι. Κι ο γιατρός, τώρα, περαστικός! Ώσπου να τον γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει, τελειώνει η θητεία του και φεύγει», σταμάτησε το μονόλογο να πάρει ανάσα.

Ελαφρό χτύπημα  κουρτάλησε τη γερτή πόρτα. Με το «εμπρός» του γραμματικού μπήκε στο γραφείο ηλικιωμένος. Η παρουσία του έβαλε την τελεία στο λογύδριο του προέδρου. Μετά από σύντομη συνομιλία με τον Γιώργη, στράφηκε και  στάθηκε αντίκρυ μου.  Ο λόγος του λιτός, τρεις λέξεις όλες κι όλες.
«Καλωσόρισες γιατρέ. Άξιος!...». Τον ευχαρίστησα και πρόσθεσα γελώντας,
«το άξιος», είναι ευχή ταιριαστή σε Δεσπότη. Μου λείπουν τα άμφια».
Εντύπωση προξένησε το σκεπτικό , για την εξήγηση του «άξιος». 
«Δεσπότης ασφαλώς δεν είσαι. Ο ρόλος σου είναι δεσποτικός. Εκείνου το έργο, η σωτηρία της ψυχής, πνευματικό, μη επιδεχόμενο κριτική. Αντίθετα το δικό σου έχει υλική υπόσταση, είναι χειροπιαστό, στην πράξη ωφέλιμο. Αποστολή σου η φροντίδα να έχει ο κόσμος την υγειά του.  Μεγάλη η ευθύνη, συνεχώς κάτω από την αυστηρή κριτική της κοινής γνώμης».

 Δεν περίμενε ν’ ακούσει τον αντίλογο, χαιρέτησε και βγήκε. Σηκώθηκε από την καρέκλα «Έεεε, ας πηγαίνω και του λόγου μου,  αρκετά σας χασομέρησα».  Διάβηκε το κατώφλι, έκλεισε την πόρτα πίσω του, μας άφησε μόνους.

- Τί λες, τώρα που είμαστε μεταξύ μας,  τί εξυπηρετεί  ο πληθυντικός; τον αφήνουμε στην άκρη;

- Μαζί σου! Ο ενικός κάνει πιο άμεση την κουβέντα. Ταιριάζουν τα χνώτα μας....

- Έεε, όπως και να τα υπολογίσουμε, κοντοχωριανοί είμαστε. Δυο - τρεις βουνοκορφές μας χωρίζουν και καμιά εκατοστή  χιλιόμετρα είναι η απόσταση.

- Πολλά τα βγάζεις, γέλασε. Είκοσι σκάρτα από δω το Λεβίδι και καμιά σαρανταριά παρακάτω τα Λαγκάδια. Με τα Λαγκάδια είχαμε πάρε-δώσε μετά την κατοχή. Ξέρεις, στη μεγάλη μάχη της Στυμφαλίας το καλοκαίρι του ’44, οι Γερμανοί κάψανε το χωριό. Λαγκαδιανοί μαστόροι βοήθησαν αργότερα να χτιστούν τα καινούργια σπίτια...

Με το διάλογο, προϊόν της αμηχανίας, καταλάγιασε τις όποιες αναστολές κι επιφυλάξεις,  η κουβέντα κύλισε χαλαρά, είχε χαρακτήρα ενημερωτικό. Ξεκινήσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι  από τις παραδοσιακές αγροτικές ασχολίες των κατοίκων.  Γρήγορα σκοντάψαμε στην εκτροφή των μοσχαριών και η κουβέντα, ευθύς εξαρχής,  απόκτησε ζωηρό ενδιαφέρον. Με έξαψη, λες και το περίμενε, άρπαξε την ευκαιρία, δεν έμενε παρά να τον ακούσω. Με τη φράση, που με εξέπληξε ευχάριστα, «εξ όνυχος τον λέοντα», συνοπτικά αναφέρθηκε στο πως ξεκίνησε η εκτροφή των μοσχαριών...

«Κουβέντα καφενείου η πρώτη νύξη, από τον Χρίστο το Βλάχο.
‘’Τί μπανταβομάρες λες ρε Χρίστο. Μοσχάρια στο βουνό;’’, η αυθόρμητη αντίδραση από εκείνους που άκουσαν την πρόταση.
‘’Θα πάω στην Κοζάνη να φέρω μοσχάρια’’.  Το είπε και το έκανε. Έφυγε, έλλειψε μια εβδομάδα, έφερε πέντε μοσχαράκια.
‘’Αργησες Χρίστο, είπαμε ότι έχασες το δρόμο. Έψαξες πολύ να βρεις μόσχους σιτευτούς;’’, το ειρωνικό αρκετών. Σοβαρά εκείνος.
‘’Χρειάστηκε να κάτσω δυο-τρεις ημέρες παραπάνω. Έπρεπε να μάθω κάμποσα πράματα, που δεν ήξερα,  για την εκτροφή. Αλλιώς θα έπαιρνα γουρούνι στο σακί’’,
τους αποστόμωσε. «Και πότε με το καλό η απόδοση της επένδυση;», η απορία του δάσκαλου. ‘’Η καλύτερη στιγμή, όταν χρονίσουνε. Τότε θα τα πάω στο χασάπη και θα πάρω την επιδότηση από την Αγροτική’’, η εξήγηση του Χρίστου.
Έεεε, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έβαλε στην τσέπη κάπου είκοσι χιλιάρικα. Διπλό έσοδο, με λιγότερο κόπο κι έξοδα, από εκείνο που αποδίδει η σταφίδα. Άνοιξε ο δρόμος για την εκτροφή, τον μιμήθηκαν δυο-τρεις, έπεσε χρήμα, από διαφορετική πηγή, στο χωριό».

Την άνθιση στα οικονομικά και την επακόλουθη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της τοπικής κοινωνίας τη βίωσα, τόσο στο διάστημα που ήμουν μέλος της, όσο και τα κατοπινά χρόνια, καθώς δεν έκοψα τους δεσμούς μαζί της. Τίμησα το προσωνύμιο, κοινώς παρατσούκλι, που απόκτησα κατά τη θητεία μου εκεί. «Ο γιατρός ο Ψαραίος».
Γρήγορα ο Χρίστος εγκατέλειψε τα μοσχάρια κι ασχολήθηκε με την υλοποίηση καινούργιας ιδέας. Την εκτροφή Μίνκ. Τρωκτικά με την περιζήτητη, και ακριβοπληρωμένη, γούνα. Γιατί μπορεί το «Άκληρος», που τον ακολουθούσε σαν τη σκιά του, να οφειλόταν το γεγονός ότι δεν είχε παιδιά,  ήταν όμως πλούσιος, «θηλυκό μυαλό»  σε πρωτοποριακές ιδέες. Θες όμως  η αποστροφή προς τα τρωκτικά, θες η μπελαλίδικη διαδικασία της εκτροφής τους, κανένας δεν τον ακολούθησε στην προσπάθεια αξιοποίησης της νέας του ιδέας.

Με την κουβέντα πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε.  Ήταν πια μεσημέρι, όταν σηκώθηκα. Η συζήτηση μας, στην ουσία μονόλογος του γραμματικού διανθισμένος από δυο - τρεις δικές μου απορίες, ήταν «ουσιώδης, και κατατοπιστική». Φράση «χρησιδάνειο» από την διπλωματική ορολογία. Έκλεισε με ευχαριστίες από μέρους μου και τη σιβυλλική δήλωση του Γιώργη, «έχουμε κι άλλα να πούμε». Βγήκα στο δρόμο, έριξα κλεφτή ματιά στο ρολόϊ. Δύο παρά η ώρα! Ένδειξη που επιβεβαίωνε το στομάχι. Διαμαρτυρόταν! Την «πόρτα» του κουρταλούσε η έντονη αίσθηση πείνας. Ώρα να επισκεφθώ την κυρά Όλγα να γευθώ τη σημερινή της έμπνευση. Στο χωριό δεν υπήρχε ταβέρνα ή εστιατόριο συνεχούς λειτουργίας. Μου σύστησαν την κυρά Όλγα ως «καλή μαγείρισσα!  Εκείνη μαγειρεύει, στο  καφενείο της τρώνε, όταν επισκέπτονται το χωριό οι επίσημοι, ο νομάρχης κι ο Δεσπότης». Αναγκαστικά εντάχθηκα στο οικογενειακό της σιτηρέσιο (μεσημέρι-βράδυ) για να λυθεί το οξύ πρόβλημα της σίτισης.
 

Το...«βάπτισμα του πυρός»

Κόντευα μήνα στο χωριό και η...αναδουλειά θέριευε την πλήξη. Είχε φτάσει να είναι ανάλογη με τη θερμοκρασία της εποχής. Υψηλή! Ανακούφιση από τον καύσωνα, τ’ απομεσήμερα, οι πνοές της δροσιάς που κατέβαιναν από τις πλαγιές της Ζήρειας. Τη δική μου πλήξη, δεν κατάφερναν να διασκεδάσουν οι σποραδικές, κυριολεκτικά κουβέντες καφενείου, ερωτήσεις. Όλες ξεκινούσαν από θεωρητική βάση. «Άμα τύχει» και κατέληγαν στο αόριστο «τούτο...’κείνο... το άλλο». Η απάντηση, μονότονα ίδια,  «άσε να τύχει...εδώ θα είμαι, τα λέμε τότε...». Σε πλήρη αναντιστοιχία η πολιτική κρίση, τροχοπέδη στην επέλαση της πλήξης. Κρατούσε σε εγρήγορση τα συναισθήματα, που με σημαιοφόρο την αδημονία, διαδήλωναν στο θυμικό και καρτερούσαν τις εφημερίδες. Μοναδική πηγή ενημέρωσης. Ετοιμαζόμουν να βγω στην πλατεία να τις υποδεχτώ. Κόντευε τέσσερις, ώρα άφιξης του λεωφορείου με τον σημερινό τύπο με τα...χτεσινά νέα. Με πρόλαβαν τα χτυπήματα στην πόρτα. Μπροστά μου λαχανιασμένος νεαρός.
«Έλα στην πλατεία...ένας πεθαίνει...βγάζει αίμα από το στόμα...γρήγορα μου είπαν...».

Βρέθηκα αντιμέτωπος με θέαμα αποκαρδιωτικό. Άντρας καθιστός σε καρέκλα κάτωχρος, ιδρωμένος, με απαθές βλέμμα και αδυναμία επικοινωνίας. Μια «λίμνη» αίμα μπροστά στα πόδια του. Κάποιος τον συγκρατούσε από τους ώμους και από τα χέρια η αλαφιασμένη συνοδός του. Ολόγυρα ανήσυχοι κι αμήχανοι γυρόφερναν διάφοροι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια. Με λόγια προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο, να τονώσουν το καταρρακωμένο ηθικό του.  Το να προσπαθήσω να πάρω ιστορικό, χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Ενώ ο εξοπλισμός που διέθετα για τέτοια επείγουσα κατάσταση ούτε καν ο στοιχειώδης. Έπρεπε να δράσω γρήγορα. Πρώτη κίνηση να τον ακινητοποιήσω ξαπλώνοντάς τον, για να διασφαλίσω την πιθανότητα επιβίωσης. Ενώσαμε δυο μεγάλα μεταλλικά τραπέζια, έμπνευση απελπισίας, σε πρόχειρο μέσον για την κατάκλιση. Η...«κλίνη» πρόσφερε τη δυνατότητα μιας υποτυπώδους κλινικής εξέτασης. Κατάφερα να διαπιστώσω, ότι παρά την απώλεια του αίματος, η πίεσή του ήταν σταθερή στα οριακά στα φυσιολογικά επίπεδα. Η καρδιακή του λειτουργία, παρά την ταχυκαρδία, είχε φλεβοκομβικό ρυθμό.  Απουσίαζαν οι έκτακτες συστολές που προκαλούν αρρυθμία. Το αναπνευστικό του ελεύθερο. Τα ευρήματα επέτρεπαν αφ’ ενός συγκρατημένη αισιοδοξία, αφ’ ετέρου παρείχαν χρονική άνεση, για τους όχι μόνον αναγκαίους, μα τώρα πια, απαραίτητους χειρισμούς. Η διατήρηση  της σταθερότητας  μείωνε την πιθανότητα υποτροπής και διασφάλιζε ότι η, έτσι κι αλλιώς, αργοπορημένη διακομιδή του, όποτε κι αν γινόταν, θα ήταν ασφαλής.

Διακομιδή. Ένας ακόμη πονοκέφαλος! Τηλέφωνο στο χωριό δεν είχαμε. Το πιο κοντινό, στο σταθμό χωροφυλακής των Καλιάνων. Απόσταση εφτά χιλιόμετρα και χωρίς τη δυνατότητα χρήσης μεταφορικού, ούτε καν περαστικού να το «επιστρατεύσουμε». Ο μόνος τρόπος εθελοντής πεζοπόρος. Βρέθηκε πρόθυμος, ταχύπους νεαρός. Ξαμολήθηκε, όχι από τη δημοσιά των εφτά χιλιομέτρων, αλλά από τα μονοπάτια-γιδόστρατες της πλαγιάς, για να κόψει δρόμο. Έφτασε στους Καλιάνους σε μία ώρα, έδωσε το μήνυμα στο νωματάρχη. Εκείνος επικοινώνησε με το νοσοκομείο Κορίνθου, ενημέρωσε για το επείγον του περιστατικού κι έλαβε την υπόσχεση
«το συντομότερο δυνατόν θα αποσταλεί το πρώτον διαθέσιμον ασθενοφόρον».
Δυόμιση ώρες μετά από την αναχώρηση, ο «αγγελιαφόρος» επέστρεψε με την αόριστη διαβεβαίωση, ότι θα αποσταλεί ασθενοφόρο «το συντομότερο δυνατό.

Η επόμενη κίνηση, εμπνευσμένη από τον Λουΐτζι Πιραντέλλο. Θυμήθηκα τον τίτλο του  θεατρικού έργου του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Άδραξα την ευκαιρία, κίνηση απόγνωσης, στην προσπάθεια να καλύψω τις ελλείψεις των αναγκαίων, που στην παρούσα κατάσταση ήταν απαραίτητα και ξεκίνησα να αυτοσχεδιάζω.

Πρώτο μέλημα ο περιορισμός της η κινητικότητας του ασθενούς. Προσπαθούσε να βολευτεί στο άβολο «κρεββάτι» μιμούμενος τον οβελία στη σούβλα. Τοποθέτησα ένα παγούρι με κρύο νερό στο επιγάστριο, εξηγώντας του ότι θα βοηθούσε στην σταμάτημα της αιμορραγίας, είτε στην υποτροπή της. Πρακτικά, απλώς εξασφάλιζα την ακινησία. Κατάλαβε φαίνεται τη...σπουδαιότητα της οδηγίας και μέχρι το τέλος την τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια.

Χρειαζόμουν επειγόντως ορό και τη συσκευή για την χορήγησή του. Δε χρειαζόμουν απλώς, ήταν αδήριτη ανάγκη η χρήση του. Η έλλειψη, έφερνε «τη σκούφια γύρω», κατά την λαϊκή έκφραση. Η...γυροβολιά της σκούφιας, είχε θετικό αποτέλεσμα. Έθεσε σε λειτουργεία το μνημονικό κι εκείνο  πρόσφερε τη λύση. Μεσοβέζικη μεν,  χρήσιμη δε. Θύμισε τις αμπούλες με τον φυσιολογικό ορό. Ανακούφιση! «Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι», σκέφτηκα κι έτρεξα να τις φέρω.
Κατά τη σύντομη απουσία μου άφησα στο πόδι μου τον Κωστάκη το Βρακοτσώλη. Με βοήθησε πολύ ο...«συνάδελφος εν όπλοις». Είχε κι εκείνος την «ειδικότητα νοσοκόμου, κτηθείσα εν τω στρατεύματι», όπως η αφεντιά μου. Τον ρώτησα, αφού του εξήγησα το λόγο της απουσίας. «Αν λείψω   για δέκα λεπτά, θα μείνεις στο πόδι μου;».
Κι εκείνος, σαν έτοιμος από καιρό, απάντησε, «ακούμπα απάνω μου και μη φοβάσαι. Μέχρι να ‘ρθεις θα έχω αποστειρώσει και τα χρειαζούμενα». Του έδωσα το μικρό βραστήρα με τις σύριγγες που κουβαλούσα στην τσάντα μου. Κράτησε το λόγο του. Μόλις γύρισα τις είχε έτοιμες για χρήση.

 Ξεπεράστηκε σχετικά εύκολα και η δυσκολία στην προσπάθεια για φλεβοκέντηση. Εμπόδιο η  συνυπάρχουσα υπόταση. Μας διευκόλυνε όμως το ιδανικό φλεβικό δίκτυο του ασθενή. Στα άνω άκρα, τα ατσάλινα χέρια του χειρώνακτα εργάτη, οι φλέβες του ογκώδεις και τόσο ευδιάκριτες, που δεν χρειαζόταν καν ψηλάφηση για να γίνει αισθητή η πορείας του. Με ευχέρεια και ασφάλεια προσπελάσιμες. Ένα ακόμη ευχάριστο. Στη διάρκεια της παρέμβασης, παρά τις τρεις φλεβοκεντήσεις,  δεν αντιμετωπίσαμε τον κίνδυνο της φλεβικής θρόμβωσης.  Έτσι, ολοκληρώθηκε η χορήγηση του φυσιολογικού ορού με τον πρωτόγονο, ανορθόδοξο τρόπο. Έργο κοπιώδες, χρονοβόρο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας, η άψογη συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας. Του ασθενή συμπεριλαμβανόμενου. Απαιτούνταν λεπτοί χειρισμοί από τη μεριά  μου, γρήγορα αντανακλαστικά από τον Κωστάκη. Και από τους δυο,  απόλυτη προσήλωση στο έργο μας και ψύχραιμες αντιδράσεις.  Χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες ώρες, μέχρι να χορηγηθεί, κοντά στο σούρουπο, και η τελευταία διαθέσιμη αμπούλα του ορού.

 Την πρώτη μάχη του πολέμου την κερδίσαμε στα σημεία. Άξιος βοηθός ο Κωστάκης. Δεν δυσφόρησε, δεν παραπονέθηκε, αν πάνω στην αψάδα λέχθηκε, ίσως, κάποια κουβέντα παραπάνω.  Ο πάσχων συνεργάστηκε, πειθάρχησε σε κάθε υπόδειξη, μ’ ένα λόγω  υποδειγματικός και ο ασθενής. Να μην λησμονήσω και τον μικρό Αριστείδη, μαθητή της δευτέρας του δημοτικού.  Το δραστήριο «νεροκουβαλητή». Πηγαινοερχόταν στη βρύση «αστραπή». Γέμιζε κι έφερνε το παγούρι, που τοποθετούσα στο επιγάστριο του πάσχοντα, με το δροσερό νερό της. Τον ξανάστελνα να γεμίσει κι ένα δεύτερο εφεδρικό, που αντικαθιστούσε το πρώτο, επειδή ζεσταινόταν γρήγορα.
Γουστόζικη η απάντησή του, μόλις τελειώσαμε και τον ευχαριστήσαμε για τη βοήθεια που προσέφερε. «Εγώ ξέρω από αυτά και στο χτήμα που πηγαίνω να βοηθήσω, νερό κουβαλάω. Μόνο που εκεί είναι πιο μακριά η βρύση και η βαρέλα μεγάλη», καμάρωσε, καθώς απολάμβανε την πορτοκαλάδα που τον κεράσαμε. Αμοιβή για τον κόπο του. Όλη η ομάδα λοιπόν ...ειδικοί! Του μικρού Αριστείδη η ειδικότητα «κτηθείσα εν τω κτήματι!».

Η αυλαία έπεσε έξι ώρες μετά την έναρξη της παράστασης. Γιατί  «παράσταση»; Μα αφού έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο και ενώπιον πλήθους θεατών. Πως αλλιώς να χαρακτηρίσω το εγχείρημα;. Σε προσωπικό επίπεδο η δοκιμασία, Ήταν το «βάπτισμα του πυρός»! Το πρώτο σοβαρό το περιστατικό που αντιμετώπιζα στην πρεμιέρα της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με την Τέχνη που σπούδασα. Συνάμα και τελετή επίδοσης διαπιστευτηρίων. Στο κοινό, τις υγειονομικές ανάγκες του οποίου αναλάμβανα, επί μια διετία να καλύψω. Η Τέχνη εν...υπαίθρω!    

Κύλησαν όλα ομαλά. Η τεκμηρίωση, από το αποτέλεσμα. Αυτό έγινε φανερό από την κλινική εξέταση, μετά την παροχή της φροντίδας και την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Στα όρια της φυσιολογικής η πίεση, εξακολουθούσε να είναι φλεβοκομβικός ο ρυθμός λειτουργίας της καρδιάς.  Κυρίαρχο μεν  το αίσθημα της ανακούφισης, υποβόσκουσα ανησυχία δε.  Και τούτο για δύο λόγους. Ο κυριότερος, η έγκαιρη άφιξη του ασθενοφόρου. Είχαν ήδη περάσει τρεις και κάτι ώρες και δεν είχαμε καμία είδηση. Και, αλήθεια, πώς να είχαμε, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα επικοινωνίας. Μια απώτερη επιπλοκή, ήταν η πιθανότητα λοίμωξης, επειδή η όλη διαδικασία έγινε σε σηπτικές συνθήκες. Δεν διαθέταμε ούτε καν γάντια. Ίσως η λέξη «ανακούφιση», να μην ανταποκρίνεται στα πραγματικά μας συναισθήματα. Στην ουσία, καθόμαστε σε αναμμένα κάρβουνα. Τα συναισθήματα μεταξύ σφύρας και άκμονα. Με το που είπαμε «δόξα σοι ο Θεός» με τη σταθεροποίηση της κατάστασης του ασθενή, άρχισαν τα «Παναγία βοήθα», για την αργοπορία ερχομού του ασθενοφόρου. Η αδημονία ξεχείλωσε, ξεπέρασε τα όρια  της αγωνιώδους αναμονής, έφτασε στις παρυφές της αγανάκτησης. Και τότε, κραυγή στεντόρεια. «Νάτο, έφτασε!». Στο απέναντι διάσελο φωτίστηκε ο ορίζοντας και σε λίγο φάνηκαν οι προβολείς του οχήματος και το παλλόμενο γαλάζιο φως. Βαθύς ο αναστεναγμός της ανακούφισης...

Λίγο πριν φύγει το ασθενοφόρο ζήτησα από το πλήρωμα να μου αφήσουν δυο συσκευασίες και μερικές αμπούλες φυσιολογικού ορού. Σκόνταψε το αίτημα. Επικράτησε το πνεύμα του γραφειοκράτη συνοδού. «Τα έχουμε χρεωθεί. Πως θα δικαιολογήσουμε το έλλειμα». Την ευφροσύνη από το αίσιον τέλος, επισκίασε η απογοήτευση από την άρνηση.

 

 

Επιστροφή