Τα νέα του χωριού μας
Ημ/νία | Τίτλος |
10/7/2023 | Εν … υπαίθρω η Τέχνη – Παίζω… λογήματα (μέρος 1ο ) – Από το γιατρό Χαράλαμπο Δημ. Τούντα Ο Πρόεδρος Το νομοσχέδιο προέβλεπε θητεία δύο ετών, υποχρεωτική, στους νέους πτυχιούχους γιατρούς. Παρά τις αντιδράσεις και τις συνεχείς διαδηλώσεις, ψηφίστηκε από την Βουλή και έγινε νόμος του κράτους το 1957. Και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, καθώς υπόχρεοι ήταν και οι εισαχθέντες στις ιατρικές σχολές, πριν από την ψήφισή του. Επίσης, όπως κάθε καλός νόμος, είχε πρόνοια και για… φεγγίτες. Προβλέπονταν και μερικές θέσεις «αγροτικού ιατρείου» σε νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων, για την εξυπηρέτηση των…ημετέρων. Των «δικών μας παιδιών»! Όχι βέβαια στο «σώμα» του. Τις είχαν «κρυμμένες» σε άσχετους νόμους με τη μορφή τροπολογιών, που υποτίθεται έγιναν για την δικαιότερη και πιο ορθολογική εφαρμογή του ήδη ισχύοντος νόμου! Έτσι, μόλις τέλειωσα τα δύο χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας, αναζητούσα θέση αγροτικού γιατρού, για να εκπληρώσω την υποχρέωση και για τη δεύτερη διετή θητεία. Την βρήκα στην ορεινή Κορινθία. Στα…αζήτητα, μολονότι θέση προνομιούχος, του Υγειονομικού Κέντρου Κορίνθου. Τι σημαίνει το «προνομιούχος;». Κατ’ αρχάς κοντά στην Αθήνα. «Ορεινό» χαρακτηριζόταν το ιατρείο, άρα η αμοιβή του γιατρού υψηλή. Με τα οδοιπορικά, έφθανε τις δέκα χιλιάδες το μήνα. Υπολογίζονταν «οδοιπορικά», επειδή ο γιατρός θα εξυπηρετούσε και τους κατοίκους του διπλανού χωριού, που απείχε μόλις τέσσερα χιλιόμετρα. Επιπλέον περνούσε από τα δύο χωριά το λεωφορείο, πρωϊ-απόγευμα, της γραμμής Νεμέα-Σκοτεινή, που εξυπηρετούσε τα χωριά της ορεινής Αργολίδας. Έτσι, κατακαλόκαιρο του 1965, ταξίδεψα για το κεφαλοχώρι Ψάρι της Κορινθίας. Επίσκεψη για αυτοψία, αφού ήταν πιθανή η διαμονή μου εκεί την προσεχή διετία.
- Μπάρμπα σε ζητάει ένα ξένο παιδί …και …μου ‘πε ο Βρακοτσόλης να το φέρω εδώ… Ο μικρός στεκόταν στην πόρτα του «γύφτικου». Ο μάστορας δούλευε ο χειροκίνητο φυσερό, να φουντώσουν τα κάρβουνα στο καμίνι. Πύρωνε το ατσάλι να το κάμει εύπλαστο και με τη μαστοριά του εργαλείο. Άφησε το φυσερό σαν άκουσε τη φωνή, πήρε βαθιά ανάσα, σκούπισε τα χέρια του στην ποδιά που φορούσε και στράφηκε αργά, φάνηκε η αναψοκοκκινισμένη μορφή του. Με αργές κινήσεις έβγαλε τα γυαλιά, καθάρισε τους φακούς και χωρίς βιασύνη τα στέριωσε πάλι χαμηλά στη μύτη. Έκανε δυο-τρία βήματα πίσω, απομακρύνθηκε από το καμίνι, στάθηκε απέναντι στον επισκέπτη. Στο βλέμμα του φανερή η απορία, καθώς στο άνοιγμα της πόρτας, πίσω από τον μικρό, διέκρινε το περίγραμμα του σώματος άγνωστου νέου. Στιγμιαίος ο δισταγμός… - Λες να είσαι γιατρός για το χωριό μας; ερωτηματικός ο λόγος του, σα να επιζητούσε την επιβεβαίωση. - Όχι ακόμη. Επίσκεψη κάνω για να γνωρίσω τον τόπο που ζήσω, εάν βέβαια διορισθώ, τα επόμενα δύο χρόνια. Έκρινα λοιπόν, πως σωστό είναι, πρώτα να συναντήσω την κεφαλή του χωριού, να γνωρίσω τον πρόεδρο της κοινότητας, απάντησα και προχώρησα δυο βήματα στο εσωτερικό. - Έκαμες το πρέπον…Καλώς ήρθες το λοιπόν στο χωριό μας και καλορίζικος αν μείνεις. - Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα και χαίρομαι που σας γνωρίζω - Να είσαι καλά. Ελπίζω να σου αρέσει ο τόπος μας, να μείνεις εδώ, να προσφέρεις με την επιστήμη σου, στους ανήμπορους. Εγώ, ο μπάρμπα Μήτσος, ο γύφτος, ο πρόεδρος, θα είμαι στο πλευρό σου... - Αυτός είναι ο στόχος, αφού έκανα την επιλογή, να μείνω. Δεν είναι όμως στο χέρι μου. Άλλοι αποφασίζουν, από αυτούς εξαρτάται. - Έχεις δίκιο. Κοντά στο νου κι η γνώση, που λέμε στο χωριό μας. Πιστεύω όμως ότι κι εκεί-νοι που αποφασίζουν, να μη μας ξεχάσουν. Έγινα τσιμπούρι στο νομίατρο, τον τσιγκλάω συνέχεια Η γιατρίνα που είχαμε τελευταία, έφυγε εδώ κι έξη μήνες.
- Να μη σας απασχολώ, έχετε και δουλειά. Σας αφήνω, ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα. - Η δουλειά δεν σώνεται κι έχει κι ένα καλό. Δεν παραπονιέται άμα την αφήσεις στη μέση, είπε γελώντας. Ώσπου να πας στο καφενείο θα ‘ρθω και του λόγου μου. Να κουλαντρίσω το καμίνι και να ρίξω λίγο νερό να φύγουν οι πολλές μουτζούρες από προσώπου μου. Κι έφτασα… Κατηφόρισα στο καφενείο του Βρακοτσόλη. Πρώτα έμαθα το παρατσούκλι και μετά διάβασα στην ταμπέλα το επώνυμό του. Κώστας Γαλάνης. - Γιατρέ τον γνώρισες το μπάρμπα Μήτσο; - Ναι. Όπου να ΄ναι θα έρθει κι ο ίδιος. - Τώρα δε θ’ αρνηθείτε το κέρασμα. Θα φτιάξω και τον καφέ του μπάρμπα Μήτσου, να τον έχω έτοιμο, είπε με μιαν ανάσα και βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα.. Στο μεταξύ είχε μαθευτεί η άφιξη γιατρού στο χωριό και πέντε έξι περίμεναν να γνωρίσουν το νέο γιατρό. Ήρθε σε λίγο και ο πρόεδρος κι άρχισε κουβεντολόγι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Δεν ήταν μόνο η έλλειψη του γιατρού. Υπήρχε άλλωστε στο χωριό ντόπιος γιατρός, μολονότι υπερήλικας, «ογδόντα επτά και βάλε», συμπλήρωναν γελώντας «στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι». Κυρίαρχα στη συζήτηση το ηλεκτρικό ρεύμα, που όλο τους το έταζαν κι ακόμα να ‘ρθει, την τηλεφωνική γραμμή που δεν είχαν και να τηλεφωνήσουν, έπρεπε να περπατήσουν μέχρι τους Καλιάνους, έξι χιλιόμετρα δρόμο. Ακόμη και υδραγωγείο δεν υπήρχε. Από δύο βρύσες βολεύονταν. Η μία, με άφθονο νερό, πήγαζε από τα θεμέλια της εκκλησίας και ήταν η κύρια για τη λάτρα. Η άλλη στο κέντρο, με λιγοστό πόσιμο νερό. Το θεωρούσαν καλό για την υγεία και το αποκαλούσαν «αθάνατο». Άκουγα το κουβεντολόγι και κατατοπιζόμουν για τις συνθήκες, καθόλου αισιόδοξες, διαβίωσης που, εάν κι εφ’ όσον, θα αντιμετώπιζα. Έφυγα όμως με καλή διάθεση. Στον αποχαιρετισμό, προτρεπτικός, γεμάτος παράπονο, να μην αφήσω να πάει χαμένη η ευκαιρία, ο λόγος του μπάρμπα Μήτσου. Να επιδιώξω τον διορισμό … - Μη σε τρομάξουν τα όσα άκουσες, είμαστε παραπονιάρηδες, αλλά καλοί άνθρωποι. Το χωριό μας, έχει ανάγκη από γιατρό, μην το αφήσεις αβοήθητο. - Ελπίζω να επιστρέψω. Όσο για τ’ ακούσματα, μην ανησυχείς, δεν με τρόμαξαν. Ίσα – ίσα αποτελούν κίνητρο για προσφορά. Στις δυσκολίες, εύκολα προσαρμόζομαι.
Επί της υποδοχής; Ο…Εγκέλαδος! Στον πηγαιμό για την οριστική ανάληψη των καθηκόντων, αυτή τη θέα (φωτο) αντίκρυσαν οι συνοδοί μου, και εντυπωσιάστηκαν. Είδαν από την κορυφογραμμή το Ψάρι. Απλωνόταν αγνάντια ζωσμένο από την πρωϊνή πάχνη. Το βουναλάκι αριστερά, με λίγη φαντασία μοιάζει με ακέφαλο ψάρι σε πιατέλα. Στην ομοιότητα αυτή αποδίδουν οι ντόπιοι την ονοματοθεσία του χωριού τους. Υπάρχει όμως και η επίσημη εκδοχή. Αναφέρεται σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου των Απανταχού Ψαριωτών: «Η ύπαρξη του χωριού με την ονομασία Ψάρι αναφέρεται για πρώτη φορά σε επίσημο στοιχείο το 1558 μ.χ. από τον δεινό Θεολόγο της Ορθοδοξίας Δαμασκηνό τον Στουδίτη (νυν Άγιο Δαμασκηνό τον Στουδίτη), όταν συνέγραψε την ακολουθία και τον εγκωμιαστικό λόγο του συγχωριανού μας Αγίου Νικολάου του εξ Ιχθύος της Κορινθίας, ο οποίος μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη την 14 / 2 / 1554, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Αναφέρετε χαρακτηριστικά στον εγκωμιαστικό λόγο: ‘‘πατρίς μεν ήν η τω Ζάρηκι όρει κώμη πάλαι μεν Ιχθύς ονομαζομένη, νυν δε την των χυδαίων φωνή Ψάρι προσαγορευομένη». Ακριανή στην ανατολική είσοδο του χωριού η εκκλησία της Παναγίας, δεύτερο στη σειρά και πάνω στο δρόμο, το οίκημα που στέγαζε το ιατρείο. Λιθόχτιστο, με κεραμοσκεπή, χαγιάτι και εύκολη πρόσβαση. Συνάμα και η κατοικία του γιατρού. Καταφθάσαμε χωρίς προειδοποίηση. Φυσικό να μη μας περιμένει κανένας. Η ερημιά στο χωριό αναμενόμενη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, βρίσκονταν στα χωράφια. Θέρος γαρ! Ξαφνιάσαμε η σπιτονοικοκυρά, μόλις της χτυπήσαμε την πόρτα. Το ‘δειξε μάλιστα λέγοντας, «Μπά; Ο γιατρός; δε μας ειδοποίησε κανείς, ν’ ανοίξω το σπίτι, να το συγυρίσω μια στάλα. Είναι μήνες κλειστό». Έφερε το κλειδί,, άνοιξε, μπήκαμε. Η σειρά μας να ξαφνιαστούμε με ό,τι αντικρύσαμε. Πέρα από ασυγύριστο και αραχνιασμένο το σπίτι. Οι γυναίκες είχαν μαλλί να ξάνουν, ώσπου να γίνει υποφερτά, κατοικήσιμο. Ρίχτηκαν στη δουλειά, δεν είχαν άλλωστε και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Τις άφησα να κάμουν τη δουλειά τους και βγήκα,. Στην άδεια πλατεία, το ένα καφενείο ήταν ανοιχτό. Μοναδικοί θαμώνες δύο νεαροί. Ο υπεύθυνος για την εξυπηρέτηση της ανύπαρκτης πελατείας κι ένας μεγαλύτερης κάπως ηλικίας. Για να «σκοτώσουν» την ώρα έπαιζαν δηλωτή στον ίσκιο του πλάτανου. Τους καλημέρισα. Διέκοψαν την παρτίδα, είπαμε δυο κουβέντες και τους άφησα να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Σκοπός μου άλλωστε ήταν να επισκεφθώ τον πρόεδρο. Τον βρήκα να σφυροκοπάει. . - Καλημέρα κύριε πρόεδρε, είπα μπαίνοντας. Όπως βλέπετε τήρησα τη υπόσχεση και να ‘μαι στο χωριό σας… - Καλώς τον και καλορίζικος, ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Άφησε το σφυρί στον πάγκο, στράφηκε, με πλησίασε, μου έσφιξε το χέρι σε θερμή χειραψία. - Μόνος; Ρώτησε - Ήρθα με συνοδεία, όχι γιατί φοβούνταν μπας και...το σκάσω, αλλά για να φροντίσουν την εγκατάστασή μου. Τώρα που τακτοποιούν το σπίτι, βρήκα την ευκαιρία να σας πω μια καλημέρα. - Καλά έκανες. Κι ελόγου μου θέλω να σου πω δυο κουβέντες. Όχι, προς Θεού, συμβουλές! Μην το πάρεις έτσι. Φιλικά λόγια να σε κατατοπίσω για το χωριό. Τουλάχιστον μέχρι τα μισά του Οκτώβρη δε θα σ’ ενοχλήσει κανείς. Έχουν πολλές δουλειές και δεν...αδειάζουν ν’ αρρωστήσουν, είπε γελώντας. - Μ’ άλλα λόγια θα είμαι αργόμισθος; Γέλασα με τη σειρά μου. - Όχι, όχι αργόμισθος, να δε θα’ χεις κάτι σοβαρό. Κανά βήχα ή κανα πονόλαιμο. Τέτοια πράματα. - Δηλαδή αγροζημιές, που λένε οι δικολάβοι. Τίποτα το σοβαρό. - Πες το κι έτσι. Χαίρομαι όμως, όχι μόνο για τον ερχομό σου, αλλά γιατί μιλάς σαν κι εμάς… - Μα κι εγώ από χωριό είμαι, του είπα γελώντας. Είπαμε κάμποσες ακόμη κοινότοπες κουβέντες, έλιωσε ο πάγος της επισημότητας. Έδωσε τέλος στη συζήτηση λέγοντας… - Φιλάσθενους στο χωριό έχουμε δυο-τρεις. Η Ουρανία, η κυρά μου, με την καρδιά της. Η Βουδούραινα, εδώ παρακάτω, με τα βρογχικά της. Του Άκληρου η κυρά, εδώ παραπάνω, με τα ρευματικά της. Κι ο γέρο δικολάβος. Τούτος, συνταξιούχος τώρα, θα σου γίνει «τσάμικος ταμπάκος». Θα σε ενοχλεί «για ψύλλου πήδημα». - Ευχαριστώ, μου είναι χρήσιμες αυτού του είδους πληροφορίες. Βλέπω ότι το γραφείο της κοινότητας είναι στο διπλανό σπίτι. Ευκαιρία να πω στον γραμματέα της κοινότητας να κοινοποιήσει στον νομίατρο για την άφιξή μου. - Δε θα τον βρεις, προψές πήγε στην Κοζάνη να φέρει μοσχάρια. Μην ανησυχείς, αύριο κατεβαίνω για δουλειές μου στην Κόρινθο. Θα πάω κι από τη νομαρχία για ζητήματα της κοινότητας, οπότε θα τον νομίατρο και θα τον ενημερώσω. Ήταν πια κοντά δώδεκα όταν γύρισα στην πλατεία. Είχα κάνει άσκοπη βόλτα, όχι τόσο για να γνωρίσω τον τόπο, όσο να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο. Η δηλωτή είχε τελειώσει και ο…κάθε κατεργάρης πήγε στον πάγκο του. Ο Κωστάκης που είχε και κρεοπωλείο, παραλάμβανε πάγο για το ψυγείο με τα κρέατα. Από πέντε κολώνες, δύο φορές την εβδομάδα. Τις έφερναν από τη Νεμέα, είκοσι χιλιόμετρα δρόμος. Του στοίχιζαν ο «κούκος αηδόνι». Γνώρισα την κυρά Όλγα, χήρα, ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Ο Κωστάκης έκαμε το γενικό κουμάντο, μα εκείνη είχε την εποπτεία. Συζήτησα μαζί της, πρότεινε και καταλήξαμε για το μεσημεριανό γεύμα «κανα κρέας ψητό, σαλάτες, τομάτες και μαρούλια από τον κήπο της. Κατά τις δύο, η μοναδική παρέα στο μαγαζί, τιμούσαμε τα εύγευστα κοψίδια κι απολαμβάναμε μπρούσκο κρασί, παραγωγή του τόπου. Απομεσήμερο πια. Ώρα αναχώρησης, για εκείνους που έπρεπε να γυρίσουν στο πάλαι ποτέ, «κλεινόν άστυ». Χλιαρό, άτονο το ξάμωμα για τη δημιουργία μιας κάποιας ευθυμίας κατά τις στιγμές του αποχαιρετισμού. Δεν υπήρχε ανταπόκριση, έπεφτε στο κενό. Η αμηχανία κατά τις στιγμές εναγκαλισμών και των ασπασμών ολοφάνερη. Το κλίμα βαρύ. Απόμεινα μόνος να παρακολουθώ το αυτοκίνητο, μέχρι που χάθηκε πίσω από το απέναντι διάσελο. Κίνησα, βαρύθυμος, κι έφτασα στο νέο μου σπίτι, για την απογευματινή σιέστα . Με το δειλινό, σκιά μελαγχολίας, έτσι κι αλλιώς την κουβαλάνε τα δειλινά, βάραινε το θυμικό μου. Ανησυχία, στα όρια του εκνευρισμού, υπόφωσκε, καθώς σκεφτόμουν τί θα συμβεί τη νύχτα. Αιτία; Οι ευτραφείς αρουραίοι, που ανέβηκαν μέρα-μεσημέρι από το κατώϊ κι έκαναν βόλτες στο πάτωμα. Δύο-τρεις, οι πιο τολμηροί και…περίεργοι, έφτασαν στο σημείο να σουλατσάρουν στο σεντόνι που με κάλυπτε. Έτσι, η σιέστα…πήγε περίπατο! Σουρούπωνε πια, όταν βγήκα. Ανοιχτά και τα τρία καφενεία. Αναμμένες οι λάμπες της ασετυλίνης. Το φως τους λαμπρό, παλμικά δονούμενο, το συνόδευε ανεπαίσθητο θρόϊσμα άπλετα φώτιζε την, «αγορά πλήθουσα», σάλα. Δραπέτευε από την πόρτα και τα ολάνοιχτα παράθυρα. Με φωτοσκιάσεις φώτιζε αμυδρά τη σκοτεινή πλατεία. Σε τέτοιο, ρομαντικό, περιβάλλον έγινε η συνάντηση και γνωριμία με μέρος της ντόπιας κοινωνίας. Αργά, μετά τις έντεκα, με παρέα το δάσκαλο, μία από τις πρώτες γνωριμίες εκείνης της βραδιάς, πήραμε το δρόμο για τα σπίτια μας. Με το φακό του κι εγώ με τον δικό μου, φωτίζαμε το δρόμο. Κατά τη συζήτηση στη διαδρομή του ανέφερα για τις ρωγμές που παρατήρησα σε κάποια σπίτια. «Δεν γίνονται σεισμοί στο χωριό μας. Μην ανησυχείς» με διαβεβαίωσε λίγο πριν με καληνυχτίσει. Έπειτα από ολονυχτία, μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης εξαιτίας των…αρουραίων, το χάραμα ο Εγκέλαδος μου…χτύπησε την πόρτα. Να κάνει…ποδαρικό! Ισχυρή σεισμική δόνηση πήγε κι έφερε την κεραμοσκεπή. Στιγμιαία είδα τον ανέφελο αυγινό ουρανό. Πετάχτηκα κι αντανακλαστικά ακολούθησα την οδηγία, που μας έμαθαν στο δημοτικό για τους σεισμούς. Στάθηκα κάτω από την κάσα της εξώθυρας, μέχρι να καταλαγιάσει το ταρακούνημα. Η ρήση του δάσκαλου, «δεν γίνονται σεισμοί στο χωριό μας», ανεκπλήρωτος χρησμός.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ) |