Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
20/9/2019

Οι "πλίθρες" ή "πλίθες" το πανάρχαιο οικοδομικό υλικό που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας - Άρθρο του λαογράφου-συγγραφέα κ. Ηλία Τουτούνη

Εμείς με τη βαρύτερη ντοπιολαλιά (δωρικής προέλευσης), τις λέγαμε «πλίθρες» με την χαρακτηριστική προσθήκη του «ρο»… Η πλίθρα λοιπόν ή «πλίθα» όπως τη λέγανε οι λοιποί Μοραΐτες, Αχαιοί και οι Πυργιώτες, ήταν ένα πανάρχαιο εύκολο και φθηνό οικοδομικό υλικό που στο παρελθόν πολύ πριν την «εφεύρεση» των τσιμεντόλιθων, χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση στην κατασκευή των σπιτιών. Όταν κάποιος αποφάσιζε να χτίσει ένα σπίτι, συγγενείς και συγχωριανοί έσπευδαν να βοηθήσουν το νοικοκύρη στο φτιάσιμο της πλίθρας , γιατί ήταν μια δουλειά που απαιτούσε τη συμμετοχή πολλών. 

Ακόμα και σήμερα στο χωριό μας πολλά οικήματα (ιδιαίτερα βοηθητικοί χώροι στάβλοι κτλ) κατασκευασμένα με πλίθρες, στέκουν όρθια, πληγωμένα από τον άπονο χρόνο και τους σεισμούς θυμίζοντάς μας τον παλιό τρόπο κατασκευής των οικημάτων, αλλά και «εκφράζοντας» με αξιοπρέπεια τον πόνο τους για την εγκατάλειψη που βιώνουν …  

Ο κ. Ηλίας Τουτούνης συγγραφέας και λαογράφος ασχολήθηκε με πολύ μεράκι και κατέγραψε με λεπτομέρειες στοιχεία για το οικοδομικό υλικό του φτωχού τις πλίθρες, διασώζοντας έτσι την  ιστορία τους.
 

psarikorinthias.gr

 

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

 

Η ΧΩΜΑΤΟΠΛΙΘΑ

Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα – λαογράφου

Ο Ηλίας Π. Τουτούνης γεννήθηκε στα Άγναντα (τέως Σινούζι) του σημερινού δήμου Πηνείας της Ηλείας το 1961. Ασχολείται με τη λαογραφία, τη συλλογή και καταγραφή δημοτικών τραγουδιών και με την ιστορία των Κολοκοτρωναίων.

 

Η χωματόπλινθα ή χωματόπλιθα είναι ένα από τα τεχνητά παραδοσιακά δομικά υλικά, που αποτελείται από αργιλώδες χώμα (πηλό) και συνήθως από άχυρο, σε μορφή ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου καθορισμένων διαστάσεων. Αυτό το δομικό υλικό επειδή δεν χρειάζεται να περάσει από φούρνο (να ψηθεί) λέγεται άψητη, ή ωμή πλίθα ή ωμόπλιθα. Ο κατασκευαστής χωματόπλιθων πλιθοποιός ή πλιθάς ή και πλιθατζής επέλεγε, το αργιλώδες χώμα κοινώς γλίνα, από το έδαφος που είχε εντοπίσει. Πρώτα καθάριζε το έδαφος από τα ξένα προς αυτό σώματα, όπως από ξύλα, πέτρες, φύλλα και οποιαδήποτε άλλα ξένα υλικά. Επεδίωκε ακόμη, το χώμα, να είναι καθαρότατο να μην έχει ρίζες χαλίκια και τζαβίδες.

Η εκσκαφή για την ανόρυξη ήταν δύσκολη και κουραστική, εφόσον γινόταν χειρονακτικά με γεωργικά και σκαπτικά εργαλεία. Αυτά ήσαν τα συνηθισμένα ο κασμάς, η αξίνα, ο λοστός, το πατητό, το φτυάρι, το στεναξίνι κ.ά. Μετά το πέρας της εκσκαφής ή κατά την διάρκειά της, μετέφεραν το χώμα από τον τόπο ανόρυξης με ζώα μέσα σε ζεμπίλια, σε γιούτινα σακιά ή μικρά ματαράτσια, στον τόπο του εργαστηρίου πλίθων, το λεγόμενο πλιθαρειό ή πλιθάδικο.

Έπειτα έπαιρναν την ανάλογη ποσότητα χώματος και την τοποθετούσαν διάσπαρτη σε αυτοσχέδιες στέρνες (γούρνες) βάθους περίπου σαράντα 0,40 εκατοστών και μέσα έριχναν νερό, στην συνέχεια διάσπαρτα την γλίνα και τα κομμένα άχυρα. Το άφηναν από βραδύς να υγροποιηθεί (ποτίσει) και την άλλη ημέρα, οι πλιθατζήδες σήκωναν τα παντελόνια τους μέχρι τα γόνατα, έβγαζαν τα παπούτσια και τις κάλτσες τους και ποδοπατούσαν μέσα στην λάσπη, κάπως παρόμοια όπως πατούσαν για να στύψουν τα σταφύλια, για να βγάλουνε τον μούστο.

Όλη η διαδικασία, της κατασκευής των πλίθων, θύμιζε μια υπέροχη γιορτή. Εκεί μαζευόταν όλο το χωριό και συνέδραμαν με την εργασία τους, ώστε να τελειώσει το έργο όσο πιο γρήγορα γινόταν, προτού αρχίσουν οι βροχές. Ποδοπατούσαν δηλαδή ζύμωναν τον πηλό με τα πόδια ξυπόλυτοι και ακούραστοι, ασταμάτητα και εναλλασσόμενοι μέχρι να διασπασθεί τελείως το χώμα και να διαλυθεί, ώστε να γίνει σε μορφή πηλού (ζύμης). Το ποδοπάτημα του πηλού έμοιαζε σαν τον χορό των αναστενάρηδων, όπου άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλοι μαζί χόρευαν μέσα στην γούρνα της λάσπης, πολλές φορές τραγουδώντας και αστειευόμενοι με εύθυμη διάθεση, μετέτρεπαν αυτήν την εργασία σε πανηγύρι. Οι νεαροί και νεαρές κοπέλες γλεντούσαν με τον δικό τους τρόπο, επειδή εκεί εύρισκαν ευκαιρία να ανταλλάξουν ερωτικές ματιές μεταξύ των και να στριμωχθούν, ό ένας επάνω στον άλλον. Οι πλιθατζήδες επιζητούσαν να δουλέψουν την για αρκετές ώρες και συγκεκριμένα έλεγαν ότι: «Η γλίνα πάσχει για δούλεμα, για λιακωτό η πλίθα!»

Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να διασπασθούν όλοι οι σβώλοι του χώματος, ακόμη και οι παραμικροί ώστε να διαλυθούν και στην συνέχεια να πολτοποιηθούν και να γίνουν ζυμάρι. Όσο περισσότερο γινόταν το ανακάτεμα τόσο καλλίτερα επιτυγχάνονταν ταυτόχρονα και η ανάλογη μίξη της λάσπης με το άχυρο. Η αναλογία άχυρου ως προς τον πηλό, έπρεπε π.χ. για 100 πλίθες ν’ αναμιγνύουν περίπου 3,5 – 5,5 οκάδες άχυρο. Οποιαδήποτε περισσότερη ή λιγότερη αναλογία αδυνάτιζε την στατικότητα της πλίθας.

Προσπαθούσαν ο πηλός να γίνεται πολύ μαλακός και μετά να τον αφήσουν να σφίξει. Τόσο ώστε να μπορούν να το επεξεργασθούν. Όταν έσφιγγε λίγο ο πηλός, τότε με φτυάρια, ή κουβάδες γέμιζαν σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος τις σανιδένιες τζιβιέρες, που ήσαν εργαλεία (καλούπια) ορισμένων διαστάσεων και μέσα έριχναν το υλικό. Στη συνέχεια χτυπούσαν τις τζιβιερες στις πλευρές και με ένα μικρό σανίδι όπως γίνεται σήμερα με τον δονητή του σκυροδέρματος (μπετόν) για να φθάσει ο πηλός σε ολόκληρο καλούπι και να μην αφήσει κενά αέρος. Στις τζιβιερες ο πηλός παρέμενε, όσον ήταν αναγκαίο για να σταθεροποιηθεί και να στεγνώσει πολύ καλά το μίγμα, και να μην διαλύεται, κατά την εξαγωγή να παραμένει, ακέραιος. Τις τζιβιερες, πριν τις χρησιμοποιήσουν, τις καθάριζαν και τις έβρεχαν συνέχεια με νερό, για να μην κολλήσει η πλίθα κατά την εξαγωγή της. Αρκετοί τεχνίτες είχαν μια δεξαμενή μικρή με νερό και συνέχεια πριν καλουπιάσουν το μίγμα, τις βύθιζαν στο νερό και τοιουτοτρόπως ξεπλένονταν από υπολείμματα της λάσπης, από τις τζιβιέρες. Η εξαγωγή της ήταν εύκολη εργασία, διότι το καλούπι δεν είχε σανίδα στο κάτω μέρος και τοιουτοτρόπως την έβγαζαν εύκολα μεν αλλά με πολλή προσοχή. Η παραμονή της οποίας στο καλούπι εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες (θερμοκρασία, ηλιοφάνεια αέρισμα, υγροποίηση του μίγματος κ.λπ.).

Οι διαστάσεις συνήθως δεν άλλαζαν, μόνον εάν ήθελε κάποιος να κοπούν πλίθες με δικές του διαστάσεις. Το ξύλινο καλούπι (η τζιβιέρα) είχε θέσεις για τέσσερις (4) ή δύο (2) ή και περισσότερες πλίθες. Τα καλούπια ήσαν διαμπερή (δίχως πάτο), το διπλό είχε διαστάσεις αυτές που έχω καταγράψει στην Ηλεία ήσαν 0,40Χ0,20Χ0,15 εκατοστά η κάθε θέση είχε μια χειρολαβή από κάθε πλευρά για την χρήση της. Το τετρακάλουπο (4) είχε δύο χειρολαβές από κάθε πλευρά και το σήκωναν δύο άνδρες προσεκτικά για να μην σπάσουν οι πλίθες. Η πάνω επιφάνεια της λάσπης οριζοντιωνόταν µε μια σανίδα όπου την έβρεχαν με νερό και μετά την χτυπούσαν ώστε να βγει η πλίθα επίπεδη και καλαίσθητη. Το 2/θέσιο καλούπι μπορούσε να το σηκώσει και ένας άνδρας. Υπήρχαν καλούπια έως και 2Χ3 = 6 τεμαχίων, 2Χ4 = 8 τεμαχίων, 3Χ3 = 9 τεμαχίων, 2Χ6 = 12 τεμαχίων και 3Χ6 = 18 τεμαχίων. Οι τζιβιέρες δηλαδή τα καλούπια που προορίζονταν για την κατασκευή πλίθας, είχαν ίδιες διαστάσεις και κατασκευάζονταν από τους ντόπιους μαραγκούς (ξυλουργούς). Στις τέσσερις γωνίες (άκρες) τους είχαν τέσσερις προεξοχές, τα λεγόμενα χερούλια για να τις χειρίζονται.

Έχω καταγραμμένες διάφορες διαστάσεις των χωματοπλίθων, που έχουν εντοπισθεί και το βάρος αυτών, όταν ήταν ήδη έτοιμες για χτίσιμο. Διαστάσεις πλίθων 0,10Χ0,20Χ0,40 ζύγιζε 13 κιλά, η 0,40Χ0,20Χ0,15 14,5 κιλά, η 0,10Χ25Χ0,40 ζύγιζε 15,5 κιλά, η 0,10Χ0,22Χ0,45,5 ζύγιζε κιλά, 15,5 η 0,10Χ0,23Χ0,46,5 ζύγιζε κιλά, 16,5 η 0,10Χ0,10Χ0,46 ζύγιζε κιλά, 18,5 η 0,12,5Χ0,30Χ0,40 ζύγιζε 24,5 κιλά, η 0,12,5Χ0,25Χ0,50 ζύγιζε 25,5 κιλά, η 0,12,5Χ0,30Χ0,46 ζύγιζε 27,5 κιλά, και η 0,15Χ0,30Χ0, 60 ζύγιζε 46 κιλά.

Για την κατασκευή τοίχου ενός τ.μ. με πάχος 0,22 εκατοστών χρειάζονται 19 τεμάχια πλίθες, για τον ανάλογο 0,25 εκατοστών χρειάζονται 21 πλίθες, για 0,40 εκατοστών χρειάζονται 34 πλίθες και για πάχος 0,45,5 εκατοστών χρειάζονται 40 πλίθες. Μια άλλη τεχνική κτισίματος κυρίως της εσωτερικής τοιχοποιΐας ήταν και το μονοπλίθι. Μικρά βοηθητικά κτίσματα χτίζονταν και αυτά με την τεχνική του μονοπλίθι.

Επίσης έχω εντοπίσει και πλίθες μικρές τετράγωνες ίσων διαστάσεων, αυτές τις ονόμαζαν κοντόπλιθες και τις χρησιμοποιούσαν εκεί που έχτιζαν όταν επρόκειτο να τοποθετήσουν μισή πλίθα. Επειδή δεν μπορούσαν να κόψουν τις παραλληλεπίπεδες εκεί όπου χρειάζονταν κατά το χτίσιμο, τότε κατασκεύαζαν τις μισές α’ αυτές με την ονομασία κοντόπλιθες ή μισόπλιθες ή και κουτσόπλιθες.

Σε χωριό της Μεσσηνίας σε ερειπωμένο κτίριο από χωματόπλιθες, εντόπισα μερικές πλίθες με τρύπα στην μέση, διαμέτρου 5,5 εκατοστών περίπου, όπου μέσα είχε ένα μίγμα υλικού, μάλλον από κουρασάνι, μ’ αρκετό γιδόμαλλο. Ακόμη σε άλλη περιοχή έχω εντοπίσει σ’ ένα παλιό κτίριο δυο πλίθες που είχαν απομείνει στην γωνία ενός κτιρίου σε ημικυκλικό σχήμα (πέταλο). Νομίζω ότι αυτές κατασκευάστηκαν, κατά παραγγελία, για την καλαισθησία του ανεγειρόμενου κτιρίου, το οποίο όπως φαντάζομαι δεν είχε γωνίες, αλλά αυτές οι γωνίες πρέπει να είχαν ημικυκλικό σχήμα. Σε άλλη οικοδομή εντόπισα και πλίθα με ένα γράμμα Χ αποτυπωμένο από μάλλον από το καλούπι του πλιθοποιού. Επίσης κάτοικος χωριού μου ανέφερε ότι από κάποιο κτίριο που ήταν πάνω από 70 ετών, σπάζοντας μια πλίθα βρήκε μέσα όλο το στέλεχος από στάχυ κριθαριού που ήταν εγκλωβισμένο στο μέσον της πλίθας κατά την κατασκευή της και την επόμενη χρονιά έσπειρε τους σπόρους και αυτοί παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει, φύτρωσαν και κάρπισαν κανονικά.

Ένα συνεργείο πλιθάδων, από 2 εργάτες, είχε την δυνατότητα να κατασκευάζει στο οκτάωρο 450 - 550 πλίθες. Για το χτίσιμο 25 - 30 πλίθων διαστάσεων 0,10X0,25X0,40 ή 0,10Χ0,22Χ0,45,5 χρειάζονται 4 λάτες λάσπη από 1 μέρος ασβέστη και 3 άμμο. Τρεις κτιστάδες σ’ ένα μεροδούλι εργασίας μπορούσαν να χτίσουν από 650 - 750 πλίθες. Για το χτίσιμο 25 - 30 πλίθων διαστάσεων 0,10X0,25X0,40 ή 0,10Χ0,22Χ0,45,5 χρειάζονται 4 τενεκέδες λάσπη από 1 μέρος ασβέστη και 3 άμμο.

Ανάλογα με το χρώμα της αργίλου ονόμαζαν και τις πλίθες από το κοκκινόχωμα (κοκκινόγλινα) τις έλεγαν κοκκινόπλιθες, από το γκρι προς λευκή άργιλο (ασπρόγλινα) ασπρόπλιθες, ενώ από την σκούρα μαύρη άργιλο (μαυρόγλινα, την ονόμαζαν μούργα ή και τούρκα) μαυρόπλιθες ή γυφτόπλιθες, ή μούρτζινες ή και τουρκόπλιθες.

Η εργασία αυτή γινόταν πάντα καλοκαίρι και οι πλίθες έμεναν στον ήλιο για να ψηθούν 10 έως 15 μέρες. Το καλό στέγνωμα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή μεταφορά χωρίς κίνδυνο θραύσης. Αφού στέγνωναν καλά από τη µία πλευρά, τις γύριζαν από την άλλη για να στεγνώσουν εντελώς σε όλη τους τη μάζα. Στη συνέχεια τις στοίβαζαν σε σειρές ή ντάνες, μήκους 10 έως 15 μέτρα και ύψους 1 έως 1,5 μέτρα περίπου.

Στις κατά τόπους κατασκευές πλίθων, ανά την Ελλάδα, από πηλό αργίλου έχω εντοπίσει ότι, στην ανάμειξη με τον πηλό οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν και διάφορα άλλα εναλλακτικά υλικά, ώστε να γίνονται πιο ασφαλείς και να μην θρυμματίζονται εύκολα. Αυτά τα ήσαν άχυρο δημητριακών, τρίχες από αίγες, τρίχες από ουρές αρσενικών και από τις χαίτες όλων των ιπποειδών, από σβουνιές και από γκάβαλα. Ακόμη εντόπισα κλωστές από το φυτό κάνναβη (κανναβότριχες), ίνες από το φυτό αλόη (αθανάτι), στελέχη από το υδρόφιλο φυτό βούρλο, από φύκια, και από ψιλοπούπουλα προερχόμενα από οικόσιτα πτηνά. Τα πιο καλλίτερα άχυρα ήσαν αυτά που προέρχονταν από ξερά στελέχη κορμού από το δημητριακό φυτό βρόμη (βρομίστρα), διότι ήταν πιο ανθεκτική από τα άλλα και δεν έσπαζε εύκολα. Τα άχυρα, τις τρίχες από τα ιπποειδή και τα φύκια πριν τα ρίξουν μέσα στον πηλό, τα έκοβαν σε μικρά κομμάτια από 0,03 έως 0,10 εκατοστά.

Παντού σε όλα τα χωριά υπήρχαν εργαστήρια χωματοπλίθων τα γνωστά με την ονομασία πλιθαρειά. Πολλά στήνονταν δίπλα στον τόπο που προορίζονταν μόνον και μόνον για την ανέγερση κάποιου συγκεκριμένου κτιρίου. Γι’ αυτό στήνονταν προσωρινά κοντά στον χώρο που ήθελαν ν’ αναγείρουν το κτίριο. Η εργασία αυτή γινόταν πάντα καλοκαίρι και οι πλίθες παρέμεναν στον ήλιο για δέκα έως και δεκαπέντε ημέρες, ώστε να στεγνώσουν (ψηθούν), όπως έλεγαν στην ντοπιολαλιά μας. Το καλό ξέραμα (ψήσιμο στον ήλιο) ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή και ασφαλή μεταφορά, χωρίς να έχουν τον κίνδυνο της θραύσης, κατά την τοποθέτηση, αλλά και αντοχής από το βάρος επιφόρτισης κατά το χτίσιμο. Αφού στέγνωναν καλά από τη µία πλευρά, τις γύριζαν από την άλλη για να στεγνώσουν εντελώς σε όλη τους τη μάζα. Ακόμη αν υπήρχε βιασύνη για να στεγνώσουν τις έβαζαν και όρθιες. Μετά το στέγνωμα τις τοποθετούσαν με σειρά και τάξη σε σειρές ή ντάνες, ανάλογα με την ποσότητα. Η καλοκαιρινή βροχή ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα κυρίως όταν αυτές ακόμη ήταν νωπές. Για αυτό όταν αντιλαμβάνονταν την επερχόμενη βροχή τις σκέπαζαν με ότι υλικό διέθεταν. Όταν μια πλίθα έσπαζε έστω και στην άκρη δεν την χρησιμοποιούσαν στο χτίσιμο.

Οι πλιθοποιοί (πλιθάδες) συνήθως, από τις αρχές του καλοκαιριού, κατασκεύαζαν πλίθες και τις αποθήκευαν για να τις έχουν πάντα διαθέσιμες προς πώληση, ακόμη κατασκεύαζαν και κατόπιν παραγγελίας. Η αποθήκευση των πλίθων γινόταν σε στεγασμένους χώρους για να μην βρέχονται. Όταν οι πλίθες μετά την κατασκευή τους δεν είχαν στεγνώσει (ξεραθεί) πλήρως, δεν τις μετακινούσαν διότι ήταν επικίνδυνες να συντριβούν.

Πλιθοδομή, λέγεται το κτίσιμο μιας οικοδομής από πλίθες. Αυτή ήταν μια τεχνική πιο απλή από το χτίσιμο της πέτρας λόγω της κατασκευής της πλίθας που ήταν ορθογώνια παραλληλόγραμμη και όλες ισομεγέθεις.

Κατά την ανέγερση κτιρίων, με χωματόπλιθες, εκείνες τις εποχές, συνέδραμε όλο το χωριό σε συλλογική εργασία (ξέλαση) για να προλάβουν να το χτίσουν και να το σοβατίσουν πριν αρχίσουν οι βροχές και καταστρέψουν ότι μέχρι τότε είχαν επιτελέσει.

Συνήθως τα θεμέλια της οικοδομής κατασκευάζονταν από πέτρα και ανυψώνονταν λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους έως και ένα μέτρο ύψος ης τοιχοποιίας περίπου, για να προστατεύεται η χωματόπλιθα από το νερό και την υγρασία του εδάφους.

Μια λαϊκή φράση αναφέρει για τις ιδιαιτερότητες της πλίθας: «Φύλαξε με από νερό να σε φυλάξω από σεισμό».

Η μεταφορά των πλίθων με ζώα γινόταν με ένα διαφορετικό τρόπο. Κατασκεύαζαν ειδικά κασόνια από σανίδια που χωρούσαν έξι πλίθες, τα λεγόμενα πλιθοκάσονα. Κατασκεύαζαν δύο και τα φόρτωναν στα πλευρά των υποζυγίων, στερεωμένα στα σαμάρια των, με σχοινιά. Μέσα σ’ αυτά τοποθετούσαν με σειρά και προσοχή τις πλίθες και τις μετέφεραν με ασφάλεια στον τόπο τοποθέτησής των.

Οι πλίθες κτίζονταν μεταξύ τους πάλι με τον ίδιο αργιλώδες πηλό. Για να προφυλάξουν την πλίθα από τις βροχές μετά το χτίσιμο σοβάτιζαν την κατασκευή να κλείσουν οι πόροι και τα σκασίματα (ρωγμές) και τέλος όταν είχαν στεγνώσει για τα καλά οι αρμοί του κτισίματος, τότε σοβάτιζαν τον τοίχο με άμμο, ασβέστη και τρίχες από γίδια, ώστε να δένει και μην περνάει μέσα η υγρασία και αλλοιώσει την χωματόπλιθα.

Τον σοβά αυτόν πολλές φορές τον άσπριζαν με κατασβησμένο ασβέστη. Για να έχει μια ομορφιά για να μην βάφουν τους τοίχους, κατά την παρασκευή αυτού του μίγματος, μέσα στον ασβέστη έριχναν αλάτι για να κολλάει, στον τοίχο, ξύδι για να γυαλίζει και διάλυμα βορδιγάλειου πολτού (αλογόπετρας ή γαλαζόπετρας) που έδινε μια πανέμορφη γαλάζια απόχρωση στους τοίχους των σπιτιών στα χωριά μας.

Ο ασβέστης έπρεπε να είναι καλά σβησμένος και κοσκινισμένος για να μην αφήνει πέτρες και υπολείμματα, τα οποία αργότερα άρχιζαν να διογκώνονται (φουσκώνουν) και να δημιουργούν σκασίματα, τρύπες και ρωγμές. Τα 7 έως 10 καντάρια ακατάσβεστου ασβέστη, αντιστοιχούν σ’ ένα κυβικό μέτρο κατασβησμένο. Ένα καντάρι ασβέστη αντιστοιχούσε σε 6 έως 6,5 τενεκέδες έτοιμο κατασβησμένο. Για το σβήσιμο 7 έως 10 κανταριών ασβέστη ήθελαν 1 με 1,5 κυβικό μέτρο νερό. Ο κατασβησμένος ασβέστης έπρεπε να παραμείνει περίπου 5 έως και 10 μέρες να ψηθεί και μετά να χρησιμοποιηθεί.

Όταν κατασκεύαζαν την σκεπή του κτιρίου, πάντοτε τα ξύλα που στερεώνονταν τα κεραμίδια, τα έβγαζαν λίγο προς έξω από τον τοίχο σχηματίζοντας την ρωνιά (είδος στενόμακρης λωρίδας χαγιατιού, γύρω από το σπίτι) χωρίς υποστυλώματα, για να προφυλάσσει τον τοίχο από τα βροχόνερα. Εκεί που έσταζαν τα νερά από τα κεραμίδια το έλεγαν ρωνιά και αυτή σηματοδοτούσε και τα όρια του οικοπέδου των σπιτιών που χτίζονταν κοντά στα όρια του γείτονα.

Η χωματόπλιθα ήταν ο προάγγελος του ψημένου τούβλου, της τουβουλέτας και της τσιμεντόπλιθας. Το χτίσιμο της, ως το πιο ασφαλέστερο ήταν το σταυροπλίθι ή τριπλίθι. Σήμερα σιγά – σιγά, πάρα πολλοί, αρχίζουν να υιοθετούν αυτή την παλιά τεχνική και να χτίζουν οικήματα με πλίθες ή μ’ άλλα τεχνητά υλικά με πρωτότυπο την χωματόπλιθα.

Σήμερα το παλιό οικοδομικό υλικό χτισίματος, οι χωματόπλιθες ως δομικό υλικό απαξιώθηκαν και παραμερίσθηκαν, σε λίγα χρόνια όταν κατεδαφίσουν και τα τελευταία κτίσματα από χωματόπλιθα, όσες εξ’ αυτών καταφέρουν και διασωθούν θα θεωρούνται ως μουσειακό είδος.

Η χωματόπλιθα ήταν και είναι το μοναδικό δομικό υλικό που δεν επηρεάζει αρνητικά την φύση, ούτε κατά την κατασκευή της, αλλά ούτε και κατά καταστροφή της, διότι ήταν και είναι άψητο χώμα και όταν βρίσκεται σε αχρηστία και έρχεται σ’ επαφή με το νερό χωρίς καμιά ιδιαίτερη διαδικασία γίνεται πάλι χώμα, χωρίς ν’ αφήνει ούτε ίχνος από υπολείμματα.

Οι χωματόπλιθες ήσαν το δωρεάν δομικό τεχνικό υλικό των φτωχών και αδύνατων στρωμάτων, αυτών που είχαν την δυνατότητα να κατασκευάσουν κάτι πιο καλλίτερο από την καλύβα. Επίσης ήταν αναγκαίο υλικό για τους κάμπους, τόπους όπου δεν υπήρχαν πέτρες για το χτίσιμο. Εκεί, συνήθως οι πλουσιότεροι, ανήγειραν κτίρια με τούβλα ψημένα και τα δευτερεύοντα και βοηθητικά κτίρια τα κατασκεύαζαν με χωματόπλιθες.

Η πλιθόκτιση οικοδομή ήταν υγιεινή, ως προς την υγρασία, διότι ο ξηρός και χωρίς υγρασία τοίχος, λειτουργούσε ως μόνωση στο κρύο στην ζέστη και στην υγρασία. Και γι’ αυτό το καλοκαίρι ο εσωτερικός χώρος του πλιθόκτιστου κτίσματος ήταν δροσερός και το χειμώνα ζεστός. Αυτό εξαρτιόταν και από την σκεπή του κτιρίου, που απαιτούσε σκεπή από κεραμίδια, με σκορτσόνια, ή καλάμια ή και βέργες από δένδρα και οπωσδήποτε ταβάνι.

Οι περισσότεροι για να αποπερατώσουν και μπουν το γρηγορότερο στο νέο τους σπίτι, έπρεπε να κατασκευάσουν ένα ή δύο δωμάτια τουλάχιστον προσωρινά, με χωμάτινες πλίθες, αυτά τα λέγανε και «παραπλίθι», όπου μετά την ανέγερση του βασικού κτιρίου, αυτό το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό χώρο αποθήκευσης. Ακόμη με χωματόπλιθες ανήγειραν αποθήκες, στάβλους, κοτέτσια, φουρναριά, εργαστήρια, μαντρότοιχους κ.λπ. Στους μαντρότοιχους στο επάνω μέρος τοποθετούσαν σκέτα κεραμίδια με σειρά και τάξη, για να προφυλάσσεται η πλίθα από το νερό.

 

Ιστορία Λαογραφία:

Η χωματόπλιθα ήταν αδιαπέραστη από τα τουφέκια και τοιουτοτρόπως πολλά σπίτια σε χωριά κυρίως κατά την επανάσταση του 1821 μετατράπηκαν σε ταμπούρια από τους αμυνόμενους.

Επεισόδιο με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά στο χωριό Σαμπάναγα (σημ. Αγία Μαύρα) του σημερινού δήμου Πηνειού Ηλείας. Από τα Γ.Α.Κ. Αρχείο Γιάννη Βλαχογιάννη Φάκελος 17, αριθμός εγγράφου 112, μεταξύ άλλων αναφέρει: “…Της οικίας την θύραν έκαυσαν οι εχθροί, όλα τα παράθυρα και σχεδόν όλην την οικίαν, τύχη αγαθή των ημετέρων έτυχαν μερικαί πλίθαι, εις αυτήν την οικίαν. Αι γυναίκες έκαναν τα ταμπούρια εις την θύρα και τα παράθυρα και οι άνδρες επολεμούσαν…”

Λέγεται παλιά, όταν μια κοπέλα έπιανε μούλικο παιδί, τους πρώτους μήνες εγκυμοσύνης της, την έβαζαν να κουβαλάει δυο και τρεις πλίθες στην αγκαλιά της, με σκοπό ν’ αποβάλλει το νόθο παιδί.

Από παλιά αναφορά λέγεται ότι σε πλίθες που ήσαν κτισμένες σε κάποιο κτίριο και δεν ήταν οι ιδιοκτήτες σε επιλεγμένες πλίθες τις χρησιμοποιούσαν ως κρύπτες. Τις τρυπούσαν στο εσωτερικό του τοίχου και μέσα έκρυβαν, χρήματα, ασημικά, σημαντικά έγγραφα, μέχρι και πιστόλια και φυσίγγια όπλων, κ.λπ. Έπειτα το σφράγιζαν με το ίδιο μίγμα, για να μην είναι ορατό από τυχόν κλέφτες, ή έλεγχο των αρχών.

 

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις που αναφέρονται στην πλίθα:

-Αδειά δεν είχε, και πλίθες έκοβε!

-Δεν έμεινε ούτε πλίθα!

-Δεν κάνει η πλίθα με την πέτρα!

-Έγινε πλίθα! (Αυτό το έλεγαν όταν το ψωμί ή πίτα πάγωνε και ξεραινόταν).

-Έγινε σαν την πλίθα στην βροχή! (Διαλύθηκε).

-Έχει κι η πλίθα άντερα!

-Κοιλιά δίχως άντερα, πλίθα χωρίς άχερα!

-Ξεράθηκε σαν την πλίθα!

-Όσες πλίθες και να βάλεις την μία πάνω στην άλλη, καμιά τους δεν βογγάει! (Αντοχή, υπομονή).

-Όσο κρατιέται το αλάτι στο νερό, τόσο κρατιέται κι η πλίθα στο νερό!

-Πλίθα από σβουνιά! (Λέγανε για την ανήθικη γυναίκα).

-Πλίθιασες! ή Κωλοπλίθιασες! (το ανέφεραν σε κάποιον που ήταν καθιστός, για αρκετές ώρες).

-Πλίθες μαγειρεύεις; Λασπόσουπα θα φας!

-Πλίθες! (Λέγανε όταν έκοβαν μεγάλα κομμάτια γλυκού ή ψωμιού).

-Πλίθιασε το στομάχι μου! (Λέγεται όταν κάποιος φάει υπερβολικά ή κάποιο βαρύ φαγητό).

-Σου πήρε ο Διάβολος την πλίθα! (Βρισιά, κατάρα).

-Τ’ αλάτι κι η πλίθα με το νερό δεν μονιάζουν!

-Φοβάται σεισμό τ’ αγκωνάρι, και βροχή το πλιθάρι!

-Φτιάξε πλίθες τον Γενάρη, και την καλύβα σου μην καις!

-Φύλαξέ με από νερό, να σε φυλάξω από σεισμό!

Επιστροφή