Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
17/4/2019

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας – Παρουσίαση του βίου Του στο βιβλίο «Ένθεοι Σάλπιγγες»

Ο Άγιος Νικόλαος ο εξ Ιχθύος της Κορινθίας, τίμησε με την παρουσία του στη γη και στους ουρανούς μετά το μαρτύριό Του, τα ιδεώδη του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Μια μερίδα φωτισμένων ανθρώπων της Ορθοδοξίας αναγνωρίζοντας την μεγάλη προσφορά του συντοπίτη μας Αγίου Νικολάου, ανταπέδωσαν τη χάρη αυτή με το δικό τους τρόπο . Έχουμε γράψει παλιότερα αναλυτικά για πολλούς ανθρώπους που συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάδειξη Του.

Ένας φωτισμένος Ιερωμένος, ο μακαριστός Ιεροκήρυκας – Συγγραφέας, πρώην Προϊστάμενος της Αδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ» ο Αρχιμ. Θεόδωρος Μπεράτης, αναφέρθηκε αναλυτικά στον Άγιό μας, στο σπουδαίο του βιβλίο  «Ένθεοι Σάλπιγγες»:

 

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας

Ἕ­να μι­κρό χω­ριό τῆς Κο­ριν­θί­ας εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα τοῦ Ἁ­γί­ου. Τό χω­ριό Ἰ­χθύς, τό ὁ­ποῖ­ο σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Ψά­ρι. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε ὁ Νι­κό­λα­ος, ἄ­ση­μος καί πτω­χός, ὅ­πως ὅ­λα τά Ἑλ­λη­νό­που­λα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, πού ἡ πα­τρί­δα μας ζοῦ­σε κάτω ἀ­πό τή σκλη­ρή τυ­ραν­νί­α τοῦ βαρ­βά­ρου τούρ­κου κα­τα­κτη­τῆ. Πλού­σιος ὅ­μως πνευ­μα­τι­κῶς, δι­ό­τι οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του, Ἰ­ω­άν­νης καί Κα­λή, τόν πλού­τι­σαν μέ ὅ,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο καί τι­μι­ώ­τε­ρο εἶ­χαν, τήν χρι­στι­α­νι­κή καί Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ἀλ­λά καί γνω­στός καί ἀ­γα­πη­τός ἀ­πό τόν Θε­ό, ὁ ὁποῖ­ος ὡς πα­τέ­ρας στορ­γι­κός πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί προ­στά­τευ­σε τή ζω­ή του καί τόν ὁ­δή­γη­σε στά μεγάλα καί ὑ­ψη­λά. Τόν ἔ­κα­νε Ὁ­μο­λο­γη­τή καί Μάρ­τυ­ρά του.

Οἱ κα­λοί γο­νεῖς του ἔ­φυ­γαν γρή­γο­ρα ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν Νι­κό­λα­ο ὀρ­φα­νό σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις δώ­δε­κα ἐ­τῶν. Ἀν­θρω­πί­νως ἀ­προ­στά­τευ­το, ἀλ­λά μέ ἐ­φό­δια τό ὅ­σιο πα­ρά­δειγ­μά τους, τήν Ὀρ­θό­δο­ξη διδασκα­λί­α καί κυ­ρί­ως τήν ἐλ­πί­δα στόν Παν­το­δύ­να­μο Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι «ὀρ­φα­νόν καί χή­ραν ἀ­να­λή­ψε­ται», θά τούς ἀ­να­λά­βει ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του (Ψάλμ. ρμέ΄ 9).

Δυ­ό στορ­γι­κοί χω­ρια­νοί μέ συμ­πά­θεια πολ­λή πρός τό ἔ­ξυ­πνο καί σε­μνό ὀρ­φα­νό τό πῆ­ραν μα­ζί τους στή Ση­λυ­βρί­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Θρά­κης καί τό πα­ρέ­δω­σαν σέ οἰ­κο­γέ­νεια πιστή καί ἐ­νά­ρε­τη. Στό νέ­ο αὐ­τό περιβάλ­λον ὁ μι­κρός Νι­κό­λα­ος ἀ­να­παύ­θη­κε πλή­ρως, δι­ό­τι αἰ­σθάν­θη­κε τούς νέ­ους προ­στά­τες του ὡς πραγματι­κούς γο­νεῖς του. Καί αὐ­τοί μέ πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἔ­κα­ναν τό πᾶν γιά τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­να­τρο­φή του καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξή του στή συ­νέ­χεια. Φι­λό­τι­μος κι αὐ­τός ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται μέ ζῆ­λο καί νά προ­ο­δεύ­ει συνεχῶς, ἕ­ως ὅ­του, τέ­λει­ος ἄν­δρας πλέ­ον, δη­μι­ούρ­γη­σε τή δι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια μέ σύ­ζυ­γο χρι­στια­νή, πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη.

Ἡ ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα τοῦ Νι­κο­λά­ου, ἡ εὐ­σέ­βεια καί ἡ ἀ­ρε­τή του, ἡ πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη οἰ­κο­γέ­νειά του, ἡ τι­μι­ό­τη­τα καί ἡ εὐ­γέ­νειά του εἵλ­κυ­σαν τή συμ­πά­θεια καί τήν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων. Ἦταν πλα­νό­διος παν­το­πώ­λης, καί ἔ­τσι ὅ­πως περ­νοῦ­σε ἀ­πό τίς γει­το­νι­ές, μόλις τόν ἄκουγαν, πολ­λοί τόν προ­τι­μοῦ­σαν στίς ἀ­γο­ρές τους καί ἀ­πό αὐ­τούς ἀ­κό­μη τούς Μωαμεθανούς. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς φθό­νη­σαν οἱ Τοῦρ­κοι καί κά­πο­τε σο­φί­σθη­καν ἕνα γνωστό τέ­χνα­σμα καί ἀ­πό ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, γιά νά τόν ἐκ­δι­κη­θοῦν. Τόν συ­κο­φάν­τη­σαν δηλα­δή, ὅ­τι κα­τη­γο­ρεῖ καί βρί­ζει τή θρη­σκεί­α τους καί μά­λι­στα τόν Μω­ά­μεθ. Ἦ­ταν εὐ­και­ρί­α γιά τούς συ­κο­φάν­τες, δι­ό­τι ἔ­παρ­χος τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ὁ Σι­νάν, συγ­γε­νής τοῦ Σουλ­τά­νου Σου­λει­μάν τοῦ Α΄, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν σκληρός δι­ώ­κτης τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἔ­τσι ὁ Νι­κό­λα­ος γρή­γο­ρα βρέ­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη μπρο­στά στόν βλο­συ­ρό ἔ­παρ­χο συ­κο­φαν­τη­μέ­νος καί ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος. Ὄ­χι, ἀ­πήν­τη­σε, δέν ἔ­βρι­σα πο­τέ τόν Μω­ά­μεθ. Βε­βαι­ώ­νω ὅ­μως, ὅ­τι εἶ­μαι Χρι­στια­νός καί ὅ­τι μό­νο τόν Χρι­στό ἀ­να­γνω­ρί­ζω ἀληθινό Θε­ό!

Στό ἄ­κου­σμα τῆς θαρ­ρα­λέ­ας αὐ­τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τό συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος, ἔ­ξαλ­λο, ἀ­λά­λα­ζε καί ζη­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να τόν θά­να­το τοῦ Νι­κο­λά­ου. Μπρο­στά στόν ἔ­παρ­χο, δέ­σμιος ὁ ὁμο­λο­γη­τής Χρι­στια­νός θυ­μή­θη­κε τόν Κύ­ριό του ἐ­νώ­πιον τοῦ Πι­λά­του, τήν ὥ­ρα πού οἱ μα­νι­α­σμέ­νοι Ἑ­βραῖ­οι φώ­να­ζαν τό «Ἆ­ρον, ἆ­ρον, σταύ­ρω­σον αὐ­τόν» (Ἰ­ω­άν. ιθ΄ 15). Καί μι­μη­τής του Κυ­ρί­ου του, μέ σθέ­νος χρι­στι­α­νι­κό καί μέ συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νέ­λα­βε πολ­λές φο­ρές τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ώς του.

Ἀλ­λά καί ἀ­πέ­κρου­σε μέ στα­θε­ρό­τη­τα, μέ ἁ­γί­α ὑ­πο­μο­νή, τήν ὕ­που­λη πρό­τα­ση νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του γιά νά σώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Τήν πί­στη μου στόν Χρι­στό, φώ­να­ξε, θά τήν κρα­τή­σω μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α μου πνο­ή, ἔ­στω κι ἄν μέ βα­σα­νί­σε­τε μέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο!

Μέ πολ­λή πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα οἱ βι­ο­γρά­φοι του δι­η­γοῦν­ται στή συ­νέ­χεια τό μαρ­τύ­ριό του: Μέ βέρ­γες λε­πτές τό συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἄρ­χι­σε νά κτυ­πᾶ τό σῶ­μα του, τό ὁ­ποῖ­ο γρή­γο­ρα γέ­μι­σε πλη­γές καί αἵ­μα­τα. Καί στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τῆς αἱ­μορ­ρα­γί­ας καί τῆς τέ­λειας ἐ­ξαν­τλή­σε­ως τόν ἔ­κλει­σαν στή φυ­λα­κή γιά νά δο­κι­μά­σουν τήν ἀν­το­χή του. Κι ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τόν πα­ρου­σί­α­σαν στόν Κρι­τή, πα­ρά τήν ἐ­ξάν­τλη­σή του, αὐ­τός μέ δυ­να­τή φω­νή, μέ τή δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου του, βε­βαί­ω­σε καί πά­λι τήν πί­στη του καί ἔ­δω­σε τήν ὁμολογί­α του.

Τό­τε οἱ δή­μιοι προ­χώ­ρη­σαν πλέ­ον ἀ­συγ­κρά­τη­τοι στό τε­λι­κό μαρ­τύ­ριο. Τοῦ ἔ­βγα­λαν τά ροῦ­χα, τόν τύ­λι­ξαν σέ μιά ψά­θα, τοῦ πέ­ρα­σαν ἁ­λυ­σί­δα στόν λαι­μό, καί, ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν, τόν ἔ­συ­ραν στούς δρό­μους γιά νά τόν ἐ­ξευ­τε­λί­σουν. Τόν ὁ­δή­γη­σαν μέ­χρι τόν ἱπ­πό­δρο­μο. Ἐ­κεῖ ἄ­να­ψαν φω­τιά καί μέ ἀ­πάν­θρω­πη σκληρότητα τόν ἔ­ρι­ξαν μέ­σα, γιά νά κα­εῖ ζωντα­νός. Σέ μί­α στιγ­μή ὁ δή­μιος τρά­βη­ξε μέ τήν ἁ­λυ­σί­δα τό κε­φά­λι του ἔ­ξω ἀ­πό τή φω­τιά καί μέ τό μα­χαί­ρι του τό ἔ­κο­ψε καί τό πέ­τα­ξε στή γῆ, ἐ­νῶ τό ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα του καιγό­ταν σάν λαμ­πά­δα. «Ὀ­σμή εὐ­ω­δί­ας» ἀ­να­δι­ό­ταν καί «θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στος» προ­σφε­ρό­ταν στόν Κύ­ριο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη (14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1554) κα­τέ­γρα­φε τό ὄ­νο­μά του, με­τα­ξύ τῶν ψυ­χῶν «τῶν ἐ­σφαγ­μέ­νων διά τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί διά τήν μαρ­τυ­ρί­αν τοῦ Ἀρ­νί­ου» (Ἀ­ποκ. ς΄ 9).

Ἀ­πό τό­τε ὁ νε­ο­μάρ­τυς Νι­κό­λα­ος ἀ­πό τό Ψά­ρι τῆς Κο­ριν­θί­ας μέ­νει ὡς πα­ρά­δειγ­μα γνη­σί­ου Ἕλ­λη­να Ὀρθοδό­ξου Χρι­στια­νοῦ. Πα­ρά­δειγ­μα ἀν­θρώ­που, πού αἰ­σθάν­θη­κε  τήν Ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πί­στη του, ὡς με­γά­λο θη­σαυ­ρό, ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο ἐ­πί­γει­ο καί πα­ρο­δι­κό θη­σαυ­ρό, τόν ὁ­ποῖ­ο καί κρά­τη­σε μέ θυ­σί­α κι αὐ­τῆς ἀκόμη τῆς ζω­ῆς του. Με­γά­λο, φω­τει­νό καί λαμ­πρό πα­ρά­δειγ­μα, στή ση­με­ρι­νή μά­λι­στα ἐ­πο­χή, πού πολ­λοί που­λοῦν τήν πί­στη αὐ­τή καί τά ἄλ­λα ἰ­δα­νι­κά τῆς φυ­λῆς μας γιά λί­γα χρή­μα­τα ἤ κά­ποι­α θέση ἤ καί γιά νά μή χαρακτηρίζονται ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κοί καί κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι!

Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ, πρέ­σβευ­ε στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας νά δυ­να­μώ­νει καί σή­με­ρα τήν πί­στη ὅ­λων μας καί μά­λι­στα τῶν νέ­ων μας!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες» - (του μακαριστού  Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη)

Επιστροφή