Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
24/2/2019

Ο πόλεμος, οι μάχες, οι ήρωες πεσόντες, το κάψιμο του χωριού μας και οι δυστυχίες που ακολούθησαν μέσα από τα μάτια ενός 8χρονου κοριτσιού – Από την κ. Βιβή χήρα Νικολάου Κυριακόπουλου (Καλούλη)

Είναι πολύ συγκινητική η στιγμή, όταν η ιστορία του χωριού μας σαν ένα παζλ συμπληρώνεται. Η στιγμή που ένας άνθρωπος του χωριού μας που έζησε στο πετσί του τον απάνθρωπο Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τα επακόλουθά του στο χωριό μας, αποφασίζει να καταγράψει τις μαύρες εκείνες εικόνες των παιδικών του χρόνων και να τις μοιραστεί με όλους, όχι απλά για να τις εξιστορήσει, αλλά και για να προσφέρει παρακαταθήκη στην ιστορία του τόπου μας …

Η κήρυξη του πολέμου, οι ήρωες νεκροί του χωριού μας, η μάχη στο «Μακρύ Λιθάρι» και στη Στυμφαλία, το κάψιμο και η δυστυχία από τους Γερμανούς, τα δεινά και από τους αντάρτες περνάνε  όλα με τη σειρά μπροστά απ’ τα μάτια μας και μοιάζουν τόσο «δικά μας» αν και δεν τα ζήσαμε ποτέ …

Ευχαριστούμε πολύ κ. Βιβή ! 

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

 

« Είμαι η Βιβή Κυριακοπούλου, χήρα του Νικολάου «Καλούλη»… το γένος Αγγελοπούλου. Πατέρας μου ο Δημήτρης και μάνα μου η Ελένη Αγγελοπούλου.  Γεννήθηκα το 1932 και μεγάλωσα στο Ψάρι Κορινθίας …

… όταν κηρύχθη ο πόλεμος ήμουν οχτώ (8) χρονώ παιδάκι … άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες δυνατά για την επιστράτευση, επάγωσε ο κόσμος μανάδες γυναίκες και παιδιά ούρλιαζαν απαρηγόρητα …

… μαζί με τα σπίτια (οι Γερμανοί) μας έκαψαν και τα δεμάτια στα αλώνια … επήγε η πείνα και η ψείρα σύννεφο … βάζαμε τις ψείρες σε σπιρτόκουτα και τις χύναμε στ’ αυλάκι …

… με είχε φάει η πείνα και η ξυπολησιά, τα παπούτσια που φόραγα ήσαν πλεχτά με σαμπρέλα και σκίστηκαν και μ’ έφαγε το αγκάθι …

… όταν γυρίζαμε για το χωριό συναντήθηκα τυχαία με την οικογένειά μου και η μάνα μου, μου είχε φτιάξει καινούργια παπούτσια … και μου είχε κρατήσει φαγητό και έφαγα, αλλά το κλάμα, κλάμα από τη συγκίνηση …

… καθίσαμε στην Κάτω Βρύση στις καρυδιές, το χωριό καιγόταν ακόμα και είχε μια δυσοσμία, δεν μπορούσες να καθίσεις από τη μυρωδιά. Στο σπίτι μας θυμάμαι δεν είχε μείνει τίποτα, μόνο τα στεφάνια από τα κρασοβάρελα. Ήταν σαν κοκκαλοραχιά ζώου…

… (οι γονείς μας) έστησαν ένα δωμάτιο με πισσόχαρτο για να βγάλουμε το χειμώνα κι άμα έβρεχε μούσκευε το πισσόχαρτο κι έσταζε παντού …

… καμμιά φορά φτάσαμε στο χωριό παγωμένες στην κυριολεξία. Η μάνα μου είχε μια παλιά γάστρα, τη γέμισε με φουσκί από τα μουλάρια και μου έβαλε τα πόδια μου για να συνέλθω … με τα μουλάρια είμασταν συγκάτοικοι …

… Κάντε το ΣΤΑΥΡΟ ΣΑΣ ΝΑ ΜΗ ΔΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ !»

 

ΔΕΙΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ κ. ΒΙΒΗΣ

 

Επιστροφή