Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία)

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΨΑΡΙΟΥ – Πληροφορίες για την δημιουργία του Ναού


(Φωτογραφία : Βασίλης Κων. Βλάχος)

 

Στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ψάρι  κατοικούσαν (σύμφωνα με την απογραφή του 1900)  914 άνθρωποι. Ήταν οι περισσότεροι κάτοικοι που καταγράφηκαν ποτέ στο χωριό μας, από επίσημη απογραφή.

Δεδομένου ότι οι ανάγκες  του  εκκλησιασμού  δεν μπορούσαν να καλυφθούν από  την  μέχρι τότε υπάρχουσα εντός του χωριού εκκλησία  του  Αγίου  Γεωργίου, οι  κάτοικοι   με  πρωτεργάτες  τους  ιερείς  και επιτρόπους,   αποφάσισαν   να  αναγείρουν  μεγαλύτερο νέο Ναό που  να  χωράει  όλους  τους  εκκλησιαζόμενους  .

Ο  χώρος  που  αποφασίστηκε να ανεγερθεί  ο ναός   ήταν ο χώρος που  μέχρι τότε βρισκόταν το νεκροταφείο   του  χωριού.  Στο χώρο αυτό βρισκόταν ήδη μια  μικρή  εκκλησούλα  της  Παναγίας .


Παλιός τάφος στο χώρο που κτίστηκε ο Ναός της Παναγίας (Φωτο: Γιάννης Μ. Παπαδημητρίου)

 

 Ο χώρος  όμως ήταν  επικλινής   και  χρειαζόταν   πολύ  εργασία  για  να  ισοπεδωθεί   και να ετοιμαστεί   για  την   ανέγερση και αρκετά  μνήματα  έπρεπε  να  μεταφερθούν. Στο  χώρο  επίσης υπήρχε  η πηγή  που  ύδρευε μεγάλο μέρος του χωριού και έπρεπε  να  διασφαλιστεί. 

Η  αναζήτηση   ικανού εργολάβου  έφερε  στο  Ψάρι την   οικογένεια Μπαρλιά από τη Νεμέα με  το μπουλούκι της   οι οποίοι και ανέλαβαν  την ανέγερση  του Ναού.

Οι κάτοικοι του χωριού, μικροί και μεγάλοι εφαρμόζοντας το -ευεργετικό για τις τότε κοινωνίες της Ελληνικής υπαίθρου - μέτρο της «προσωπικής εργασίας» βοηθούσαν το μπουλούκι κουβαλώντας πέτρες, νερό και ασβέστη  από τα γύρω καμίνια του χωριού.

Αρχικά χτίστηκε   η  πηγή  με το ρυάκι. Το νερό κατευθύνθηκε μέσα από υπόγεια διαδρομή στο σημείο που βρίσκεται και σήμερα η βρύση. Δημιουργήθηκε στη συνέχεια η δεξαμενή με  σωλήνες   και  η στέρνα για τα ποτίσματα των περιβολιών.


Η στοά που χτίστηκε για να μεταφέρει το νερό στη υπάρχουσα & σήμερα βρύση

 

Στη συνέχεια κατασκευάστηκε  η μάντρα  που  υπάρχει  και σήμερα  από  τη  μια  άκρη  ως  την  άλλη  και  εσωτερικά  το  θεμέλιο  του  νότιου  τμήματος  του  Ναού. Καθώς   ήταν  κεκλιμένη  η  περιοχή    το θεμέλιο έγινε  σχεδόν διπλάσιο  από  το  βόρειο. Στη διάρκεια που κατασκευαζόντουσαν  τα  θεμέλια  του  Ναού σκαβόταν   ταυτόχρονα και  το  επικλινές  μέρος  και  μπαζωνόταν   ώσπου  κάποια  στιγμή  έγινε  ίσωμα  έτοιμο  για  την ανέγερση     και  ανάδειξη  του   οικοδομήματος . Οι  αμμόπετρες  που  χρησίμεψαν  για  τα  αγκωνάρια  τα  παρήγγειλε   ο  εργολάβος  και  έφτασαν  με  δική του  μέριμνα  από  τη Νεμέα  με τα  ζώα του.

Για τη διάνοιξη των θεμελίων  και το μπάζωμα  προσέλαβε  ντόπιους   όποτε  τους  χρειαζόταν  εκτελούσαν  όποια εργασία τους ανέθετε  ο πρωτομάστορας.   Οι  τοίχοι  το πάχος  τους  είναι  περίπου  ένα  μέτρο  και  σαν  συνδετικό  υλικό  χρησιμοποιούσαν  λάσπη , από  καθαρό ασπρόχωμα, ποταμίσια άμμο,  ασβέστη,  και άχυρο.

  Ο Ναός  μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια όλων, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε  το 1905  με την παρουσία &  χοροστασία του τότε Μητροπολίτη  Κορινθίας  μακαριστού Βαρθολομαίου Γεωργιάδη «εκ Καλαβρύτων» και παρόντες  τους Βαλτετσιώτες  κτηνοτρόφους και  τους ντόπιους αγρότες  που  με  μεγάλες  θυσίες  πρόσφεραν  ότι  μπορούσαν   για την  ολοκλήρωση του Ναού της Παναγίας,  το νέο στολίδι του χωριού. 

Αλλά  το έργο  δεν  τελείωσε  εδώ.   Το  1911 ένα  μπουλούκι  Λαγκαδινών μαστόρων σκαλιστάδων, ανέλαβε την  κατασκευή  του περίτεχνου καμπαναριού του  Αγίου  Γεωργίου.  

Το  καμπαναριό  αυτό άρεσε πολύ στους κατοίκους του χωριού  και όλοι τότε έβαλαν στόχο να αξιωθούν κάποτε να κατασκευάσουν καμπαναριό και στο νέο Ναό της Παναγίας.   

Η Εκκλησία της Παναγίας  μέχρι  το  1920 ήταν  απέξω  ένα  στολίδι  μέσα  όμως  ήταν  χωρίς  τέμπλο  και οι  εικόνες  ήταν  οι παλιές  της προηγούμενης  μικρής εκκλησούλας. Ούτε  ταβάνι   υπήρχε ακόμα ήταν  μόνο  με  τη σκεπή.

Τα χρόνια πέρασαν αλλά ο στόχος της κατασκευής του καμπαναριού δεν ξεχάστηκε . Έγινε έρανος μεταξύ των κατοίκων, συνεισέφεραν και οι ξενιτεμένοι στην Αμερική και αλλού . Ήταν άλλωστε μια περίοδος που αρκετοί Ψαραίοι που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό ως εργάτες, είχαν ήδη επιστρέψει  έχοντας  αποκομίσει  αρκετά  χρήματα  και  πρόσφεραν  τα  μέγιστα  για  αυτό  το  καμπαναριό.  

Περί  τα  τέλη  του 1929 μέχρι το 1932 οι  ίδιοι  μαστόροι  που  έφτιαξαν  το  καμπαναριό  του  Αγίου Γεωργίου   ανέλαβαν  και την  κατασκευή  του  καμπαναριού  της  Παναγίας.  Ενίσχυσαν αρχικά με  εσωτερική  κολόνα  τη  μια  γωνία του ναού   προεξέτειναν  το  κτίσιμο λίγο  προς  την σκεπή  και  δημιούργησαν έτσι τη  βάση  του  υπάρχοντος και σήμερα ρολογιού και  στη συνέχεια το  υπόλοιπο  καμπαναριό.  Για να δέσουν οι πέτρες μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν μίγμα ζεσταμένου θειαφιού και κρόκο αβγού, το οποίο μόλις στέγνωνε γινόταν απόλυτα συμπαγές.

  Σε  κάποια εργασία   στο  μικρό  μπαλκονάκι   που  βρίσκεται  πάνω  από  την  είσοδο  του  ναού  στη  αρχή  του καμπαναριού, ο αρχιμάστορας  παραπάτησε  και  έπεσε  από  ύψος  20  περίπου  μέτρων. Επικαλούμενος  τη  βοήθεια  της  Παναγίας, έπεσε  όρθιος  χωρίς τον παραμικρό τραυματισμό . 


Φωτογραφία του 1934, έτους κατά το οποίο τοποθετήθηκε
το ρολόϊ στο νεο-ανεγερθέν καμπαναριό.
Οι τότε κάτοικοι του χωριού με καμάρι φωτογραφίζονται στο στολίδι του χωριού.
(Από το αρχείο της Έλσας Σταματοπούλου) 

 

Εκτός από το  καμπαναριό  τότε φτιάχτηκε το  τέμπλο,  τα  γύψινα  στολίσματα,  το  ταβάνι και το πάτωμα.  Και  αμέσως  μετά   δημιουργήθηκαν οι  πανέμορφες  αναγεννησιακές εικόνες του Ναού, με  τους  δωρητές  να  αναγράφονται  σε αυτές. Ήταν  τότε –ευτυχής συγκυρία- και  η περίοδος  που  το  χωριό μας πληροφορήθηκε για τη μεγάλη ευλογία που κατείχε, την καταγωγή από το χωριό μας  του  Αγίου  Νικολάου  του  εξ Ιχθύος  και  έτσι πανάξια  κατέλαβε  ο Άγιος μας, μια  εκ  των  θέσεων   στο  τέμπλο της Εκκλησίας.

 Αυτό το ιδιαίτερα καλαίσθητο καμπαναριό, που με κόπους και θυσίες των συγχωριανών κατασκευάστηκε, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής αποτέλεσε στόχο των κατακτητών με βαριά όπλα από το βουνό του Σταυραετού. Ο λόγος της προσπάθειας για κατακρήμνιση του καμπαναριού δεν ήταν καν σημαντικός… απλά φαίνεται πως στο επιβλητικό καμπαναριό μάθαιναν σημάδι…  Τα ιερόσυλα σημάδια τους υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Ποτέ δεν επισκευάστηκαν με σκοπό τη μνήμη.                                                                         
 Μέχρι  να ανοιχτεί  ο  δημόσιος  δρόμος  που υπάρχει  σήμερα (1933),  ο περίβολος της εκκλησίας  ήταν  επικλινής στη  βόρεια  πλευρά του (προς το δρόμο) και  σχεδόν  η  μισή  εκκλησία επικαλυμμένη με χώματα. Τότε  σκάφτηκε,  κτίστηκε  η  μάντρα  του  δρόμου  και  οι  ατέλειες  του  βόρειου  τοίχους  της  εκκλησίας  επικαλύφθηκαν  με  ένα  ενισχυμένο  μεγάλο  σενάζι  από τη  μια  άκρη  στην άλλη.  Στο  χώρο που καταλαμβάνει η Εκκλησία όπως είπαμε,  πριν  ήταν  το  νεκροταφείο του χωριού.  Όσα  μνήματα  δεν  μετέφεραν  οι  συγγενείς στο νέο  -σημερινό- νεκροταφείο  παρέμειναν  εκεί και  σε  κάθε  ανασκαφή όσα  οστά  εύρισκαν τα  μετέφεραν  και  τα έθαβαν  σε  κοινό τάφο  στο  νέο  νεκροταφείο. 

Το  1960 περίπου,  ένα  μεγάλο  σε  αναλογία  μελίσσι  πήγε  και εγκαταστάθηκε  στην  τρύπα  φεγγίτη /παράθυρο  που  είναι  μπροστά  στο  ιερό  της  Παναγίας, ίσως  ήταν  τυχαίο,  αλλά μετά από λίγο  καιρό  το  μελίσσι  ασφυκτιούσε  λόγω  του  μεγέθους του  και  άρχισε  να τρέχει  το  μέλι  στον  τοίχο έξω,  μέχρι  που  έφτασε  στο  χώμα.  Σημειωτέον  δεν  είχε  τσιμπήσει  κανέναν.  Έτσι ανέλαβε  η  επιτροπή, συμβουλεύτηκε  μελισσοκόμο  ο οποίος τους  έδωσε  τα  απαραίτητα εργαλεία που  του  περίσσευαν  και  αλλά  αγοράστηκαν  και  έτσι «έπιασαν» το μελίσσι. Το τοποθέτησαν σε δυο κυψέλες και άρχισε έτσι η παραγωγή μελιού και κεριού της Εκκλησίας που θυμόμαστε όλοι οι παλαιότεροι, η οποία συνεχίστηκε με μέριμνα της Εκκλησιαστικής επιτροπής μέχρι το 1980. Μετά χάρισαν τις κυψέλες στο μοναστήρι των «Εισοδίων της Θεοτόκου» στα Γελινιάτικα Κορινθίας.  

 Μέχρι το 1980 Η Παναγία δεν λειτουργούσε όλες της Κυριακές παρά μόνο τις μεγάλες γιορτές και το Πάσχα την Μεγάλη Πέμπτη – Παρασκευή, την Ανάσταση και την Αγάπη το απόγευμα ανήμερα της Ανάστασης .Ο λόγος άγνωστος, πιθανόν λόγο κρύου αλλά όμως έτσι λειτουργούσαν και οι δυο εκκλησίες και οι κάτοικοι του χωριού χαιρόντουσαν την εναλλαγή αυτή .

Μετά από κάποιο σεισμό τη δεκαετία του 1960, η εκκλησία υπέστη ρωγμή στην μπροστινή μεριά της με κίνδυνο κατάρρευσης του καμπαναριού. Η Εκκλησιαστική επιτροπή ανέθεσε σε μηχανικό τη διόρθωση της ρωγμής, ο οποίος πρότεινε την τοποθέτηση δυο σιδηροδοκών έναν από μέσα και έναν από έξω.

 Την πολύ δύσκολη, σοβαρή και επικίνδυνη εργασία με περίσσιο μεράκι και πείσμα την έφεραν σε πέρας οι Ψαραίοι  Αδελφοί  Δημήτρης & Χρήστος Παπαγεωργίου με τα παιδιά τους Γιώργο και Βασίλη.

Το 1969 που ήρθε το ηλεκτρικό στο χωριό μας δεν θα έμενε η εκκλησία χωρίς ρεύμα. Έτσι  ανετέθη η ηλεκτροδότηση του Ναού στoν  συγχωριανό μας Παναγιώτη Δ. Αλεξίου  ο  όποιος  έκανε  την εγκατάσταση και ακόμα τοποθέτησε  ηλεκτρικές λάμπες στον πανέμορφο κρυστάλλινο πολυέλαιο που έπεσε κι αυτός θύμα της νέας τεχνολογίας και αποσύρθηκε άγνωστο που.

Με ενέργειες της εκκλησιαστικής επιτροπής και του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέων Ψαρίου το 2008, ο ναός ανακαινίστηκε εξωτερικά και εσωτερικά , με εξαιρετικά αποτελέσματα τα οποία ανέδειξαν περισσότερο την έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα επιβλητική εκκλησία .

Κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Ναού  το 15Αύγουστο, παλαιότερα ετελείτο στο κέντρο του χωριού παραδοσιακό πανηγύρι με κλαρίνα , λαχταριστά ψητά και άφθονο κρασί που συγκέντρωνε πολύ κόσμο από όλη την Κορινθία.

Ο Ιερός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου Ψαρίου είναι ρυθμού βασιλικής  άνευ τρούλου και θεωρείται από τους επιβλητικότερους Ναούς στην περιοχή μας.

Πληροφορίες κειμένου: Δημήτρης Μιλτ. Παπαδημητρίου


Το εσωτερικό του Ναού όπως είναι σήμερα

 

Επιστροφή