Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Βιογραφίες

ΣΚΟΥΡΤΗΣ ΒΛΑΣΙΟΣ του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ

Συνηθίζουμε οι νεοέλληνες με ευκολία να αποκαλούμε «ήρωες» διάφορους τύπους όπως π.χ. αθλητές (ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) γενικότερα ανθρώπους που στη μετριότητα που βιώνουμε εσχάτως ως έθνος μας φαίνεται ότι κάνουν κάτι ιδιαίτερο, κάτι πολύ σημαντικό…

Κι έτσι σταδιακά χάνουν το νόημα οι λέξεις και φτωχαίνει η άποψή μας ως προς την ανάδειξη των χαρακτηριστικών που συνιστούν έναν ήρωα που στα μάτια του κάθε νέου ιδιαίτερα, θα έπρεπε να είναι σημείο αναφοράς, λόγος θαυμασμού και εφαλτήριο για θετική μίμηση.

Η οικογένεια πρωτίστως, το σχολείο στη συνέχεια και η κοινωνία συνολικότερα είναι οι παράγοντες εκείνοι που συχνά αποπροσανατολίζουν τη νεολαία μας από τα πραγματικά πρότυπα, τους ήρωες στην κυριολεξία, κι όχι τους «γιαλαντζί».     

Γιατί ήρωες ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Νικηταράς, ο Ανδρούτσος κι όχι ο τερματοφύλακας που «έπιασε» το πέναλτυ στον τελικό …

Τους πραγματικούς εκείνους ήρωες της Εθνεγερσίας του 1821 που ελευθέρωσαν ετούτο τον τόπο από την Τουρκιά μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, που στα μάτια μας σήμερα μοιάζουν με θεριά, διαδέχτηκαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας με το βροντερό και ουσιαστικό τους «ΟΧΙ» με την εποποιΐα του 1940. Θεριά ανήμερα και εκείνοι τα έβαλαν με δυο αυτοκρατορίες εκείνου του καιρού χωρίς να διστάσουν και έδωσαν την ψυχή τους για τη λευτεριά και κάποιοι και την ίδια τους τη ζωή στη πρώτη γραμμή της μάχης … εκεί που η Πατρίδα τους όρισε !

Στις 14 Απριλίου του 1941 έπεφτε νεκρός σ’ ένα «αμπρί» στα βουνά της Βορείου Ηπείρου ένας συγχωριανός μας ήρωας του καιρού του για τη λευτεριά της Πατρίδας μετά από πολύμηνες λυσσαλέες μάχες με τους Ιταλούς εισβολείς.
Βλάσης Αρ. Σκούρτης το όνομά του κι ήταν ένας από τους τέσσερις (4) ήρωες του χωριού μας που απετέλεσαν τη συνεισφορά του τόπου μας στον αγώνα της πατρίδας κατά το έπος του 1940.

    Ο Βλάσης Σκούρτης γεννήθηκε στο Ψάρι Κορινθίας το 1910. Γονείς του ήταν ο Αριστείδης & η Δήμητρα Σκούρτη. Ήταν το μεγαλύτερο από τα αδέλφια του. Ακολούθησαν ο Γιώργης (γεν.1914) η Χρυσούλα (1916) και ο Κώστας (1918).

Με την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου την 28/10/1940 βρέθηκε με τον αδελφό του και πατέρα μου Γιώργη στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο λεγόμενο τότε Αλβανικό μέτωπο. Ήταν Στρατιώτες του 6ου Συντάγματος Πεζικού που είχε για έδρα την Κόρινθο, αλλά υπηρετούσαν σε διαφορετικούς λόχους.

Το Δεκέμβρη του 1940 και ενώ ο Βλάσης πολεμούσε τους Ιταλούς στην πρώτη γραμμή του μετώπου, πίσω στο Ψάρι η σύζυγός του Ντίνα γεννούσε τον μοναχογιό του Γιώργη Βλ. Σκούρτη. Το παιδί αυτό ο Βλάσης δεν ήταν γραφτό να το γνωρίσει. Αλλά ούτε κι ο συγχωριανός μας Γιώργης Βλ. Σκούρτης είδε ποτέ τον πατέρα του παρά μόνο σε κάποια παλιά φωτογραφία.

Μέσα στις κακουχίες του πολέμου και της καθημερινής μάχης με το θάνατο τα δυο αδέλφια επικοινωνούσαν μέσω των σιτιστών (όταν κι αν περνούσαν) ή των ταχυδρόμων και έτσι μάθαινε ο ένας για τον άλλον και έφευγε για λίγο η αγωνία.

Την Κυριακή 13 Απρίλη του 1941 οι καθολικοί στο θρήσκευμα Ιταλοί γιόρταζαν το δικό τους Πάσχα κι έτσι οι εχθροπραξίες είχαν μειωθεί σημαντικά. Γνωρίζοντάς το αυτό τα δυο αδέλφια είχαν κανονίσει από μέρες να συναντηθούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο στη μέση της διαδρομής των δυο λόχων που υπηρετούσαν. Με αγωνία περίμεναν και οι δυο αυτήν την σπουδαία συνάντηση και ειδικά ο πατέρας μου, που τύχαινε να έχει πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στο μέτωπο και ήθελε να μεταφέρει τα νέα στον αδελφό του. 

Συναντήθηκαν λίγο πριν το σούρουπο του καθολικού Πάσχα για μεγαλύτερη ασφάλεια και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
 
  - Ρε Γιώργη ζιούμε ακόμη, του είπε ο Βλάσης γελώντας .
  - Να δώσει ο Θεός αδερφέ να γυρίσουμε σπίτι μας ζωντανοί. Πρόσεχε Βλάση μου, έμαθα ότι έχει διαταχτεί οπιστοχώρηση γιατί ορμήξανε πάνω μας κι οι Γερμανοί αλλά και οι Βούλγαροι … Φυλάξου Βλάση μη χαθούμε τελευταίαν ώρα. Να γυρίσουμε ζωντανοί πίσω στη μάνα μας, να γνωρίσεις και εσύ το παιδάκι σου …

Ο Βλάσης χαμογέλασε πλατιά στο άκουσμα της λέξης «παιδάκι σου», όμως κατσούφιασε με την οπισθοχώρηση, δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι νικητές του πολέμου έπρεπε να υποχωρήσουν. Για να ξεχαστεί άρχισε να ρωτάει τον αδελφό του πως περνάει και τι μαθαίνει από τους άλλους συμπατριώτες πολεμιστές του μετώπου.  

Τα είπανε για κάμποση ώρα κι όταν άρχισε να σουρουπώνει αγκαλιάστηκαν πάλι ώρα πολλή και χωρίς να ξέρουν το γιατί τους έπιασαν κλάματα με αναφιλητά. Πρώτος ο Βλάσης σταμάτησε τη συγκινητική στιγμή χαιρέτησε τον Γιώργη και του είπε:

        -    Σώπα αδερφέ, σε λίγες μέρες θα τα ειπούμε στου Ψάρι !

Τέλειωσε την κουβέντα του ο Βλάσης κι έφυγε γρήγορα-γρήγορα να προλάβει τη νύχτα, να φτάσει στο λόχο του. Ο Γιώργης έμεινε αρκετή ώρα εκεί να τον παρακολουθεί , μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. Δεν μπορούσε όμως με τίποτα να σταματήσει τα δάκρυά του, αλλά ούτε και να σταματήσει να τον κοιτάζει που χανόταν στον ορίζοντα…

Ήταν ίσως γιατί δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ… Η επόμενη μέρα 14 Απριλίου 1941, Μεγάλη Δευτέρα των Ορθοδόξων, στάθηκε η πιο σημαδιακή του μέρα. Στη μάχη που ξεκίνησαν οι Ιταλοί ορεξάτοι μετά την ανάπαυλα του δικού τους Πάσχα, από τις πιο σκληρές των τελευταίων ημερών – αναθαρρημένοι από την εμπλοκή της συμμάχου τους Γερμανίας στον πόλεμο- ένας όλμος έπεσε μέσα στο «αμπρί» του πολεμούσε ο Βλάσης με τους συντρόφους του. Ο Βλάσης και άλλοι δυο συμπολεμιστές του (επίσης Κορίνθιοι) έπεσαν νεκροί από τα θραύσματα του όλμου...

Το μέρος που έπεσε λεγόταν ύψωμα Μπλέριζα (υψ.1.074) στα βουνά της Χιμάρας. Ο Βλάσης θάφτηκε πρόχειρα εκεί κοντά, από τους συμπολεμιστές του, που συνέχισαν να πολεμούν και να νικούν τους μακαρονάδες όπως προκύπτει από το παρακάτω πολεμικό ανακοινωθέν της ημέρας :


Πολεμικό ανακοινωθέν της 14ης Απριλίου 1941
από την εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ"

 

Κάποιος συμπατριώτης ενημέρωσε τον πατέρα μου τη στιγμή που ξεκινούσε η οπισθοχώρηση, για την απώλεια του αδελφού του. Θέλησε μέχρι να αυτοκτονήσει από την απελπισία του αλλά σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του φίλου του και συμπολεμιστή, γιατρού Κρικέλλη (μετέπειτα προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών). Χάρις στο γιατρό επέστρεψε σώος πίσω στο σπίτι του μετά την οπισθοχώρηση…

Η απώλεια του Βλάση σημάδεψε για πάντα τον Γιώργη κι έτσι, ποτέ στη ζωή του δεν κοιτούσε κανένα προσφιλές του πρόσωπο όταν έφευγε, κι όταν είχε στεναχώριες – ακόμα κι όταν προσβλήθηκε στα γεράματα από τη φοβερή νόσο Alzheimer και δε γνώριζε πια ούτε τα παιδιά του – το επιφώνημά του συνέχισε να είναι :  - Ώχου ορέ  Βλάση …  !  Επιθυμία του όσο ζούσε να βρει κάποτε τα οστά του αδελφού του και να τα φέρει στον οικογενειακό τάφο στο Ψάρι…

Τα τελευταία χρόνια μέσω της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ, αλλά και άλλων πηγών όπως η βάση δεδομένων που έχει δημιουργήσει για τους ήρωες- πεσόντες με τεράστια προσπάθεια, ο κατ’ επανάληψη βουλευτής και υπουργός Γεώργιος Σούρλας, υπάρχει μια σχετική βεβαιότητα για το που βρίσκεται θαμμένος ο ήρωας συγχωριανός μας. Στο Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401 ΣΝΑ έχουν ήδη κατατεθεί  δείγματα DNA από συγγενείς του πεσόντος και αναμένεται  να ξεκινήσουν οι εργασίες αναζήτησης και εκταφής των Ελλήνων Πεσόντων Στρατιωτικών και στην ευρύτερη περιοχή της Χιμάρας.

Αυτή ήταν η σύντομη ζωή του Βλάση Αρ. Σκούρτη. Γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό, δεν έμαθε γράμματα, ήταν αγρότης και βοσκός, έζησε μόνο 31 χρόνια, μα πρόλαβε όταν χρειάστηκε να δείξει  με τη θυσία του περίτρανα, πως ασφαλέστερος δρόμος για την αθανασία του ανθρώπου είναι η μάχη για τα ιδανικά του !

(τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στο κείμενο, προέκυψαν από αφηγήσεις του αδελφού του Γιώργη Αρ. Σκούρτη (1914 – 28/1/2006)

Επιστροφή