Επιμέλεια ιστοσελίδας

Γιάννης Σκούρτης

Τα νέα του χωριού μας

Ημ/νία Τίτλος
1/3/2021

Λαϊκές παραδόσεις και παροιμίες για το Μάρτη- Καλό μήνα !

  Ο Μάρτης καθώς λένε τα βιβλία, πήρε το όνομα του από το λατινικό όνομα του θεού Άρη (Mars = Άρης). Είναι ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και αντιστοιχεί με τον Ελαφηβολιώνα των Αρχαίων Ελλήνων. Η λαϊκή φαντασία του έδωσε ένα σωρό παρατσούκλια, όπως γδάρτης, παλουκοκάφτης κλαψομάρτης, πενταγιόματος, πεντάγνωμος και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.

        Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολύ περισσότερο στις παλαιότερες εποχές που δεν είχαν τα μέσα προστασίας της παραγωγής που έχουν σήμερα, όπως για παράδειγμα τους ανεμομίκτες, που προλαβαίνουν τις ζημιές από τους παγετούς και την ΕΟΚ που αποζημιώνει.

        Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η πολύ γνωστή στην Πελοπόννησο παράδοση της «λιθωμένης γριάς».

  "Ητανε μια βολά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ μέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, εγελάστη και είπε:

        - Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μόκαμες. Τ' αρνοκατσικάκια μη' τα ξεχείμασα. Τότε ο Μάρτης επείσμωσε κι εδανείστη τρεις μέρες απ' το Φλεβάρη κι έριξε χιόνια πολλά. Η γριά απιστόμισε το λεβέτι της κι εχώθη απουκάτου με τα πράματά της κι από τον πολύ χειμώνα τα κατσικάκια της εψόφησαν. Κι από τότες σούρνει ο Μάρτης τριανταμία και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ, γι' αυτό τον λεν και κουτσό και κουτσοφλέβαρο. Ένεκα γι' αυτό πόπαθε εκείνη η γριά τις τρεις υστερνές μέρες του Μάρτη, τις λένε μέρες των γριών. Κι ονοματίζουνε κάθε μια με τ' όνομα μιανής από τις πλιό 'λικιωμένες γριές του χωριού. Και αν τύχει καλή ημέρα λεν πως η γριά είναι καλή κι αν τύχει κακοκαιρία λένε πως από την κακία της γίνηκε».

Η παράδοση ζωντανή ακόμη στα χωριά της Στυμφαλίας και του Φενεού καθώς και στις γειτονικές περιοχές της Αρκαδίας και των Καλαβρύτων, που τόσο τα έθιμα τους ταυτίζονται, είναι γνωστή με διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα. Σε μερικά χωριά μάλιστα όπως στο Σωποτό των Καλαβρύτων, τη Δημητσάνα και τη Λάστα της Γορτυνίας, δείχνουν και τον τόπο που και σήμερα φαίνονται το κακάβι και τ' αρνοκάτσικα της γριάς απολιθωμένα. Σχετική με την παράδοση της «λιθωμένης γριάς» είναι η παροιμία:

«Ο Μάρτης έβαλε τη γριά μεσ' το καζάνι».

Άλλη χαρακτηριστική της απρόσμενης μαρτιάτικης βαρυχειμωνιάς παροιμία είναι:

«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,

τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».

στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.

        Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε:

«Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».

 ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:

«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».

«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».

«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».

«Όλες του Μάρτη φύλαγε και τ' Απριλίου τις δώδεκα

'τι ακόμη και στις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ' αβγό».

«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».

       Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των αδερφών του, των άλλων μηνών, στάθηκε αιτία να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης. Η σχετική παράδοση για το «βαγένι των δώδεκα μηνών» ή «το βουτσί» όπως λέγεται αλλού, έχει καταγραφεί από το Νικ. Πολίτη ως Κορινθιακή παράδοση και ο μύθος της έχει γίνει θέμα σατιρικής ποίησης. Μας λέει λοιπόν η παράδοση:

        «Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να βάν' νε κρασί σ' ένα βαγένι για να πίν' νε όποτε των έκανε όρεξη. Έτσι λοιπόν είπεν ο Μάρτης.

        - Εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι και ύστερα ρίχνετε και σεις.

        - Καλά, συ ρίξε, είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έρριξεν εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτα και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί είπε πάλι ο Μάρτης.

        - Εγώ έρριξα πρώτα, πρώτα θ' αρχίσω και να πίνω.

        -Βέβαια, είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτου μέρος, και άρχισε και έπινε, ως που τόπιε ούλο και δεν άφηκε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ' ακούνε εκείνοι θυμώνουνε, σκέφτουνται τι να κάνουνε. Τέλος μένουνε σύμφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που τους έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη και τώρ' αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε. Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που των έφτιαξε που ήπιε δηλαδή ούλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλε το ξύλο πόφαγε κλαίει και βρέχει».

       Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη. Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται όχι στο βαγένι, αλλά στη γυναίκα του Μάρτη. Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει. Γι' αυτό λέγεται και η παροιμία:

«Ο Μάρτης πότε κλαίει  και πότε γελάει».

       Αλλού πάλι η παράδοση λέει ότι ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες· η μια πολύ όμορφη και φτωχή και η άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει και ο καιρός είναι καλός και βγαίνει ο ήλιος. Όμως τις περισσότερες φορές γυρίζει κατά την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει την φτωχή, την όμορφη. Έτσι εξηγείται και το γιατί οι γεωργοί προτιμάνε το Μάρτη βροχερό. Γιατί τότε η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.

 

«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».

«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».

«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».

«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».

«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».

«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».

«Βροντή Μαρτιού φίλεμα με καρύδια».

«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».

«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία

να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».

 

και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:

«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα

χαράς σ' εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».

       Οι γεωργοί πιστεύουν ακόμα ότι το Μάρτη αρχίζουν τα σπαρτά να παίρνουν πάνω τους και να ψηλώνουν. Γι' αυτό και η παροιμία:

«Ο Μάρτης εδιαλάλησε μικρά μεγάλα απάνου».

Στην αστάθεια του Μαρτιάτικου καιρού και στην απότομη εναλλαγή ζέστης και κρύου, αναφέρονται και οι παροιμίες:

«Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε, και το βράδυ το βρόμισε».

«Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνοιωσε πως δεν εξαναχιόνισε».

και η συμβουλευτική:

«Κοίτα να μη σε γελάσει ο Μάρτης και χάσεις την ημέρα».

       Παρ' όλη την αστάθεια του καιρού και τις βαρυχειμωνιές που κάποτε κάνει ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης και γι' αυτό τον λένε και «Ανοιξιάτη». Σε μερικές μάλιστα παροιμίες λογίζεται θεωρητικά τουλάχιστον ως η αρχή του καλοκαιριού.

«Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα» ή

«Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ' Αύγουστο σεγκούνι».

«Ο Μάρτης έχει τ' όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια».

 

       Ωστόσο η αστρονομική έναρξη της Άνοιξης γίνεται στις 21 του Μάρτη με την «εαρινή ισημερία» που οι μέρες γίνονται ίσες με τις νύχτες και το καλοκαίρι τελειώνει στις 23 Σεπτέμβρη που έχουμε πάλι ισημερία (φθινοπωρινή) και η διαπιστωτική παροιμία επισημαίνει το φαινόμενο:

«Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτα».

 

        Πέρα από το ότι ο Μάρτης φέρνει τη χαρά της άνοιξης, ο μήνας αυτός για τους νεοέλληνες είναι μήνας χαράς γιατί φέρνει μαζί του τη μεγαλύτερη εθνική μας γιορτή, αφού στις ημέρες του ξεκίνησε ο μεγάλος αγώνας του 1821 για την εθνική μας παλιγγενεσία.

        Για τον Μαρτιάτικο ήλιο υπάρχουν αρκετές δοξασίες. Ο ήλιος του Μάρτη και ιδίως ο πρωινός θεωρείται επικίνδυνος για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα παιδιά. Λένε μάλιστα ότι τους μαυρίζει το πρόσωπο και αφήνει στίγματα γι' αυτό συμβουλεύουν τα παιδιά να προσέχουν «μην τα κάψει ο Μάρτης». Σχετικές με τις δοξασίες αυτές είναι και οι παροιμίες:

 

«Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει».

«Ο ήλιος του Μαρτιού τρουπάει κέρατο βοϊδιού».

«Ο καλός Μάρτης στα κάρβουνα κι' ο κακός στον ήλιο».

«Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια».

«Το Μάρτη στον ήλιο να μην κοιμηθείς».

 

Και η πολύ γνωστή: «Οπόχει κόρην ακριβή το Μάρτη ήλιος μην τη δει».

 

       Για την προφύλαξη από την καυστική επίδραση του Μαρτιάτικου ήλιου η λαϊκή φαντασία έχει επινοήσει αφελέστατα μέσα, όπως ο «μάρτης» και ο «χυλός». Ο μάρτης αποτελείται από δύο κλωστές, μια κόκκινη και μια άσπρη, στριμμένες σε μία και ετοιμάζεται την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη για να φορεθεί το πρωί της επομένης που είναι η "πρωτομηνιά" του Μάρτη.

       Συνήθως οι «μάρτηδες» φοριούνται είτε σαν δαχτυλίδια στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλια. Καμμιά φορά στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού για να μη σκοντάφτουν. Τους βγάζουν στο τέλος του Μάρτη ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι και τους αφήνουν επάνω στις τριανταφυλλιές για να τους πάρουν τα χελιδόνια. Αλλού πάλι τους δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καούν μαζί.

Στα χωριά της Στυμφαλίας (σημειώνω τη Δροσοπηγή πρώην Μπάσι) εκτός από τους μάρτηδες που φοράνε, πρωί - πρωί την πρώτη του Μάρτη η νοικοκυρά αντί για άλλο πρωϊνό φτιάχνει χυλό με μπομπότα και πετιμέζι και τρώνε όλοι για να μην τους πιάσει ο Μάρτης. Τα παιδιά μάλιστα για περισσότερη προστασία βάζουν και λίγο και στη μύτη τους. Σε άλλα μέρη έδιναν στα παιδιά τους αγόρια και κορίτσια να φάνε ένα μήλο για να μη τους κάψει ο Μάρτης και για να έχουν γερά δόντια όλο το χρόνο.

        Θα σημειώσω δύο ακόμη παροιμίες που αναφέρονται στο Μάρτη. Η μία:

«Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;»

που συνήθως διατυπώνεται ερωτηματικά, παράλληλα όμως φανερώνει σκωπτική διάθεση, είναι και εκ των πραγμάτων σωστή αφού πολλές ημέρες του Μαρτιού και καμμιά φορά και όλες συμπίπτουν μ' εκείνες της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ βέβαια αντικείμενο της αλληγορίας δεν είναι ο Μάρτης αλλά εκείνος που δεν λείπει από καμιά από τις συνηθισμένες λαϊκές εκδηλώσεις, λες και είναι τόσο αναγκαία η παρουσία του όσο του Μάρτη στη σαρακοστή.

        Η άλλη:

«Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο αβγό».

θέλει να επισημάνει ότι για να αποδώσουν οι διάφορες ενέργειες μας πρέπει να γίνονται έγκαιρα.

        Στην ορεινή Πελοπόννησο το Μάρτη τον λένε πεντεγιόματο. Το παρωνύμιο γίνεται από το πέντε και «γιόμα» που σημαίνει γεύμα. Ίσως επειδή η ημέρα του Μάρτη μεγαλώνει πολύ και οι ξωμάχοι που παλιά δούλευαν από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο, ήθελαν να τρώνε πέντε φορές την ημέρα. Λέγεται άλλωστε στα χωριά της ορεινής Κορινθίας το ανέκδοτο ότι κάποιος χτίστης Βαρβαρίτης (από την Αγία Βαρβάρα Καλαβρύτων) στη συμφωνία που έκλεισε με κάποιο νοικοκύρη για να του χτίσει το σπίτι, έβαλε μέσα και τα πέντε «γιόματα». Και για να μη βαρυφανεί του νοικοκύρη του τόφερνε πιο απαλά: «θα μας ταΐζεις λίγο το πρωί, μετά λίγο κολατσιό, το μεσημέρι θα τρώμε καλά, το απόγεμα θα τσιμπάμε κάτι λίγο και μετά θα ματατρώμε το βράάάδι πάλι, με τις τριφτάδες μαζί μια κι όξω». Εκτός από το «λίγο» μ' εκείνο το μακρόσυρτο «βράάάδι» ήθελε να δείξει ότι του έκανε και χάρη που θα αργούσαν τόσο να ξαναφάνε.

        Σχετική με το ότι οι ημέρες του Μάρτη έχουν μεγαλώσει αρκετά είναι και η παροιμία:

«Το Μάρτη βάλε εργάτη κι' ας είναι κι' ακαμάτης».

       Θα κλείσω το σημείωμα αυτό με δυο λόγια για τα έθιμα της γιορτής των Αγίων Σαράντα στις 9 του Μάρτη. Την ημέρα εκείνη οι τσοπάνηδες αποκόβουν τ' αρνιά, οι γεωργοί φυτεύουν δέντρα και κλήματα και οι κοπέλλες φυτεύουν λουλούδια γιατί «πιάνουν και δε λαθεύουν».

        Σε πολλούς τόπους οι νοικοκυρές φτιάχνουν σαραντόπιττες, πίττες με σαράντα φύλλα που τις κόβουν κομμάτια και τις μοιράζουν για τις ψυχές των ζωντανών ή μαγειρεύουν φαγητό με σαράντα ειδών χόρτα.

 

Από το ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΙΠΥΤΟΣ» του  αείμνηστου συμπατριώτη μας
Σπύρου Κων. Μιχόπουλου

 ΤΕΥΧΟΣ 5 ΕΤΟΣ Β' 1994 

 

   Καλό μήνα !                     

Επιστροφή